Το Maestro και η εθνική μας μιζέρια
Η επιστροφή, με το «Maestro», του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στην τηλεόραση, τσάκισε από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, τα μηχανάκια που καταγράφουν την τηλεθέαση
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Στην Ελλάδα δεν είσαι μόνο ό,τι δηλώσεις όπως έλεγε ο Τσαρούχης – ή, τέλος πάντων, όποιος το έλεγε. Είσαι και ό,τι δεν δηλώσεις. Δηλαδή, αν δεν δηλώσεις θεατής της ελληνικής τηλεόρασης, υποτίθεται ότι αυξάνεις τα ποσοστά της κουλτούρας σου. (Η οποία κουλτούρα βέβαια είναι σαν τη μαρμελάδα. Οσο πιο λίγη έχεις, τόσο πιο πολύ την απλώνεις αλλά ας μην ανοίξουμε αυτήν την κουβέντα τώρα). «Α, εγώ δεν βλέπω τηλεόραση, δεν ξέρω τον τάδε και τη δείνα». Το λες και είναι σαν να υποδηλώνεις ότι στέκεσαι «μακριά από το αγριεμένο πλήθος» των πλεμπαίων στους οποίους σερβίρονται τα τηλεοπτικά σκουπίδια – αυτό είναι, πάνω – κάτω, το πνεύμα τέτοιων δηλώσεων.
Υπάρχει και μία άλλη αντίληψη που, επί της ουσίας, ακυρώνει την τηλεόραση, ένα μέσον που απευθύνεται σε ένα μαζικό, πιο μαζικό δεν γίνεται, κοινό. Οτι αν κάποιο πρόγραμμα κάνει χαμηλά νούμερα τηλεθέασης, πιθανότερο μοιάζει να είναι καλό αλλά ο χαμηλού επιπέδου θεατής που αποτελεί την πλειοψηφία, δεν το αντιλαμβάνεται. Οπως, για παράδειγμα, τα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά στην ΕΡΤ. Δεν πα’ να είναι καθηλωμένα ως προς την τηλεθέαση, εμείς οι βλάκες έχουμε το πρόβλημα που δεν καταλαβαίνουμε αυτό το αριστούργημα. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν κάτι. Δεν σημαίνει ότι μια τηλεοπτική εκπομπή που κάνει υψηλά νούμερα είναι οπωσδήποτε καλή. Αλλά όταν μια εκπομπή, και μάλιστα ψυχαγωγική και όχι «ειδικού ενδιαφέροντος», κάνει πολύ χαμηλά νούμερα, έχει οπωσδήποτε πρόβλημα. Και μην ακούσω κάτι τύπου «Για την ΕΡΤ, μια χαρά είναι». Πρόκειται για την αντίληψη «Bon pour l’ orient», άκρως προσβλητική για την ΕΡΤ που έχει βάλει – και μπράβο της – το μεγαλύτερο στοίχημά της εδώ και πολλά χρόνια. Η τηλεόραση είναι ένα «ψυχαγωγικό κουτί» που μπαίνει σε σπίτια από την Ορεστιάδα μέχρι τον Ζαρό. Δεν είναι διάλεξη στο Goethe.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία. Αυτοί που βρίζουν, κοροϊδεύουν, κράζουν, απαξιώνουν τα ελληνικά προγράμματα και ειδικά τα σίριαλ αλλά από τον τρόπο που το κάνουν καταλαβαίνεις ότι τα παρακολουθούν με θρησκευτική αφοσίωση.
Ολες οι παραπάνω κατηγορίες έχουν ένα κοινό – εκτός βέβαια από την αγωνία να δηλώσουν πόσο διαφορετικοί είναι, πόσο καλύτεροι από τους υπόλοιπους και πόσο «ψαγμένοι». Μεμψιμοιρούν για την τηλεόραση made in Greece που θεωρούν ότι δεν θα γίνει ποτέ BBC (παλαιότερα) ή Netflix (τα τελευταία χρόνια). Και έρχεται ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης με το «Maestro» και τους χαλάει τη συνταγή.
Ξινίλες
Η επιστροφή, με το «Maestro», του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στην τηλεόραση, τσάκισε από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, τα μηχανάκια που καταγράφουν την τηλεθέαση. Και, όπως λέμε στα σύγχρονα, «τρέλανε το Τwitter». Οι τηλεθεατές δηλαδή είχαν να πουν τα καλύτερα και ως προς το σύνολο και το τελικό αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς αλλά και για επιμέρους σκηνές και ερμηνείες όπως, για παράδειγμα, της Χάρης Αλεξίου και της Μαρίας Καβογιάννη. Υστερα ήρθαν οι μέλισσες.
Οπου «μέλισσες», αυτοί οι πολύ αφ’ υψηλού που ζουν ανάμεσά μας που όλα τα ξέρουν και όλα τα μαχαιρώνουν με το φαλτσετάκι της μεγάλης ιδέας που έχουν για την κρίση τους. «Δήθεν» σου λένε το σίριαλ του Παπακαλιάτη, με «κλεμμένες» σκηνές και ένα πνεύμα «Μα πώς κάνετε έτσι; Δεν έχετε δει ποτέ πραγματικά καλή τηλεόραση, γι’ αυτό».
Κι εκεί στο Netflix όπου και πολλή και την καλύτερη τηλεόραση έχουν δει, επιλέγουν το «Maestro» και το εντάσσουν στο πρόγραμμά τους. Το πρώτο ελληνικό σίριαλ στην πλατφόρμα που άλλαξε τα δεδομένα της τηλεόρασης. Μια δική μας σειρά που θα τη δουν σε όλον τον κόσμο ανάμεσα σε τηλεοπτικούς «κολοσσούς» τύπου «The Crown». Αλλά οι μουρμούρες τον χαβά τους.
Κάποτε οι δηκτικές δημοσιογραφικές κριτικές είχαν πέραση. Θεωρούνταν «νέο» είδος γραφής που δεν χαρίζει κάστανα. Η πέραση πέρασε και έμεινε μια βαλκανική μιζέρια σύμφωνα με την οποία, όταν προσπαθείς να μειώσεις το άξιο, αποκτάς λίγο από την αξία του ενώ, στην πραγματικότητα, αποκαλύπτεις το δικό σου «ανάξιον».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις