Η Ελληνίδα σκηνοθέτις που αποτύπωσε τα υψηλά ιδανικά των Sámi της Αρκτικής
Η Δήμητρα Ζήρου, μέσα από το ντοκιμαντέρ της, ξετυλίγει σταδιακά την καθημερινή ζωή δύο πολύ διαφορετικών ανθρώπων, της 87χρονης Sara, και του 7χρονου Mihka που ζουν στην Guovdageaidnu - Kautokeino. μια μικρή απομακρυσμένη πόλη στη μέση της Νορβηγικής Αρκτικής τούνδρας.
Το καθηλωτικό ντοκιμαντέρ, Στη Χώρα του Πάγου και της Φωτιάς (Into the Land of Ice and Fire), παρατηρεί την καθημερινή ζωή των Sámi, τις εναλλαγές των αρκτικών εποχών και το πέρασμα από το διαρκές καλοκαιρινό φως, στο Αρκτικό σκοτάδι.
Ταινία παρατήρησης, γοητεύει με τις εικόνες του, φωτίζει την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των Sámi που, αν και ζουν απολαμβάνοντας τις ανέσεις που τους προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, διαφέρουν πολύ από τον Δυτικό άνθρωπο: βρίσκονται σε απόλυτη επαφή με τη φύση και τα πλάσματά της, ορατά και αόρατα, και νοιώθουν την ανάγκη να τους ζητήσουν την άδεια ακόμα και για το νερό που θα πιούν από ένα ρυάκι, ή για τον τόπο όπου θα στήσουν τη σκηνή τους. Και μετά, ευγνώμονες, να ευχαριστήσουν τα πνεύματα της φύσης για τα αγαθά που τους προσφέρουν.
Ζώντας σε σκληρές καιρικές συνθήκες, αλλά απολαμβάνοντας και μαγικές στιγμές όπως το Βόρειο Σέλας, οι Sámi έχουν μάθει να επιβιώνουν: κυκλοφορούν με έλκηθρα στο χιόνι, καπνίζουν το κρέας με τον πατροπαράδοτο τρόπο στις σκηνές τους, ψαρεύουν ανοίγοντας τρύπες στον πάγο, φτιάχνουν ανθεκτικά στο χιόνι παπούτσια από δέρμα ταράνδου και μαζεύουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους αρκτικά μούρα. Την ίδια στιγμή τα παιδιά τους, όπως ο Mihka, ενώ απολαμβάνουν να παίζουν με το τάμπλετ τους, όπως όλα τα σημερινά παιδιά, μαθαίνουν να χειρίζονται το μαχαίρι και να ρίχνουν το λάσο στους ταράνδους.
Όμως οι Sámi δεν ζούσαν πάντα όπως ήθελαν. Κάποτε, τους απαγορευόταν να μιλούν τη γλώσσα τους. Σήμερα, ζουν αρμονικά στον τόπο τους.
«Η πρώτη σπίθα αυτής της ταινίας ξεπρόβαλε μέσα μου όταν πριν δέκα χρόνια γνώρισα εκεί τη Sara, την 88χρονη πλέον πρωταγωνίστριά μου» μας λέει η Δήμητρα Ζήρου. «Η ηλικιωμένη αυτή γυναίκα που είχε ζήσει όλη της τη ζωή σε αυτή τη γη και είχε τόσο βαθειά επιθυμία να μεταδώσει τις γνώσεις της στους νεότερους, αντανακλούσε ξαφνικά στα μάτια μου την πεμπτουσία της φυλής της. Ήταν τότε λοιπόν, ένα χειμώνα πριν δέκα χρόνια, όταν ξεκίνησα να κινηματογραφώ κάποια πρώτα στιγμιότυπα από την καθημερινή της ζωή. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της ταινίας γυρίστηκε πολλά χρόνια αργότερα, μεταξύ 2018 και 2020.
»Aπό την πρώτη στιγμή που γνώρισα την Sara, με συνεπήρε η προσωπικότητά της, το λαμπερό της χαμόγελο, η θετική της ενέργεια προς τη ζωή και τους άλλους, και η απίστευτη ζωτικότητα που είχε και ακόμα έχει για την ηλικία της. Η Sara συνδυάζει την ευαισθησία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έχει ζήσει πολλές χαρές αλλά και πάρα πολύ δύσκολους καιρούς, με μία παράλληλη απίστευτη εσωτερική δύναμη, ζωτικότητα και αποφασιστικότητα στην καθημερινή της ζωή. Όταν ήμουν μαζί της είχα μόνιμα την αίσθηση ότι δίπλα μου βρίσκεται μία νέα γυναίκα. Μόνο οι ρυτίδες στο πρόσωπό της μαρτυρούν την ηλικία της. Η Sara, είτε όταν ράβει ρούχα, καπέλα και παπούτσια από δέρματα ταράνδου, όταν ψαρεύει επάνω στην παγωμένη λίμνη, όταν μαζεύει τα αρκτικά μούρα στην τούντρα το καλοκαίρι, είτε όταν ψάλλει ύμνους μόνη της, έχει πάντα μία απόλυτη προσήλωση και σύνδεση με αυτό που κάνει και μία αστείρευτη ζωτικότητα.
»Το καλοκαίρι του 2018 πρωτοσυνάντησα τον 5χρονο τότε Mihka. Ζωντανός, αυθόρμητος, με τα έξυπνα σκιστά μάτια του, παρατηρούσε τα πάντα γύρω του. Ο Mihka, είτε με τα σύγχρονα καθημερινά του ρούχα, είτε με την παραδοσιακή του φορεσιά, άλλοτε παίζοντας με το τάμπλετ, τα βιντεοπαιχνίδια και τους φίλους του, άλλοτε μαθαίνοντας το λάσο με τους τάρανδους, ή μαθαίνοντας να χρησιμοποιεί το πρώτο του μαχαίρι, μοιάζει ν’ ανοίγει τα φτερά του ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους.
»Ανέκαθεν, όμως, είχα μέσα μου ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τους αυτόχθονες λαούς του πλανήτη μας και είχα την τύχη, μετά τις βασικές σπουδές στον κινηματογράφο στις Η.Π.Α να μαθητεύσω δίπλα στον σπουδαίο Γάλλο εθνογράφο κινηματογραφιστή, τον Jean Rouch. Ήταν πριν 24 χρόνια, τον Απρίλιο του 1998 όταν ξεκίνησα για πρώτη φορά με μία αναλογική φωτογραφική μηχανή και ένα τρίποδο, για την αρκτική Νορβηγική τούντρα, τη γη των Sámi. Έκτοτε, ταξίδεψα εκεί αρκετές φορές, σε διαφορετικές εποχές του χρόνου, γνωρίζοντας περισσότερο αυτούς τους ανθρώπους και φωτογραφίζοντας το αρκτικό τοπίο.
-Αν έπρεπε να απομονώσετε μία μόνο ανάμνηση από όλη αυτή την εμπειρία ποια θα ήταν αυτή;
Είναι πολύ δύσκολο να απομονώνω μία μόνο ανάμνηση από όλα αυτά τα χρόνια.
Παρόλα αυτά, θα αναφέρω επιγραμματικά ένα περιστατικό πολύ βαθειά χαραγμένο στη μνήμη μου: Θυμάμαι το πρώτο βράδυ κατά την περίοδο της αρκτικής νύχτας που είδα το Βόρειο Σέλας. Είχα μείνει εκστατική από το ουράνιο αυτό φαινόμενο. Η θερμοκρασία ήταν -24 Κελσίου και ντυμένη πολύ βαριά, έμεινα έξω για δύο ώρες περίπου, φωτογραφίζοντάς το , όταν συνειδητοποίησα ότι το δάχτυλο του χεριού μου δεν υπάκουε πλέον για να κάνει το επόμενο κλικ. Είχε παγώσει.
Το επόμενο περιστατικό ήταν το αρκτικό καλοκαίρι, ενώ ακολουθούσα την Sara με την κάμερα στο μάζεμα των αρκτικών μούρων, όταν παραπάτησα και έπεσα μέσα σε έναν βαθύ λάκκο με νερό στο αρκετά βαλτώδες έδαφος. Προσπαθούσα με το ένα χέρι να κρατήσω την κάμερα ψηλά από το νερό και με το άλλο την ισορροπία μου. Τελικά, ήρθε και με βοήθησε η Sara. Της έδωσα την κάμερα και με τράβηξε να βγω από τον λάκκο.
Μια άλλη σημαντική πρόκληση για μένα ήταν η δυσκολία στην λεκτική επικοινωνία με τους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, οι οποίοι μιλούν μόνο τη γλώσσα των Sámi και μέτρια Νορβηγικά. Μέσα στα χρόνια, έχω μάθει αρκετές λέξεις και φράσεις της γλώσσας τους και αυτό με έχει βοηθήσει αρκετά. Ευτυχώς, η Sámi σύμβουλός και διερμηνέας μου Asta Balto, η οποία οργάνωσε όλη την παραγωγή στη Νορβηγία, ήταν διαρκώς μαζί μου κάνοντας ευκολότερη την επικοινωνία μου μαζί τους.
Πολλές φορές προγραμματίζαμε κάποιο σημαντικό γύρισμα και οι συνθήκες το καθιστούσαν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Παράλληλα, παρουσιαζόταν κάτι άλλο που ούτε καν το είχαμε σκεφτεί. Και το κάναμε. Συνειδητοποιήσαμε λοιπόν τελικά ότι η «Sápmi», -η γη των Sámi- μας επέτρεπε κάθε φορά να κινηματογραφήσουμε αυτό που εκείνη ήθελε να μας δώσει. Εμείς είμασταν απλοί παρατηρητές.
-Είναι ένας άλλος πλανήτης η Λαπωνία;
Κατ’ αρχήν να πω ότι στις Σκανδιναβικές χώρες δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «Λαπωνία» και «Λάπωνες». Οι όροι αυτοί είναι όροι υποτιμητικοί με ρατσιστική χροιά που δόθηκαν από τους Σκανδιναβούς πολύ παλαιότερα για να μειώσουν τους τότε πιο κοντόσωμους και με έντονα ζυγωματικά κατοίκους της Ευρωπαϊκής αρκτικής ζώνης των Sámi τους οποίους και μέχρι πριν μερικές δεκαετίες λανθασμένα θεωρούσαν και βιολογικά υποδεέστερους. Στην Ελλάδα δεν το γνωρίζουμε αυτό.
Μόνο οι ανθρωπολόγοι το γνωρίζουν. Η γη των αυτοχθόνων Sámi λοιπόν που στη λέγεται πλέον Sápmi, δεν είναι ένας άλλος πλανήτης. Είναι ένας άλλος, διαφορετικός τόπος αυτού του πλανήτη.
-Πώς θα περιγράφατε τους Sámi;
Οι Sámi, όπως οι περισσότεροι αυτόχθονες λαοί, έχουν γαλουχηθεί από μικροί με μία αρκετά διαφορετική αντίληψη για τη ζωή και τα στοιχεία της φύσης από το μέσο δυτικό άνθρωπο. Τους χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερα βαθειά ψυχική διασύνδεση με τη γη, τον ήλιο, τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες, τα ζώα, τα δέντρα και τα φυτά, όπως και απόλυτος σεβασμός προς όλα τα έμβια όντα και όλες τις μορφές ζωής επάνω στη γη. Έχουν πολύ μεγάλο σεβασμό για τους προγόνους τους όπως και για τους ηλικιωμένους της φυλής τους, ενώ η επιβίωσή τους εξαρτάται πάντα από τη μεταφορά της γνώσης από τον παλαιότερο στους νεότερους. Είναι αυτή η άλλη ματιά προς τη ζωή και τον κόσμο που μ’ ενδιαφέρει να επικοινωνήσω. Όλα αυτά τα χρόνια μαζί τους έχω δει ότι η μετάδοση της γνώσης τους έχει τη δύναμη να επιφέρει θετική επίδραση στις ζωές όλων μας.
-Πόση δύναμη σας έχει δώσει η ολοκλήρωση αυτού του ντοκιμαντέρ;
Η ταινία αυτή για να ολοκληρωθεί, είχε πάρα πολλές δυσκολίες, σε διαφορετικά επίπεδα. Όταν πρωτοξεκίνησα, δεν είχα καμία βεβαιότητα ότι θα κατάφερνα ποτέ να την ολοκληρώσω. Θυμάμαι κάποια στιγμή είχα απογοητευτεί τόσο πολύ από τις δυσκολίες που νόμιζα ότι όλο αυτό ήταν μία τρέλα και δεν θα έβρισκα ποτέ βοήθεια. Όμως, κάποια στιγμή αργότερα άρχισε να φαίνεται και πάλι φως στον ορίζοντα. Ξαναβρήκα πάλι τη δύναμή μου, και συνέχισα. Το τελευταίο γύρισμα έγινε εν μέσω covid, με προληπτική καραντίνα δέκα ημερών στην Νορβηγία πριν μου επιτραπεί να ξεκινήσω τις λήψεις στην αρκτική αυτή περιοχή.
Η αλήθεια είναι ότι έχω πολύ επιμονή και υπομονή όταν κάτι το νοιώθω πολύ σημαντικό. Και σταδιακά, δίχως να το έχεις συνειδητοποιήσει εντελώς ακόμα, νοιώθεις ότι όλο αυτό σου έχει δώσει πίσω πολλή εσωτερική δύναμη.
*Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και την εβδομάδα από 3 Νοεμβρίου θα προβάλλεται στους κινηματογράφους Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Διάνα και Δαναός.
Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος η ταινία θα προβληθεί το Σάββατο 5 Νοεμβρίου (6 μ.μ.) στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, παρουσία των συντελεστών. Θα ακολουθήσουν άλλες δύο προβολές στην Ταινιοθήκη, στις 12 και 19 Νοεμβρίου (6 μ.μ.)
Εδώ θα βρείτε το τρέϊλερ:
Into the Land of Ice and Fire_ trailer from Bad Crowd on Vimeo.
Η σημαντική δύναμη της μουσικής
Η μουσικός και συνθέτης Άννα Στερεοπούλου πλησίασε με ευλαβική λεπτοφυή σχολαστικότητα τη μουσική της ταινίας, έχοντας ήδη ακούσματα από την αρχέγονη αλλά και τη σύγχρονη μουσική παράδοση του αρκτικού αυτού λαού, των Sámi, συνδέοντας τη λιτότητα των πρωτογενών ήχων με την ηλεκτρονική μουσική.
Μέσα στη μινιμαλιστική τους απλότητα, τα μοναδικά φωνητικά των Sámi, τα yoik του Mihka και της Sara, διαπερνούν ενίοτε τη σιωπή του τοπίου. (Τα ‘yoik’ τραγουδιούνται από τους Sámi ως ύμνος προς κάθε μορφή ζωής, από το ποτάμι, τα λουλούδια και τα σύννεφα, έως τη μορφή ενός αγαπημένου προσώπου).
Ειδικά για την ταινία αυτή γράφτηκαν στη Νορβηγία οι στίχοι και η μουσική του πρώτου yoik αφιερωμένο στο μικρό Mihka από την εξαιρετική Sámi τραγουδίστρια – μουσικό Kajsa Balto, ενώ για τη Sara ηχογραφήθηκε το δικό της προσωπικό προϋπάρχον yoik από την γηραιά Berit Karen Gaino.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις