Λέων Τολστόι: Ένας θείος άνθρωπος
Στο έργο του Τολστόι αστραποβροντάνε μαζί η ζωή και η κριτική της ζωής
Ύστερ’ από το θάνατο του Νίτσε, και ύστερα από το θάνατο του Ίψεν, ο θάνατος του Τολστόη. Σα ναπόμεινεν άδειος ο απέραντος κόσμος της ιδέας, όσω, και πάλι κ’ έξαφνα, να μας φανερωθή πως τον κρατεί γιομάτον, ή πως πάει, αγάλια αγάλια, γιομίζοντάς τον, με το έργο του, κανένας άλλος γίγαντας της σκέψης. Ο γερμανός φιλόσοφος, ο σκαντιναβός δραματουργός και ο σλάβος μυθιστοριογράφος, οι τρεις τους ανεβήκανε, στον δικό μας τον καιρό, πέρα ως πέρα τη σκάλα του Λόγου, με τα αρίφνητα σκαλιά, και διαλαληθήκαν, κυρίαρχοι του κόσμου του διανοητικού, σταματημένοι στο υψηλότατο σκαλοπάτι. Πώς ήθελα να τοποθετούσα στο πλάι τους τον Ουγκώ. Μα με όλη τη λατρεία που έχω του στίχου του, όσω κι’ αν τόνε δοξάζω σαν ένα λυρικό ποιητή από τους πιο μεγάλους των αιώνων, το βλέπω· δεν είναι αυτού η θέση του. Ο πιο τρανός μυσταγωγός απάνου στην κορφή του γαλλικού Παρνασσού, στύλος της Δημοκρατίας, και μέσα στο Έθνος του τιμημένος σαν προφήτης· μα και νους καθολικός, παγκόσμιος, γκαιτικός, σαν τους άλλους τρεις; όχι. Δεν έχει τόπο στη συντροφιά τους.
Νίτσε, Ίψεν, Τολστόης. Πόσο μοιάζουν και πόσο διαφορετικοί! Και οι τρεις υπέρτατοι τεχνίτες του Λόγου, στρογγυλόστομοι με το παραπάνου, καταφρονητές και γκρεμιστές ειδώλων, όσο δεν παίρνει άλλο. Μα πόσο παραλλάζουν οι τέχνες τους και οι θρησκείες τους! Ο ένας εωσφορικός και αριστοκρατικός, είδος Κάιν και είδος Λάρα βυρωνικού, αντίχριστος, χορευτής με το ρυθμό της αρχαίας τραγωδίας. Ο άλλος πάντα με την ασύγκριτη δραματική του τέχνη, σα διπρόσωπος Ιανός, τώρα κοινωνιστής, και τώρα ατομιστής, και αρχικός και αναρχικός, μα πάντα καρτερώντας την αθανασία με γαμπριάτικη στολή και με λευκά χερόχτια, για να μη λερωθή από το άγγισμα του πρόστυχου. Ο τρίτος, απόστολος του Χριστού, αφού πέρασε από όλους τους κύκλους κι’ από όλα τα σπαράσματα της φιλοσοφικής σκέψης· του Χριστού, που διαβάζοντας το Βαγγέλιο, ύστερ’ από καιρούς και χρόνια, παινεύτηκε πως αυτός πρώτος τον ανακάλυψε το Χριστό. Εικόνα τεράστια μεγαλόπρεπη η ζωή του. Χτυπά τη φαντασία σαν το Μωυσή του Μιχαηλάγγελου.
Τουργένιεφ, Δοστογέφσκης, Τολστόης, ύστερ’ από τον Πούσκη, τον Λέρμοντωφ, το Νεκράσωφ, τους τρεις στύλους του μοσκοβίτικου λυρισμού, να οι τρεις πατέρες και τελειωτές μαζί της ρούσικης μυθιστοριογραφίας, των πεζογράφων η τριάδα που μπορεί να είναι πιο ποιήτρια από τους πρώτους τρεις τεχνίτες του στίχου. Γιατί, καθώς και ο Ταιν το σημειώνει κάπου, το νου τον ποιητικό δεν τον κάνει μονάχα μια γοητευτική μούρλια, μια έξαψη ονειροφάνταστη που βγάζει τον άνθρωπο από τον πραγματικό τον κόσμο για να τόνε ρίξη στου χιμαιρικού τη χώρα. Ο ποιητικός νους –τουλάχιστο καθώς τον εννοούν οι θετικιστές οι καλολόγοι– είναι η δύναμη που πλάθει και που ξαναφέρνει στο είναι όντα όμοια αληθινά, όμοια ζωντανά σαν εκείνα που βλέπουμε και που γγίζουμε. Το δημιουργικό τούτο χάρισμα το χαίρονται βέβαια και οι τρεις ρούσοι μυθιστοριογράφοι, στην εντέλεια. Μα πόσο διαφορετικά παρουσιάζονται με τον καθένα η όψη και το φως του δώρου τούτου! Με τον Τουργένιεφ, λεπτότερα κάπως ψιλολογημένο και περασμένο από το κόσκινο μιας τέχνης ευρωπαϊκής. Με το Δοστογέφσκη, αποκλειστικά και απεριόριστα ψυχολογικό, κατάβαθα σκαμμένο και φερμένο ίσα μ’ εκεί που τα σύνορα του πραγματικού και του φανταστικού, της αρρώστιας και της υγείας, μπλέκονται αξεχώριστα και χάνονται μέσα σ’ ένα θαμποβράδιασμα που ανατριχιάζεις. Μα με τον Τολστόη; Το χάρισμα τούτο παρουσιάζεται με το χρώμα, με το σκήμα, με την ένταση της ζωής· της ζωής που είναι, μαζί και αχώριστα, σάρκα και ψυχή, της ζωής όσο δεν παίρνει άλλο. Αγναντεύεις το φάντασμα, κι’ απλώνεις τα χέρια σου, για να το πιάσης. Λες! Υπάρχει. Το θέλω. Και περνάς με το βιβλίο του Τολστόη όπως περνάς με μια γυναίκα. Έτσι μου εντυπωθήκανε «Η φωλιά των ευγενών» του πρώτου, «Ο βλάκας» του δευτέρου, η «Σονάτα του Κρόυζερ» και ο «Αφέντης και Δούλος» του τρίτου.
Κι’ ο πιο μεγάλος κι’ ο πιο πρωτότυπος έχει τους προδρόμους του και τους δασκάλους του, θέλει δε θέλει. Πάντα μοιάζει με κάποιον, πάντα κάτι συνεχίζει και συμπληρώνει. Καμιά φορά η πρωτοτυπία δεν είναι παρά έν’ άγαλμα σκαλισμένο στην πέτρ’ απάνου του μιμητικού. Ο Τολστόης μιμητής δεν μπορεί, βέβαια, να ειπωθή· μα είναι συμπληρωτής και μεταφερτής και ανανεωτής και μεταμορφωτής. Γυρεύτε τα σημάδια του και τις πηγές του στους Βραχμάνους και στους Βουδδιστές, στους Σοπενάουερ και στους Ρουσσώ, στους πρώτους, υποθέτω, Χριστιανούς, και σε κάποιους μουζίκους του καιρού του, που τώρα τα ξεχνώ τα ονόματά τους, απλούς και αγράμματους, από το φυσικό τους στοχαστικούς· γιατί υπάρχει και δημοτική, βέβαια, φιλοσοφία, χωρίς νάχη καμία συγγένεια με τα γράμματα και με τη μόρφωση, καθώς υπάρχει δημοτική ποίηση και μουσική. Κάποτε φαντάζομαι τους ανθρώπους τους διανοητικούς που γράφουνε, σαν τους παλιάτσους των ιπποδρόμων· δείχνουνε την τέχνη τους, σκαρφαλώνοντας ο ένας απάνου στους ώμους του άλλου, και σχηματίζοντας έτσι λογής διασκεδαστικά συμπλέγματα. Η παρομοίωση κάπως αδιάντροπη, μα σωστή. Ο Τολστόης που πέρασε κι’ απ’ όλη τη ζωή, καθώς πέρασε απ’ όλη τη σκέψη, κι’ όλα τα δοκίμασε κι’ όλα τα γνώριζε, ήτανε και καβαλλάρης πρώτης· έτσι, απάνου στάλογό του, μας τον παράδωκε, άγαλμα καμωμένο, ο Τρουμπέτσκοϊ. Έτσι καβαλλάρης έτρεχε και στους νοερούς του δρόμους. Αυτός από πάνου. Καβαλλάρης απάνω στο Ρουσσώ, τον πιο κοντινό του δάσκαλο, καβαλλάρης απάνου στο Βούδδα, τον πιο μακρισμένο του πρόγονο. Ο φυσικός άνθρωπος: να ο τέλειος άνθρωπος, να το ιδανικό! Ο κοζάκος αξίζει περισσότερο από τον άρχοντα, η γυναίκα πιο πολύ από τον άντρα, ένα ζώο πιο πολύ από τον άνθρωπο, το δέντρο είναι τιμιώτερο από το αγρίμι. Πώς πεθαίνει ένας παραλής, πώς ένας μουζίκος, και πώς ένα δέντρο! Ο θάνατος του πρώτου σπαρασμός, ο χαμός του δεύτερου ιερό μυστήριο, το τέλος του τρίτου, ποίηση. Το κακό είναι εκείνο που μας ξεχωρίζει, που μας ατομικεύει. Το καλό, εκείνο που μας ανταμώνει. Μα μην αντιστέκεστε στο κακό! Αγαπάτε αλλήλους. Απ’ αυτές τις δύο εντελές κρέμουνται οι νόμοι και οι προφήτες. Και η σωστή ζωή και η σωστή τέχνη. Ο Τολστόης, όταν τον καθαρίσης από τα πασαλείμματα του πολιτισμού, όταν τον ξαλαφρώσης από την δόξα του τη λογοτεχνική, τι απομένει; Ένας θείος άνθρωπος, πιο πολύ κοντά στον Βούδδα, στο Χριστό, στο Μωάμεθ. Μα ο Μωάμεθ, ο Χριστός, ο Βούδδας ήτανε προφήτες με το λόγο ή με το σπαθί, όχι με το βιβλίο. Γι’ αυτό στάθηκε πιο ζωηρή και πιο αποτελεσματική η ενέργειά τους. Η εντύπωση που προξενεί το βιβλίο είναι πιο βαθειά, πιο διαλεχτή, πιο αριστοκρατική, μπορεί, μα γι’ αυτό και πιο προσωρινή, πιο εύκολα περαστική, σαν εντύπωση από κάποιο παιγνίδι υψηλονόητο. Μολονότι το βιβλίο ρίχνει το σπόρο του για την αιωνιότητα, για χρόνια και καιρούς, ίσα μ’ εκεί που κανείς δεν τον υποψιάζεται και που μπορεί να φτάση το ρίξιμο του σπόρου του. Σαν το σιτάρι που το βρίσκεις ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια απείραχτο στο πλάι μιας μούμιας αιγυπτιακής. Το βιβλίο ήτανε για τον Τολστόη μαζί η δύναμη και η αδυναμία του. Φαντάσου το σλάβο συγγραφέα, από μιας αρχής, όχι με το κοντύλι του μυθιστοριογράφου και του κατηχητή, μα με το ραβδί του απόστολου και με το κήρυγμα, από τόπο σε τόπο, σε ανατολή και δύση. Οι οπαδοί του θα ήτανε πιο πολλοί, και πιο φανατικοί. Μα ίσως τα σημάδια του περασμού του δε θα χαράζονταν έτσι βαθειά στη σκέψη. Μολονότι κ’ έτσι ο τολστοϊσμός είναι θρησκεία κ’ έχει τους ομολογητάς και τους μαρτύρους της. Από τον Ολλαντέζο που καταδικάστηκε στα 1896, γιατί αρνήθηκε να υπακούση στην πρόσκληση του Κράτους που τον έπαιρνε στρατιώτη, ίσα με τον αμαξά που τώρα τελευταία ο τηλέγραφος μάς ανάγγειλε πως άνοιξε τις φλέβες του απάνου στο νεοσκαμμένο τάφο του αφέντη του Τολστόη.
Ζωγράφος της ζωής, ακέριας, σε όλα της, και κριτής της ίδιας της ζωής, ακέριος, σε όλα του. Θυμούμαι τον παράξενο, μα βαθυστόχαστον ορισμό της Ποιητικής Τέχνης που έδωκεν ένας άγγλος συγγραφέας, ο Arnold: «Κριτική της ζωής». Στο έργο του Τολστόη αστραποβροντάνε μαζί η ζωή και η κριτική της ζωής. Φιλόσοφος; Δεν είναι τόνομα που σωστά θα του ταίριαζε. Στην ανώτατη σημασία του λόγου, είναι ο Ποιητής. «Ο Πόλεμος και η Ειρήνη», να το Έπος. «Το Κράτος του Ζόφου», να το Δράμα. Από το πρώτο του διήγημα «Παιδικά χρόνια» ως τα στερνά ευαγγελικά του κηρύγματα, να η Λύρα!
*Κείμενο του μεγάλου Κωστή Παλαμά για τον Λέοντα Τολστόι, γραμμένο λίγο μετά το θάνατο του κορυφαίου ρώσου μυθιστοριογράφου, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρωσικής λογοτεχνίας. Είχε δημοσιευτεί στο μηνιαίο εικονογραφημένο περιοδικό «Ο Καλλιτέχνης» (τεύχος υπ’ αριθμόν 9, Δεκέμβριος 1910), που εξέδιδε και διηύθυνε ο πολυπράγμων Γεράσιμος Βώκος (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927), λογοτέχνης, δημοσιογράφος και ζωγράφος, θείος του διακεκριμένου διανοητή Γεράσιμου Βώκου (1948-2019), καθηγητή Φιλοσοφίας.
Ο Λέων Τολστόι γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1828 (9 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στη Yasnaya Polyana (στο κτήμα της οικογενείας του) της ρωσικής επαρχίας Tula, και απεβίωσε στις 7 Νοεμβρίου 1910 (20 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στο Astapovo της ρωσικής επαρχίας Ryazan.
- H Aegeo Spas στην κορυφή της Ευρώπης και των World Luxury Spa Awards 2024
- Νέο πολιτικό σκηνικό – Η ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ, οι «νάρκες» για Μητσοτάκη και το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ
- Κόντρες και ειρωνίες στη Βουλή: «Αραιώσατε εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ…»
- Εθνική Ελλάδας: Αυτός είναι ο αντίπαλος της γαλανόλευκης στα playoffs του Nations League
- ΒΗΜΑ της Κυριακής: Όλες οι προσφορές που έρχονται στις 24 Νοεμβρίου
- Ρωσία: Οι ΗΠΑ «κατάλαβαν» το μήνυμα του Πούτιν με τον πύραυλο, λέει το Κρεμλίνο