Η διαστροφή του πολέμου
Ποιος Μακιαβέλι, ποιος Κλάουζεβιτς και ποιος Οργουελ; Ο Θουκυδίδης τα λέει όλα δυόμισι χιλιετίες νωρίτερα
«Σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δεν φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ’ τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα, κι εντείνει την αγανάκτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει. Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού πρωτύτερα, προχωρούσε μακρύτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις. Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν’ αλλάξουν και τη συνηθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Ετσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλικαριά γι’ αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν’ αποφύγει κανείς τον κίνδυνο. Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Οποιος όμως προνοούσε, ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ’ ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον, άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε πρωτύτερα βάλει στο νου του».
Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, Ιστορία, Βιβλίο Γ’, παρ. 82, μτφρ. Ελλη Λαμπρίδη, Ι. Κακριδής, εκδ. Γκοβόστη, 1962
Νομίζω πως άξιζε που παραχώρησα σήμερα περισσότερο από τον μισό διαθέσιμο χώρο μου στον Θουκυδίδη· κάθε δική μου απόπειρα να συμπτύξω ή/και να διασκευάσω τη δική του γραπτή παρακαταθήκη, αυτήν την απέλπιδα προειδοποίηση προς τις μελλοντικές γενιές, θα φάνταζε χλωμή κι αμήχανη. Ψάρεψα το σχετικό απόσπασμα από τη «Νεοελληνική Γλώσσα» της Τρίτης Γυμνασίου, το εγκεκριμένο από το υπουργείο Παιδείας πόνημα, που έσπευσα ν’ αγοράσω για την κόρη μου και, ελέω γενικής απεργίας την Τετάρτη, άρχισα να το ξεφυλλίζω μέσα στο μικρό λεωφορείο της δημοτικής συγκοινωνίας, το μόνο που κυκλοφορούσε εκείνη την ημέρα. Με ένα ετεροχρονισμένο παράπονο σκέφτηκα ότι, ανάλογα αποσπάσματα, όχι μονάχα δεν φιλοξενούνταν στα δικά μας σχολικά εγχειρίδια, μα ούτε περνούσε καν τότε από το μυαλό των φιλολόγων να τα εντάξουν. Αλλοι καιροί, άλλα ήθη.
Ποιος Μακιαβέλι, ποιος Κλάουζεβιτς και ποιος Οργουελ; Ο Θουκυδίδης τα λέει όλα δυόμισι χιλιετίες νωρίτερα: από τη διαστροφή στα ήθη, την αντιμετάθεση των οδικών πινακίδων στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας, έως τη διαστροφή στο νόημα των λέξεων, την τόσο απαραίτητη προκειμένου να δικαιολογηθεί η προηγούμενη διαστροφή. Τριάντα τρία χρόνια από το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, όταν ένα στέλεχος της KGB αγωνιούσε για το μέλλον του, κι ενόσω αποχωρούν τα ρωσικά στρατεύματα από τη Χερσώνα, όπου τα έστειλε το ίδιο μοιραίο άτομο, αυτό ακριβώς το απόσπασμα θα του πρότεινα να διαβάσει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις