COP27: Mια ακόμη σύνοδος για το περιβάλλον καταδικασμένη σε αποτυχία
Όλα δείχνουν ότι ούτε αυτή η σύνοδος θα αντιστρέψει την πορεία προς μια βέβαιη κλιματική καταστροφή
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Δεν είναι βέβαιο ότι το Σαρμ ελ Σέιχ ήταν η καταλληλότερη επιλογή για να πραγματοποιηθεί μια παγκόσμια σύνοδος για το περιβάλλον. Σε τελική ανάλυση, ως ένα ιδιαίτερα δημοφιλές τουριστικό θέρετρο που εξυπηρετείται κυρίως αεροπορικά, αποτελεί τμήμα του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, αφού οι αεροπορικές μετακινήσεις κατεξοχήν συμβάλλουν στις υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Ούτως ή άλλως, το βασικό πρόβλημα με αυτή τη σύνοδο, όπως και με τις προηγούμενες, είναι στην πραγματικότητα όχι μόνο απέχουμε από την επίτευξη των στόχων, αλλά μάλλον κινούμαστε και στην αντίθετη κατεύθυνση.
Ο στόχος του 1,5ο C έχει πια χαθεί
Ο πυρήνας της στρατηγικής που περιλαμβάνεται στις Συμφωνίες του Παρισιού, που ορίζουν εδώ και χρόνια τη παγκόσμια στοχοθεσία σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, είναι ότι πρέπει να διατηρηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη μέχρι το τέλος αιώνα στον 1,5ο C, σε σχέση με πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση, ή έστω να κινηθεί κάτω των 2ο C. Αυτή θα είναι μια αύξηση που θα προκαλέσει προβλήματα, αλλά όχι καταστροφικά.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή οι ρυθμοί με τους οποίους εφαρμόζονται τα σχετικά μέτρα και ο ρυθμός με τον οποίον στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζεται η προσπάθεια μείωσης έως και πλήρης εξάλειψης της χρήσης ορυκτών καυσίμων, σημαίνουν ότι η πραγματική αύξηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ, εάν τα πράγματα κινηθούν με τον τρόπο που κινούνται σήμερα, τότε μιλάμε για μια αύξηση στους 2,8 ο C. Ακόμη και εάν εφαρμοστούν οι τρέχουσες δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη, τότε και πάλι μιλάμε για μια αύξηση που θα κινείται σε 2,4-2,6ο C.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται πολύ μεγάλης κλίμακες τομές και ανατροπές για να μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι. Πιο συγκεκριμένα θα χρειαστούν μειώσεις των εκπομπών των αερίων που συμβάλλουν στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου» κατά 45% μέχρι το 2030 εάν θέλουμε να πετύχουμε τελικά τον στόχο του 1,5ο C και κατά 30% εάν θέλουμε να πετύχουμε τον πιο «μετριοπαθή» στόχο των 2ο C.
Για να κατανοήσουμε τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, αρκεί να αναλογιστούμε ότι οι εκτιμήσεις είναι ότι το 2021 οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κινήθηκαν στο επίπεδο ή και ξεπέρασαν αυτές του 2019.
Αρκεί επίσης να αναλογιστούμε ότι η πιο μεγάλη ετήσια πρόσφατη μείωση καταγράφηκε το 2020 όταν οι συνολικές εκπομπές υποχώρησαν κατά 4,7% κατά κύριο λόγο επειδή οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν κατά 5,6%. Μόνο που το 2020 ήταν η χρονιά των λοκντάουν (που έφτασαν να αφορούν πάνω από τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους) και της συνεπακόλουθης μαζικής μείωσης των μετακινήσεων αλλά και της για μεγάλα διαστήματα αναστολής και της λειτουργίας μεγάλων βιομηχανικών μονάδων παγκοσμίως.
Ο πλανήτης διαρκώς υπερθερμαίνεται
Το αποτέλεσμα είναι ο πλανήτης μας να γίνεται ολοένα και πιο ζεστός. Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα τις παραμονές της COP27, τα τελευταία 8 χρόνια ήταν τα πιο ζεστά από όταν έχουμε καταγεγραμμένα στοιχεία για τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη.
Την ίδια ώρα διαπιστώνεται ότι ο ρυθμός αύξησης της στάθμης των θαλασσών έχει διπλασιαστεί από 1993. Από τον Ιανουάριο του 2020 αυξήθηκε κατά 10 χιλιοστά. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια καλύπτουν το 10% της αύξησης της στάθμης από όταν ξεκίνησαν οι σχετικές μετρήσεις πριν από 30 χρόνια.
Στην Ευρώπη οι μέσες θερμοκρασίες έχουν αυξηθεί με ρυθμό διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ανάμεσα στο 1991 και το 2021 οι θερμοκρασίες στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί με ένα μέσο ρυθμό 0,5ο C ανά δεκαετία. Αυτό είχα σαν αποτέλεσμα, εκτός όλων των άλλων, να χάσουν οι αλπικοί παγετώνες περίπου 30 μέτρα πάγου ανάμεσα στο 1997 και το 2021, ενώ επιταχύνεται και το λιώσιμο των παγετώνων της Γροιλανδίας. Το Σεπτέμβριο του 2021 η έκταση του θαλάσσιου πάγου στο ευρωπαϊκό τμήμα του Αρκτικού Κύκλου ήταν κατά 37% μικρότερη από τον μέσο όρο της περιόδου 1981-2010.
Όλα αυτά οδήγησαν σε ένα σημαντικό αριθμό καταστροφών εξαιτίας κλιματικών φαινομένων, που είχαν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες θύματα, επηρέασαν άμεσα 510.000 ανθρώπους και είχαν κόστος που ξεπέρασε τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 84% αυτών των φαινομένων ήταν πλημμύρες ή καταιγίδες.
Και όλα αυτά παρότι η Ευρώπη είναι η περιοχή του πλανήτη όπου έχει γίνει η μεγαλύτερη πρόοδος ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Μόνο που το κλίμα είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Άπιαστος στόχος οι «μηδενικές εκπομπές»
Ως γνωστόν το κλειδί για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε την κλιματική καταστροφή είναι να μειώσουμε δραστικά τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αυτό θα σήμαινε ότι καταρχάς το 2030 θα είχαμε πετύχει μία μείωση ανάμεσα στο 25% και το 50% σχέση με τα επίπεδα πριν το 2019. Όμως, μια έκθεση του ΔΝΤ δείχνει ότι ακόμη και εάν όλες οι χώρες τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, οι συνολικές εκπομπές θα μειωθούν μόνο κατά 11%.
Όπως σημείωσε και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα το κενό ανάμεσα σε αυτό που απαιτείται και αυτό που δείχνει να γίνεται είναι τεράστιο: ισοδυναμεί με πάνω από πέντε φορές τις σημερινές ετήσιες εκπομπές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πέρσι ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας υπογράμμισε ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι για μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, χρειάζεται να μην υπάρξει καμία νέα έρευνα και ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όμως, αυτή η προειδοποίηση δεν πτόησε αρκετές κυβερνήσεις να δώσουν νέες άδειες για εξορύξεις, να αναζητούν συμφωνίες με Αφρικανικές χώρες για νέες εξορύξεις φυσικού αερίου, να κατασκευάζουν τερματικά για υγροποιημένο φυσικό αέριο, να αναγγέλλουν όπως η Κίνα το άνοιγμα νέων εργοστασίων που θα χρησιμοποιούν γαιάνθρακα, ή να προχωρούν, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης στην επανενεργοποίηση μονάδων γαιάνθρακα και λιγνίτη.
Η άνιση συνεισφορά στην κλιματική αλλαγή
Η ευθύνη για την κλιματική αλλαγή δεν κατανέμεται ισότιμα. Μια έρευνα του 2021 έδειξε ότι το πλουσιότερο 1% του πλανήτη, περίπου 63 εκατομμύρια, ευθύνεται για το 15% των συνολικών εκπομπών. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι η χρήση των ιδιωτικών γιοτ, ελικοπτέρων, αεροπλάνων και κατοικιών 20 δισεκατομμυριούχων κατά μέσο το 2018 είχαν ως αποτέλεσμα 8194 τόνους διοξειδίου του άνθρακα, κατά μέσο όρο, σε αντίθεση με τον μέσο όρο του 1,4 τόνου που παράγουν οι φτωχοί του πλανήτη (περίπου ένα δισεκατομμύριο). Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι οι επενδύσεις των 125 πλουσιότερων δισεκατομμυριούχων του πλανήτη εκπέμπουν πάνω από ένα εκατομμύριο περισσότερες φορές από την μέση εκπομπή ενός ανθρώπου που ανήκει στο μη προνομιούχο 90% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Μια ανάλυση που έκανε η ιστοσελίδα Carbon Brief που εξειδικεύεται σε υψηλού επιπέδου αναλύσεις για τα ζητήματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή έδειξε ότι αρκετές χώρες έχουν ελλειμματική οικονομική συνεισφορά στη μάχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 οι αναπτυγμένες χώρες συμφώνησαν να συνεισφέρουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2020 για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Εάν κατανείμουμε αυτό το στόχο με βάση την ιστορική συνεισφορά κάθε χώρας στις εκπομπές, τότε, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είχαν συνεισφέρει 39,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντιθέτως, έδωσαν το 2020 μόνο 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντιθέτως, χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία έχουν συνεισφέρει περισσότερο από όσο τους αναλογούσε.
Η αλλαγή είναι εφικτή αλλά απαιτεί συντονισμό και δημόσια δαπάνη
Και όμως όλα δείχνουν ότι ο στόχος αυτός δεν είναι τεχνικά ανέφικτος. Το ακριβώς αντίθετο, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι είναι εφικτό ένα σχέδιο ενεργειακής μετάβασης ως το 2060 που να σηματοδοτεί μια συνολική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα με ταυτόχρονη κάλυψη αυξημένων ενεργειακών αναγκών.
Μάλιστα υπάρχουν εκτιμήσεις ότι αυτό θα σήμαινε τελικά και μια μείωση του συνολικού ενεργειακού κόστους κατά 12 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως, για να φτάσουμε σε αυτόν τον στόχο χρειάζεται τώρα μεγάλος διεθνής συντονισμός και κυρίως μεγάλη κινητοποίηση πόρων που αναγκαστικά θα πρέπει να είναι και δημόσιοι. Και αυτό φαίνεται να ένα από τα προβλήματα που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε.
Η αμηχανία των κρατών
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα επίπεδο διεθνούς συντονισμού και δέσμευσης που δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό. Απαιτεί τη συντονισμένη διάθεση μεγάλων πόρων, που δεν είναι πέραν του εφικτού, αλλά είναι πέραν του συνηθισμένο, και που στο μέλλον στην πραγματικότητα θα έχουν απόσβεση στο μέλλον. Απαιτούν μια μεγάλη αναδιανομή προς όφελος του αναπτυσσόμενου κόσμου, αλλά και μεγάλο βαθμό συνεργασίας μεταξύ πόλων που σήμερα είναι κατά βάση σε σύγκρουση και ανταγωνισμό.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν είναι «τεχνικό», αλλά βαθιά πολιτικό. Και αυτό σηματοδοτεί την πραγματική διάσταση της σχεδόν προαναγγελθείσας αποτυχίας και της COP27.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις