Την Πέμπτη 3 Νοέμβριου ξεκίνησε το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στο επίσημο πρόγραμμά του εμφανίζονται 15 queer ταινίες.

Όλες τους θα είναι υποψήφιες για να διεκδικήσουν το ανεξάρτητο βραβείο Mermaid που απονέμετε στην καλύτερη ταινία LGBTQI+ θεματικής και πρώτη φορά απονεμήθηκε το 2018.

Ας δούμε τις queer ταινίες (ελληνικές & ξένες) που θα απολαύσουμε στο φετινό φεστιβάλ:

Λύκοι και Σκυλιά (Wolf and Dog) της Κλαούντια Βαρεζάου, μια μαγευτική ωδή στην queer κοινότητα ενός νησιού που βρίσκεται στον Ατλαντικό Ωκεανό.

Η Άννα γεννήθηκε στο Σάου Μιγκέλ, ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, το οποίο διέπεται από θρησκευτικούς κανόνες και παραδόσεις. Ως το μεσαίο παιδί της οικογένειας, μεγαλωμένο από τη μητέρα και τη γιαγιά του, η Άννα αντιλήφθηκε από νωρίς πως τα αγόρια και τα κορίτσια κουβαλάνε διαφορετικού είδους ευθύνες.

Μέσα από τη φιλία της με τον Λούι, τον queer φίλο της στον οποίο αρέσουν τόσο τα φορέματα όσο τα παντελόνια, η Άννα αμφισβητεί τον κόσμο που της είχαν υποσχεθεί.

Όταν η φίλη της η Κλοέ έρχεται από τον Καναδά, κουβαλώντας στις αποσκευές της τις λαμπερές μέρες της νιότης, η Άννα βάζει πλώρη για ένα ταξίδι πέρα από τον ορίζοντα. Γεμάτο πάθος και ελευθερία, το φως του Λύκοι και σκυλιά θα αποκαλύψει στην Άννα ποια είναι για εκείνη η ιδανική θάλασσα να διασχίσει.

Μια μαγευτική ωδή στην queer κοινότητα του νησιού, όπου η λάμψη του λυκόφωτος διαχέεται στον απέραντο Ατλαντικό Ωκεανό και διαθλάται σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Blue Jean της Τζώρτζια Όκλι, ένα συναρπαστικό δράμα για την πολιτική και τη σεξουαλικότητα, κατά την ομοφοβική περίοδο του θατσερισμού.

Αγγλία, 1988: Η συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ πρόκειται να ψηφίσει έναν νόμο που στιγματίζει τους γκέι και τις λεσβίες. Η Τζιν, μια γυμνάστρια που προπονεί μια τάξη από οργισμένα λυκειοκόριτσα, αισθάνεται ολοένα και πιο παγιδευμένη στη διπλή της ζωή. Καθώς η πίεση αυξάνεται από όλες τις πλευρές, η άφιξη ενός νέου κοριτσιού στο σχολείο δημιουργεί μια κρίση που θα φέρει τη Ζαν αντιμέτωπη με καινούργιες ηθικές, αξιακές, υπαρξιακές προκλήσεις. Μια Βρετανίδα σκηνοθέτρια που έχει μεταβολίσει την τρυφερή εικονογραφία της δεκαετίας του ’80, τη σύνθετη ιστορία της χώρας της, αλλά και τη σύγχρονη κινηματογραφική παράδοση του βρετανικού ρεαλισμού, παραδίδει με το κινηματογραφικό της ντεμπούτο μια συναρπαστική ιστορία υψηλής αισθητικής για την πολιτική και τη σεξουαλικότητα. Με αφετηρία την ομοφοβική περίοδο του θατσερισμού, διατυπώνει ένα –διαχρονικής αξίας– σχόλιο πάνω στη βιοπολιτική και την προσπάθεια της εξουσίας να ελέγξει τα ανθρώπινα σώματα. Ανοίγοντας έναν γόνιμο διάλογο με το σήμερα και τις σύγχρονες διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η ταινία μάς καλεί σε επαγρύπνηση ενώ προσφέρει μια καλή αφορμή για συζήτηση πάνω σε θέματα που παραμένουν ανεξάντλητα.

Ευσυνείδητος πολίτης (Concerned Citizen) του Ιντάν Χαγκουέλ, μια διερεύνηση των ορίων της «λευκής» ενοχής, σε μια σατιρική παραβολή που υπογραμμίζει τις άδηλες προκαταλήψεις.

Μια απροσδόκητα σύνθετη ταινία αντιστρέφει την τυπική κοινωνική ιεραρχία, αποτυπώνοντας τα γεγονότα που οδήγησαν έναν γκέι χαρακτήρα να γίνει η αιτία που μια άλλη μειονότητα, μια ομάδα μεταναστών από την Ερυθραία, δέχεται βίαιη επίθεση. Ο Μπεν θεωρεί τον εαυτό του έναν φιλελεύθερο και ευαισθητοποιημένο γκέι άντρα, ο οποίος ζει μια ευτυχισμένη ζωή στο τέλειο διαμέρισμα του στο Ισραήλ, μαζί με τον σύντροφο του, τον Ραζ· και το μόνο που λείπει για να συμπληρωθεί αυτή η ιδανική μπουρζουά εικόνα, είναι ένα μωρό. Όμως η ιδέα που έχει για τον εαυτό του θα τεθεί υπό βαθιά αμφισβήτηση, όταν οι καλοπροαίρετες και οικο-φιλικές του πράξεις προκαλούν την βίαιη σύλληψη ενός μετανάστη. Μια διερεύνηση των ορίων (ή και του πραγματικού ορισμού!) της «λευκής» ενοχής, σε μια σατιρική παραβολή που υπογραμμίζει τις άδηλες προκαταλήψεις και την υποκρισία του λευκού προνομίου.

Εγώ και το κενό μου (My Emptiness and I) του Αντριάν Σιλβέστρε, όπου ο σκηνοθέτης παραδίδει μια τρυφερή ταινία υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης, αναδιατυπώνοντας με χάρη τα διαχρονικά ζητήματα της «πολιτικής της ταυτότητας» και της ενσωμάτωσης.

Η Ράφι είναι νέα, ανδρόγυνη και αφελής. Στη Βαρκελώνη, θα ξεκινήσει τη διαδικασία φυλομετάβασης, και παράλληλα θα μπαρκάρει για ένα επίπονο ταξίδι αναζήτησης της πραγματικής της ταυτότητας. Ακολουθούμε αυτή τη θαρραλέα γυναίκα κατά τη διάρκεια αυτής της καθοριστικής, αλλά και απροσδιόριστης περιόδου μεταμόρφωσης: την παρατηρούμε σε καθημερινές συνθήκες, να συνομιλεί με συνεργάτες της, queer φίλους της και άντρες που γνωρίζει μέσω εφαρμογών στο κινητό της. Παρά το πλήθος των συμβουλών που δέχεται, φαίνεται πως μόνο ο χρόνος και η εμπειρία θα τη βοηθήσουν να βρει τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Sediments (Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2021) παραδίδει μια τρυφερή ταινία υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης, αναδιατυπώνοντας με χάρη τα διαχρονικά ζητήματα της «πολιτικής της ταυτότητας» και της ενσωμάτωσης. Φτιαγμένη μέσα από μια πρωτοποριακή συμμετοχική μέθοδο, η ταινία ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη (εσωτερική ή συλλογική) ανάγκη για την αφήγηση της ζωής των τρανς ατόμων στο πρώτο ενικό. Έτσι, τα μέλη της τρανς κοινότητας δεν «συμμετέχουν» απλώς στο πρότζεκτ, αλλά έχουν κεντρικό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία, ως ενεργά υποκείμενα και όχι ως αντικείμενα αναπαράστασης.

Η θέση ενός ανθρώπου (A Human Position) του Άντερς Έμπλεμ, μια περίτεχνη, πλην δωρικής (σκανδιναβικής) αυστηρότητας ιστορία, για μία δημοσιογράφο που επιχειρεί να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από την εξαφάνιση ενός ατόμου αιτούντος ασύλου.

Σε αυτή την περίτεχνη, πλην δωρικής (σκανδιναβικής) αυστηρότητας ιστορία, αναδύεται ένα σύγχρονο, κατεπείγον δίλημμα: Η Άστα πασχίζει να βρει νόημα και μια αίσθηση του ανήκειν στην παραλιακή πόλη της Δυτικής Νορβηγίας όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Καθώς επιχειρεί να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση ενός ατόμου αιτούντος ασύλου, η προσωπική της ζωή και οι απόψεις της για τη δικαιοσύνη διαταράσσονται. Ένα κομψό, περίτεχνα δομημένο δράμα, το οποίο, με τα λόγια του σκηνοθέτη, αποτυπώνει «τη δυνατότητα ενός ήπιου σκηνικού, της στατικής κάμερας και μιας διακριτικής ιστορίας, να αφυπνίσουν τον θεατή ώστε να συνδεθεί με την ταινία… Επιλογές που μετατρέπουν τον παθητικό θεατή σε κοινωνό, καλώντας τον να αναπτύξει μια βαθύτερη σχέση με τους χαρακτήρες, τις ιδέες, τις αξίες και τον κόσμο που του παρουσιάζονται». Μια ταινία που προσκαλεί τελικά το κοινό να ξαναγνωρίσει την ανθρωπότητα με ευγένεια και διαύγεια.

Πρότζεκτ-φάντασμα (Phantom Project) του Ρομπέρτο Ντοβέρις, μια ιδιόρρυθμη κωμωδία με στιγμές δράματος και αγνού τρόμου να εναλλάσσονται με σκηνές αμιγούς μιλένιαλ ενδοσκόπησης.

Ο Πάμπλο είναι ένας νέος ηθοποιός που ονειρεύεται να πρωταγωνιστήσει σε ταινία. Βέβαια, για να βγάλει τα προς το ζην αναγκάζεται να απασχολείται από ιατρικές σχολές και αμφιβόλου ποιότητας συνεδρίες εναλλακτικής θεραπείας, συμμετέχοντας σε πειραματικές μελέτες. Όμως δεν συναντά δυσκολίες μόνο στην καριέρα του: ολόκληρη η ζωή του φαίνεται να έχει πισωγυρίσματα, καθώς είναι ακόμα ερωτευμένος με τον επιτυχημένο πρώην του, ενώ ο συγκάτοικος του εξαφανίστηκε χωρίς να έχει πληρώσει το νοίκι, αφήνοντας πίσω του διάφορα προβλήματα – μεταξύ αυτών… ένα φάντασμα. Αυτή είναι η αρχή του ταξιδιού του Πάμπλο, ο οποίος τριγυρίζει σε μια ήσυχη, απόκεντρη γειτονιά του Σαντιάγκο της Χιλής, γνωρίζει νέους φίλους και συμμάχους, και ανακαλύπτει πως ο δρόμος για τα όνειρά του θα είναι πιο περίπλοκος και πιο παράξενος απ’ ό,τι φανταζόταν. Γυρισμένη στις αρχές του 2021 –όταν ακόμα η Χιλή τελούσε υπό καθεστώς αυστηρών περιορισμών λόγω της πανδημίας– και εμπνευσμένη από προσωπικές εμπειρίες και σημεία αναφοράς του σκηνοθέτη, αυτή η ιδιόρρυθμη κωμωδία δίνει μια νέα ερμηνεία του είδους του indie σινεμά, με στιγμές δράματος και αγνού τρόμου να εναλλάσσονται με σκηνές αμιγούς μιλένιαλ ενδοσκόπησης.

Υπολοχαγός Εϊσμέγιερ (Eismayer) η ανατρεπτική ταινία του Ντέιβιντ Βάγκνερ μιλά με τόλμη για τη δύναμη δυο γυμνών σωμάτων κάτω από τη στολή να μπλοκάρουν κάθε μηχανισμό εξουσίας.

Ο διαβόητος αρχιλοχίας Εϊσμάγιερ έγινε γνωστός ως ο πιο σκληροπυρηνικός αξιωματικός εκπαίδευσης των Αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων, αδίστακτος στη στρατολόγηση και ακλόνητος ως προς την πειθαρχία του. Ο τακτοποιημένος κόσμος αυτής της εμβληματικής μάτσο φυσιογνωμίας καταρρέει ολοσχερώς, όταν γνωρίζει (και ερωτεύεται) έναν νεοσύλλεκτο πλήρως συμφιλιωμένο με την ομοφυλοφιλία του. Για έναν καταπιεσμένο άντρα όπως ο Εϊσμάγιερ, ένας πιθανός έρωτας με ένα άτομο το ιδίου φύλου δεν συνάδει με τη στερεότυπη εικόνα του «υποδειγματικού στρατιώτη». Άραγε θα επιλέξει να προστατέψει το προφίλ της τοξικής του αρρενωπότητας με κάθε κόστος; Ή θα μπορέσει να ακολουθήσει την καρδιά του και τις πραγματικές επιθυμίες του; Εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο από την επικαιρότητα μιας άκρως συντηρητικής χώρας της Ευρώπης, αυτή η ανατρεπτική ταινία μιλά με τόλμη για τη δύναμη δυο γυμνών σωμάτων κάτω από τη στολή να μπλοκάρουν κάθε μηχανισμό εξουσίας.

Χίμαιρα (Will-o’-the-wisp ) του Ζοάο Πέντρο Ροντρίγκες είναι μία φρέσκια και ευφυής ταινία που αναβλύζει αγάπη, μουσική και θέατρο.

Ένας ετοιμοθάνατος ευγενής, ένας βασιλιάς δίχως στέμμα, η αυτού μεγαλειότης Αλφρέντου, αναπολεί τα νιάτα του και τον καιρό που ονειρευόταν να γίνει ένας «συνηθισμένος» πυροσβέστης. Η συνάντηση του με τον εκπαιδευτή Αλφόνσου, έναν νεαρό μαύρο χορευτή της Πυροσβεστικής, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή των δύο ανδρών, οι οποίοι ερωτεύονται με πάθος και επιθυμούν να ανατρέψουν το κατεστημένο. Ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς δημιουργούς της εποχής μας επανεξετάζει το είδος της μουσικής κωμωδίας για να πειραματιστεί με τα όρια του. Ο Ζουάου Πέδρου Ροντρίγκες εναγκαλίζεται τα κοινωνικά και κινηματογραφικά στερεότυπα και τα ανατρέπει κινούμενος προς νέες κατευθύνσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια φρέσκια και ευφάνταστη ταινία που ακτινοβολεί αγάπη (τόσο ρομαντική όσο και σαρκική), μουσική και θέατρο.

Η Φάλαινα (The Whale) του Ντάρεν Αρονόφσκι ένας ερημίτης καθηγητής Αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, θα προσπαθήσει να ξαναβρεί την αποξενωμένη κόρη του, ώστε να εξιλεωθεί.

Ένας μοναχικός καθηγητής αγγλικών που υποφέρει από παχυσαρκία, επιχειρεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την απομακρυσμένη έφηβη κόρη του, ως μια τελευταία ευκαιρία για εξιλέωση. «Το σινεμά μπορεί να καταφέρει να μας φέρει πιο κοντά με έναν άλλον άνθρωπο, όσο διαφορετικός κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Τα άτομα με παχυσαρκία δέχονται συχνά κριτική, αντιμετωπίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσδιορίζονται από αυτή τη συνθήκη. Όταν είδα το θεατρικό του Σαμ Χάντερ πριν από οκτώ χρόνια, έμεινα έκπληκτος από το βάθος των χαρακτήρων του, και ειδικότερα του Τσάρλι, έτσι και μου γεννήθηκε η επιθυμία να αξιοποιήσω τα εργαλεία του κινηματογράφου για να φέρω το κοινό στη θέση του Τσάρλι, στις βαθύτερες σκέψεις του, τις τύψεις και τις ελπίδες του», δηλώνει ο Ντάρεν Αρονόφσκι. Δίνει έτσι στον Μπρένταν Φρέιζερ την ευκαιρία να παραδώσει την ερμηνεία της ζωής του, μεταφέροντας μας – ψυχή τε και σώματι– σε μια περιοχή που θα μπορούσε να παραμείνει αχαρτογράφητη.

Τη νύχτα οι γάτες γίνονται λεοπαρδάλεις (De noche los gatos son pardos) του Βάλεντιν Μερτς είναι ξέφρενη, παιχνιδιάρικη, αισθησιακή και μάς συστήνει το ταλέντο ενός αληθινού νέου οραματιστή.

Ένα κινηματογραφικό συνεργείο βρίσκεται εν μέσω γυρισμάτων μιας ταινίας εποχής, όταν ο Βάλεντιν, ο σκηνοθέτης, εξαφανίζεται ξαφνικά. Ενώ η τοπική αστυνομία ξεκινά τις έρευνες, το γύρισμα της ταινίας συνεχίζεται αλλά παίρνει παράξενες διαστάσεις. Ο Ρόμπιν, ο εικονολήπτης και εραστής του σκηνοθέτη, ακολουθεί μια υπόσχεση που έδωσε στον Βάλεντιν και φτάνει στο Μεξικό, στις όχθες του Ειρηνικού Ωκεανού. Μια ξέφρενη, παιχνιδιάρικη, αισθησιακή ταινία πέρα από τα κινηματογραφικά είδη μάς συστήνει το ταλέντο ενός αληθινού νέου οραματιστή.

Πορνομελαγχολία (Pornomelancolía) του Μανουέλ Αμπράμοβιτς παίρνει την πορνογραφία ως αφετηρία ενός προβληματισμού σχετικά με τη σχέση σεξουαλικότητας και εργασίας, της δημόσιας παρουσίας με το αίσθημα της μοναξιάς.

Ο Λάλο είναι ένας σεξ-influencer: ανεβάζει στο διαδίκτυο φωτογραφίες με το γυμνό του σώμα και «χειροποίητα» βιντεάκια πορνό για τους χιλιάδες followers που τον ακολουθούν στα κοινωνικά δίκτυα. Ο Λάλο σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, αλλά στον ιδιωτικό του χώρο, εκτός ρόλου, φαίνεται να ζει σε μια μόνιμη μελαγχολία. Πού πάει η επιθυμία όταν η ζωή μετατρέπεται σε sex show; Μια ταινία που παίρνει την πορνογραφία ως αφετηρία ενός προβληματισμού σχετικά με τη σχέση σεξουαλικότητας και εργασίας, της δημόσιας παρουσίας με το αίσθημα της μοναξιάς, με τους χαρακτήρες που χτίζουμε για να εμφανιστούμε στον κόσμο – ή να κρυφτούμε από αυτόν.

Peter von Kant, ο Φρανσουά Οζόν φιλοτεχνεί μια ωδή στα καταστροφικά πάθη, την εξουσιαστική διάσταση του έρωτα και την επιθυμία κατοχής που ποθητού Άλλου, με απαράμιλλο στυλ και αποχαλινωμένη σινεφιλία.

Ο επιτυχημένος, διάσημος σκηνοθέτης Πέτερ Φον Καντ ζει με τον βοηθό του, τον Καρλ, τον oποίο κακομεταχειρίζεται και ταπεινώνει με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Μέσω της σπουδαίας ηθοποιού Σιντονί γνωρίζει και ερωτεύεται τον Αμίρ, έναν όμορφο, φτωχό νεαρό. Προκειμένου να τον βοηθήσει, ο σκηνοθέτης του προσφέρει φιλοξενία στο διαμέρισμά του, αλλά και την ευκαιρία να μπει στον κόσμο του κινηματογράφου… Ο Φρανσουά Οζόν (που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ) πραγματοποιεί με το τελευταίο του φιλμ έναν ατόφιο φόρο τιμής σε μια μνημειώδη ταινία του μεγάλου Γερμανού δημιουργού – που δεν είναι άλλη από Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ. Το τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά συνθέτει εδώ –με αχαλίνωτη, αυτο-αναφορική σινεφιλική διάθεση– μια οιστρηλατημένη ωδή στα καταστροφικά πάθη, στην εξουσιαστική διάσταση του έρωτα και στην επιθυμία κατοχής που ποθητού Άλλου, προσθέτοντας ακόμη ένα κομψοτέχνημα στη φίνα φιλμογραφία του.

Λυκειόπαιδο (Winter boy) του Κριστόφ Ονορέ είναι μία συγκινητική και ταυτόχρονα σκληρή ιστορία αυτοανακάλυψης και εφηβικών ανησυχιών.

Ο Λουκά είναι μόλις 17, όταν ο εφηβικός του κόσμος γκρεμίζεται σε μία νύχτα. Καλείται να μάθει πώς να αντιμετωπίζει τη ζωή σαν ένα άγριο ζώο που χρειάζεται εξημέρωση. Παλινδρομώντας ανάμεσα στον αδερφό του, ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι, και στη μητέρα του, με την οποία ζει τώρα μόνος, το αγόρι θα πρέπει να παλέψει για να ξαναβρεί την ελπίδα και την αγάπη. Με την πιο αυτοβιογραφική ταινία του ως σήμερα, ο Κριστόφ Ονορέ επιστρέφει στην αγαπημένη του θεματολογία –στην οικογένεια, στη σεξουαλικότητα και στη θνητότητα–, παρουσιάζοντας τον (καθηλωτικό) Πολ Κίρχερ να υποδύεται έναν νεαρό άνδρα που αναζητά παρηγοριά στα λάθος μέρη. Ένα κινηματογραφικό μάθημα για τη μεταμορφωτική ικανότητα του ανθρώπου να κάνει τον θυμό επίγνωση και το τραύμα δύναμη.

Ο άρχοντας των μυρμηγκιών (Lord of the Ants), ο σκηνοθέτης Τζιάνι Αμέλιο επικεντρώνεται στην πραγματική ιστορία του ιταλού ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Άλντο Μπραϊμπάντι που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για την ερωτική του σχέση με έναν πολύ νεότερό του άνδρα.

Κλασική στην φόρμα της, αλλά ανατρεπτική ως το τελευταίο καρέ, η ταινία αφηγείται τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία του Ιταλού ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Άλντο Μπραϊμπάντι, ο οποίος καταδικάστηκε για τη σχέση του με έναν κατά πολύ νεότερό του άντρα στην Ιταλία του ’60. Στον ιταλικό ποινικό κώδικα η ομοφυλοφιλία δεν υπήρξε ποτέ παράνομη, αφού (όπως εξηγεί ένας δημοσιογράφος με καταλυτική παρουσία στην εξέλιξη της πλοκής) η καταδίκη της από την επίσημη εξουσία θα αναγνώριζε την ύπαρξή της· ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε ποτέ την εξουσία να επινοήσει άλλους τρόπους να επιβληθεί και να καταπνίξει τη διαφορετικότητα. Έτσι, το «έγκλημά» του Μπραϊμπάντι ήταν αυτό της «plagia», της πλάγιας επιρροής και παραβίασης της προσωπικότητας ενός άλλου ανθρώπου… Ο βετεράνος μαιτρ Τζάνι Αμέλιο, ο οποίος αποκάλυψε μόλις πριν από μερικά χρόνια ότι είναι γκέι, ξετυλίγει μια ιστορία που τον σημάδεψε βαθιά όταν ήταν νέος, αφού, όπως λέει, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως στη θέση του Μπραϊμπάντι θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος, ένοχος για ένα έγκλημα που δεν έχει καμία υπόσταση. Κινηματογραφημένο με σοβαρότητα και μέτρο, αλλά με το συναίσθημα και την δικαιολογημένη οργή του δημιουργού του να δίνουν τον τόνο, το φιλμ διατυπώνει ένα κατάφορα πολιτικό και συγκινητικό μήνυμα, εν είδει απολογίας για το πλήθος των ανθρώπων που έζησαν τη ζωή τους στη σκιά, κάποιες εποχές που δεν είχαν χώρο για όλους.

ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ (Bastards) ο Νίκος Πάστρας αφηγείται την ιστορία πέντε κοριτσιών και πέντε αγοριών που ζούνε εδώ και τώρα για το τώρα.

Τα Μπάσταρδα έχουν αφήσει την πόλη μόνη της. Στην εξοχή, το νέο τους σπίτι μυρίζει μόνο καλοκαίρι. Πέντε κορίτσια και πέντε αγόρια ζούνε εδώ και τώρα – για το τώρα. Εδώ δεν πλησιάζει κανείς, εδώ όλοι φυλάνε σκοπιά, φιλάνε ο ένας τον άλλον, παίζουν τους νεκρούς. Είναι ακόμα παιδιά. Είναι τα δικά σας παιδιά. Τα δικά μας Μπάσταρδα.

Πηγή: AVMAG