Του Γιώργου Κατρούγκαλου*

Οι επικείμενες εκλογές είναι κρίσιμες για το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας. Διεκδικούνται και οι  435 έδρες του Κογκρέσου, 35 από τις 100 έδρες της Γερουσίας, ενώ θα εκλεγούν 36 από τους 50 κυβερνήτες πολιτειών. Η πρώτη και προφανής σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων, που διεκδικούν με αξιώσεις να κερδίσουν τον έλεγχο και των δύο νομοθετικών σωμάτων. Η αντιπαράθεση γίνεται σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τι θα αλλάξει στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Ο Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε ότι η αμερικανική δημοκρατία κινδυνεύει σοβαρά από τις πιστές στον Ντόναλντ Τραμπ ρεπουμπλικανικές δυνάμεις, που «ανάβουν τις φλόγες της πολιτικής βίας, στην επιδίωξη της εξουσίας με οποιοδήποτε κόστος». Στην πρόσφατη ομιλία του στη Φιλαδέλφεια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια συνεχή μάχη για την «ψυχή του έθνους». Ο Μπάιντεν προέτρεψε τους ψηφοφόρους να «διασώσουν τη Δημοκρατία» και να αντισταθούν στην πολιτική βία, έστειλε δε μήνυμα στους αρνητές των εκλογών: «Δεν μπορείς να αγαπάς τη χώρα σου μόνο όταν κερδίζεις».

Στον αντίποδα, ο Ντ. Τραμπ συνεχίζει τις εμπρηστικές δηλώσεις του και ετοιμάζεται να ανακοινώσει τη νέα υποψηφιότητα του για το αξίωμα του Προέδρου μετά τις εκλογές. Οι ρεπουμπλικάνοι όμως δεν περιορίζονται στη ρητορική.  Ο υποψήφιος κυβερνήτης τους στο Ουισκόνσιν κατέστησε σαφές ότι το κόμμα του «δεν θα χάσει ποτέ άλλες εκλογές» εάν ο ίδιος κερδίσει, απηχώντας γενικευμένες προσπάθειες να προωθηθεί εκλογική νομοθεσία που δυσχεραίνει τη συμμετοχή μειονοτήτων στις εκλογές ή/και επανασχεδιάζει με κομματικά κριτήρια τις εκλογικές περιφέρειες (gerrymandering).  (Θυμίζω τις ανάλογες δηλώσεις του κ. Βορίδη για τις παρεμβάσεις που πρέπει να κάνει ο κ. Μητσοτάκης στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία…).

Η ελευθερία των γυναικών

Σημαντικό παράγοντα στις εκλογές και κομβικό στοιχείο της σύγκρουσης των δύο κομμάτων, αποτελεί το μέγα ζήτημα της ελευθερίας των γυναικών να αποφασίζουν για το σώμα τους, που τέθηκε ξανά σε αμφισβήτηση μετά την ανατροπή από το Ανώτατο Δικαστήριο της εμβληματικής απόφασης Roe v. Wade. Ήδη νομοθετικές προτάσεις για την καθιέρωση του δικαιώματος, ή, αντιστρόφως, για την επιβολή νέων περιορισμών σε αυτό, έχουν κατατεθεί τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο, ενώ οι δημοκρατικοί ελπίζουν να έχουν κέρδη από τη σχετική αντιπαράθεση.

Παράλληλα όμως με τη μετωπική αυτή σύγκρουση, μαίνονται και οι εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό των δύο στρατοπέδων, όπως εκδηλώθηκαν στις προκριματικές εκλογές για την τελική επιλογή των επίσημων υποψηφιοτήτων. Στους μεν ρεπουμπλικάνους οι πιστοί στον Τραμπ φαίνεται να κερδίζουν κατά κράτος τους συστημικούς ρεπουμπλικάνους. Εμβληματική ήταν η συντριβή της Λιζ Τσέινι, κόρης του πρώην αντιπροέδρου του Πρόεδρου Μπους, που ήταν μεταξύ των ελαχίστων στο κόμμα της που εναντιώθηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ το 2020, μετά την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο.

Η μάχη στους Δημοκρατικούς

Ανάλογη μάχη μεταξύ συστημικών και προοδευτικών υποψηφίων εκτυλίσσεται και στο εσωτερικό του Δημοκρατικού κόμματος. Η μάχη αυτή δίνεται σε πολλά επίπεδα, στη βάση αλλά και στην κορυφή του πολιτικού συστήματος. Σημαντική δύναμη μαζικής λαϊκής κινητοποίησης αποτελούν οι Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA), που δεν αποτελούν ξεχωριστό κόμμα, αλλά πολιτική κίνηση που αποσκοπεί να προωθήσει αριστερές πολιτικές και υποψηφίους στους Δημοκρατικούς. Στην Ουάσιγκτον δραστηριοποιείται η Προοδευτική Ομάδα του Κογκρέσου (Progressive Caucus, CPC), η οποία αποτελείται από 95 μέλη της Βουλής και έναν γερουσιαστή. Το CPC, που αναμένεται να ενισχύσει τη δύναμη του, υπερασπίζεται προοδευτικές λύσεις στη μετανάστευση, καθολική υγειονομική περίθαλψη, δράσεις κατά της κλιματικής κρίσης και μια δίκαιη εξωτερική πολιτική.

Η κρίση που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα και εκδηλώθηκε πανηγυρικά με την εκλογή του Προέδρου Τραμπ έχει βαθύτερες κοινωνικοοικονομικές αιτίες, ανάλογες με αυτές της δικής μας ηπείρου. Η επί δεκαετίες κυριαρχία νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει οδηγήσει σε έκρηξη των ανισοτήτων, σε φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, σε μεγάλη πίεση της μεσαίας τάξης και, το σημαντικότερο σε επίπεδο πολιτικής νομιμοποίησης, στην αμφισβήτηση του «αμερικανικού ονείρου», της δυνατότητας ατομικής εξέλιξης βασισμένης στις ικανότητες και στην προσπάθεια. Μεταξύ 1980 και 2015 το μέσο πραγματικό εισόδημα του 0,01% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 322%, ενώ το εισόδημα του χαμηλότερου 90% παρέμεινε στάσιμο. Η μεσαία τάξη δέχεται πιέσεις στο σύνολο της, όμως ολόκληρες αποβιομηχανισμένες περιοχές, ιδίως στις κεντρικές και μεσοδυτικές πολιτείες βρίσκονται σε μεγάλη κρίση.

Ευνοϊκή για την άνοδο των λαϊκιστών του Τραμπ

Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την άνοδο λαϊκιστών, όπως ο Τραμπ, αλλά και για την ενίσχυση προοδευτικών εναλλακτικών προτάσεων για την υπέρβαση της κρίσης. Ιδιαίτερη απήχηση έχουν οι ιδέες της αριστεράς στη νεολαία. Σύμφωνα με διαδοχικές  μετρήσεις από το 2010 και εφεξής, οι θετικές αξιολογήσεις των νέων για το σοσιαλισμό κυμαίνονται γύρω στο 50%. Ταυτόχρονα, κατά την ίδια περίοδο η γενική άποψη των νέων για τον καπιταλισμό έχει επιδεινωθεί σε σημείο που ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός έχουν πλέον ίδια δημοτικότητα στο εσωτερικό αυτής της ηλικιακής ομάδας. Για παράδειγμα, σε έρευνα του Harvard University’s Institute of Politics, γενικά θετική άποψη για τον καπιταλισμό είχε το 42% των νέων αλλά πλήρη ταύτιση με τις καπιταλιστικές ιδέες μόνο το 19% από αυτούς (https://www.wsj.com/articles/socialism-capitalism-seen-in-new-light-by-younger-americans-1512561601).

Μια άλλη δημοσκόπηση που διεξήχθη το 2019 από την παγκόσμια εταιρεία δημοσκοπήσεων YouGov (https://www.victimsofcommunism.org/2019-annual-poll)  για λογαριασμό της ακραία αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Θύματα του Κομμουνισμού» διαπίστωσε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των νέων Αμερικανών δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν έναν σοσιαλιστή υποψήφιο, ενώ περίπου ο ένας στους πέντε υποστηρίζει την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Περισσότεροι από ένας στους τρεις Millennials (36%, αύξηση κατά 8 βαθμούς σε σχέση με το 2018) έχουν θετική άποψη για τον κομμουνισμό!

Οι επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική και στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις

Θα έχουν επιπτώσεις οι εκλογές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Ενδεχομένως, αλλά όχι δραματικές. Η εξωτερική πολιτική ασκείται κυρίως από τον Πρόεδρο. Η έγκριση των νομοθετικών σωμάτων αφορά ορισμένες μείζονες αποφάσεις, όπως η κήρυξη πολέμου (όπου όμως υφίσταται, ειδικά μετά την 9η Σεπτεμβρίου, μεγάλο εύρος εξουσιοδοτήσεων προς τον Πρόεδρο) και την έγκριση δαπανών και προϋπολογισμού. Συνεπώς, ενδεχομένως μια γενικευμένη νίκη των ρεπουμπλικάνων να έχει επιπτώσεις ως προς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.

Οι συσχετισμοί σε Κογκρέσο και Γερουσία, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με Ελλάδα και Τουρκία δεν φαίνεται να κινδυνεύουν με δραματική ανατροπή. Η έδρα του γερουσιαστή Μενέντεζ δεν είναι μεταξύ αυτών που έχουν επαναπροκηρυχθεί, δεν θα παραμείνει όμως Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν τον έλεγχο της Γερουσίας. Όμως τόσο ο Γερουσιαστής Ρούμπιο, όσο και ο γερουσιαστής Τζιμ Ρις από το Αϊντάχο, Αντιπρόεδρος σήμερα στην Επιτροπή, που είναι οι επικρατέστεροι υποψήφιοι για την προεδρία, εάν οι Δημοκρατικοί χάσουν την πλειοψηφία, κινούνται γενικά σε ανάλογο μήκος κύματος. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνοαμερικανικό λόμπι, το οποίο έχει ιδιαίτερα ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια και έχει σημαντικές επιτυχίες, όπως η υποστήριξη της EastMed Act και των τροπολογιών για την απαγόρευση πώλησης και αναβάθμισης των F16 στην Τουρκία, θα εξακολουθεί να ασκεί την καθοριστική επιρροή του.

Το μέλλον των ελληνοαμερικανικών σχέσεων

Πάντως, το μέλλον των ελληνοαμερικανικών σχέσεων εξαρτάται σε πολύ σημαντικό βαθμό και από τη στάση της Ελλάδας.  Το πλαίσιο και η αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας με την αμερικανική υπερδύναμη σε επίπεδο στρατηγικού διαλόγου εξασφαλίσθηκε κατά την διακυβέρνηση μας στη βάση της λογικής της σύγκλισης συμφερόντων και της αμοιβαιότητας. Η ισορροπημένη αυτή διπλωματία ανατράπηκε από το δόγμα του «προκεχωρημένου φυλακίου» και του «πιστού και δεδομένου συμμάχου» του κ.  Μητσοτάκη, με αποτελέσματα που δεν είναι θετικά και που ελπίζω να μην γίνουν στο άμεσο μέλλον ακόμη χειρότερα.

  • Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου – Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ