Έμμα Κουντζ: Η καλλιτέχνις-θεραπεύτρια που μπορεί να είχε προβλέψει την ατομική βόμβα
Η Ελβετίδα πνευματίστρια δημιούργησε στα μέσα του 20ού αιώνα ένα εκτεταμένο σύνολο σχεδίων με οπτικό πλούτο μπροστά από την εποχή τους.
- Αφαιρούν τα αντικλεπτικά και αρπάζουν τα ρούχα στα καταστήματα - Βίντεο ντοκουμέντο
- Σύλληψη Ικάρων έξω από την Αγία Σοφία – Ύψωσαν την ελληνική σημαία
- Συναγερμός στον ΕΟΔΥ για τον ιό mpox - 18 επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα
- Χιονοθύελλα φέρνει χάος στα Βαλκάνια - Κροατία, Βοσνία, Σλοβενία δοκιμάζονται από την κακοκαιρία
Το 1941, η καλλιτέχνις Έμμα Κουντζ, η οποία έζησε από το 1892 έως το 1963, ανακάλυψε στα ρωμαϊκά ορυχεία του Würenlos, βορειοδυτικά της Ζυρίχης, έναν τύπο σκόνης που ονόμασε AION A. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα φάρμακο για τις φλεγμονές και η Ελβετίδα οραματίστρια το χρησιμοποίησε για να θεραπεύσει τον γιο του ιδιοκτήτη του λατομείου από πολιομυελίτιδα. «Το Würenlos είναι ένα άγριο μέρος στη μέση της φύσης, έχει μια μαγική ατμόσφαιρα και μεταδίδει πολλή ενέργεια. Την πρώτη φορά που το επισκέφθηκα, ένιωσα σαν να περνάει ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από τους τοίχους» εξήγησε η Γιασμίν Αφσχάρ, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια μιας πρόσφατης έκθεσης με έργα της Κουντζ, που παρουσιάστηκε στο κέντρο Tabakalera στην ισπανική πόλη Σαν Σεμπαστιάν το καλοκαίρι του 2022.
Η πρώτη επαφή της Αφσχάρ με το έργο της Κουντζ έγινε σε αυτά τα λατομεία, που σήμερα είναι γνωστά ως Emma Kunz Zentrum (Κέντρο Έμμα Κουντζ), πριν γνωρίσει τα εννοιολογικά έργα της. «Η Κουντζ θεωρούσε πάντα τον εαυτό της επιστήμονα και οι άνθρωποι ερχόντουσαν σε αυτήν ως θεραπεύτρια. Κατείχε επίσης μεγάλες γνώσεις σχετικά με τη φαρμακευτική χρήση των φυτών και ήταν μια σπουδαία φυσιοθεραπεύτρια. Υπήρχε όμως και η καλλιτεχνική της πλευρά» εξηγεί η Αφσχάρ.
- Διαβάστε επίσης: Καμίλ Κλοντέλ: O «ματωμένος» έρωτας της Γαλλίδας γλύπτριας και τα 30 χρόνια σε άσυλο
Η τέχνη που θεράπευε
Η Κουντζ δημιούργησε περισσότερα από 500 έργα ως εργαλεία για τη θεραπεία των ασθενών της, αλλά κανένα από αυτά δεν είδε το φως της δημοσιότητας μέχρι το 1973 – δέκα χρόνια μετά το θάνατό της – όταν εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο κέντρο τέχνης Aargauer Kunsthaus στην ελβετική πόλη Aarau. Αφού παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2013 και στη συνέχεια στη γκαλερί Serpentine του Λονδίνου το 2019, το ενδιαφέρον για το έργο της Κουντζ αυξήθηκε. «Η μορφή της Έμμα Κουντζ, η οποία δεν αυτοπροσδιορίστηκε ποτέ ως καλλιτέχνις ούτε εξέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής της, μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τον επαναπροσδιορισμό του τι είναι τέχνη και ποιοι είναι οι καλλιτέχνες» εξήγησε η Κλάρα Μοντέρο, πολιτιστική διευθύντρια του κέντρου Tabakalera.
Η κατηγοριοποίηση της τέχνης της Kunz είναι τόσο πολύπλοκη όσο και η πολύπλευρη ταυτότητά της. Γεννημένη στην ύπαιθρο του Brittnau, ήταν πεπεισμένη ότι διέθετε από μικρή ηλικία μαντικές και τηλεπαθητικές δυνάμεις και ήθελε να τις χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τους άλλους. Χωρίς καμία ακαδημαϊκή εκπαίδευση, αλλά καθοδηγούμενη από μια ολιστική αντίληψη για τους συνανθρώπους της, θεράπευσε μεγάλο αριθμό ασθενών χρησιμοποιώντας φυτικά παρασκευάσματα και τη δημιουργία σχεδίων με αυστηρούς γεωμετρικούς κανόνες σε μεγάλη κλίμακα. Η Κουντζ δούλευε σε μεγάλο βαθμό με εκκρεμές, πυξίδα και χάρακα, με το εκκρεμές να αποτελείται από μια αλυσίδα και δύο μπάλες -η μία από ασήμι και η άλλη από νεφρίτη- για τη λήψη ηλεκτρικών ερεθισμάτων. Ταλαντεύοντας το εκκρεμές, σημείωνε τα σημεία και τις κεντρικές γραμμές της τροχιάς του και στη συνέχεια τα ένωνε με ένα μολύβι. Σε χαρτί διαγράμματος τοποθετούσε στα τμήματα χρώματα και σχήματα, τα οποία στη συνέχεια σχεδίαζε –λέγεται ότι δεν έκανε διάλλειμα εάν δεν ολοκλήρωνε ένα έργο.
Τα αποτελέσματα ήταν μοτίβα που μεταλλάσσονταν σε άπειρες, ζωντανές γεωμετρίες. Για την πολιτιστική διευθύντρια του Tabakalera, ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο μάτι έλκεται από τα έργα της έχει διπλό αποτέλεσμα: «Τα έργα της έχουν μια ποιότητα που μας καλεί να τα εξετάσουμε με μεγάλη λεπτομέρεια και να ανακαλύψουμε τη σχολαστική τους δημιουργία. Αλλά μπορούμε επίσης να το κάνουμε με μια κάποια απόσταση, για να δούμε αν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε τα μοτίβα και αυτή την τάξη, τον ρυθμό και την ενέργεια που αναζητούσε η Κουντζ».
Χρόνος άχρονος
Η απουσία ημερομηνιών ή τίτλων στα έργα της καθιστά δύσκολη τη χρονολόγηση, αν και οι κοντινοί της άνθρωποι υποστηρίζουν ότι τα πρώτα σχέδια χρονολογούνται από το 1938 και διήρκεσαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Αν λάβουμε υπόψη μας το δοκίμιο του Wassily Kandinsky Περί του πνευματικού στην τέχνη (1911) και το πιο παραγωγικό έργο του συναδέλφου του Paul Klee, θα ήταν λογικό να κατατάξουμε την τέχνη της Κουντζ στην αφηρημένη τέχνη, αλλά η απουσία οποιασδήποτε επαφής με την καλλιτεχνική σκηνή κατά τη διάρκεια της ζωής της μας αναγκάζει να απορρίψουμε αυτή την υπόθεση.
«Η Έμμα Κουντζ είχε έναν πολύ παραδοσιακό τρόπο κατανόησης της τέχνης. Οι μόνοι καλλιτέχνες που γνώριζε ήταν Ελβετοί τοπιογράφοι, με πολύ κλασικές αντιλήψεις για τη ζωγραφική. Τα σχέδιά της ακολουθούν ένα μοτίβο αφαίρεσης και χρησιμοποιούν την ίδια γεωμετρική γλώσσα, αλλά η πρόθεσή τους είναι εντελώς αντίθετη από αυτή την αφηρημένη, μοντερνιστική ιδέα του l’art pour l’art.
«Η Κουντζ επεδίωκε έναν σκοπό, έναν στόχο» εξήγησε η Αφσχάρ, δηλαδή να βοηθήσει στη θεραπεία των ασθενών της. Η Κουντζ δεν θεωρούσε ποτέ τον εαυτό της καλλιτέχνη «βασικά επειδή η συμβατική ιδέα που είχε για την τέχνη δεν ήταν αυτό που έκανε» κατέληξε η επιμελήτρια.
Χωρίς να υπάρχει πραγματική γραπτή τεκμηρίωση για να την υποστηρίξει, η πιο διαδεδομένη θεωρία είναι ότι οι σταυρικές δομές στα σχέδιά της συνδέονται με ηθικές και θρησκευτικές κατηγορίες: το αιώνιο πάνω, το γήινο κάτω, το κακό στα αριστερά και το καλό στα δεξιά. «Σύμφωνα με τη μαρτυρία ορισμένων γειτόνων και φίλων, όλα δείχνουν ότι η Κουντζ ήταν αρκετά κοντά στον χριστιανισμό. Αυτό φαίνεται στην επαναλαμβανόμενη χρήση σταυρών που συμβολίζουν τη διαίρεση μεταξύ καλού και κακού. Ωστόσο, αυτό μας καλεί επίσης να σκεφτούμε τη σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας ή τη σχέση της ίδιας της ζωής με το σύμπαν.
Το μυστήριο του έργου Νο20
Η πιο αμφιλεγόμενη ιδέα γύρω από το έργο της αφορά το έργο Νο 20, το οποίο η Κουντζ δημιούργησε μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Εκατό περίπου κόκκινες ακτίνες περνούν μέσα από δύο παχιές, μαύρες γραμμές και λέγεται ότι αποτελούν την ερμηνεία της Κουντζ για το μέλλον του πολέμου. Οι σύγχρονοι τολμούν να διακινδυνεύσουν ότι ήταν ο τρόπος της να εννοιολογήσει ένα όπλο με τη δυνατότητα να καταστρέψει τον κόσμο. «Ναι, συχνά πιστεύεται ότι σχετίζεται με τις ατομικές βόμβες που εξερράγησαν στην Ιαπωνία το 1945, αλλά αυτές είναι μόνο υποθέσεις» σημειώνει η Αφσχάρ.
Η μεταφυσική φόρτιση του έργου της και μια πιθανή σύνδεση με τον εσωτερισμό και τις ψευδοεπιστημονικές μεθόδους που μαίνονταν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έχουν τοποθετήσει το έργο της Κουντζ στον κανόνα άλλων γυναικείων μορφών που λειτούργησαν επίσης ως μέντιουμ μέσω της τέχνης τους, όπως η Georgiana Houghton, η Agnes Martin και η Hilma af Klint. Έχει έναν ακόμη παραλληλισμό με τις τελευταίες. Παρά το γεγονός ότι είχε ακαδημαϊκή εκπαίδευση και καλλιέργησε την αφαίρεση πριν από τον Kandinsky ή τον Mondrian, η Af Klint ήθελε ρητά να εκτεθεί το έργο της μόνο αφού είχαν περάσει 20 χρόνια από τον θάνατό της.
Η Έμμα Κουντζ έχει ενταχθεί σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο των γυναικών καλλιτεχνών και πρωτοπόρων που δεν έχουν ακόμη την άξια θέση τους στα βιβλία τέχνης, αλλά το έργο τους είναι γνωστότερο από ποτέ.
*Με στοιχεία από elpais.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις