ΗΠΑ: Όταν οι πολιτικοί… επιλέγουν τους ψηφοφόρους
Πώς ο ανασχεδιασμός των εκλογικών περιφερειών «αλλοιώνει» τη λαϊκή ψήφο και τον εκλογικό «χάρτη» στις ΗΠΑ
«Οι ψηφοφόροι είναι αυτοί που πρέπει να επιλέγουν τους υποψήφιους. Όταν όμως οι νομοθέτες χαράσσουν τις γραμμές των περιφερειών για να εδραιώσουν την πολιτική δύναμη ενός κόμματος, κάποιες ψήφοι μετράνε περισσότερο από άλλες». Κάπως έτσι περιγράφει το Κέντρο Μπρέναν για τη Δημοκρατία μια συχνά αθέμιτη, αλλά πολύ… αμερικανική πρακτική που εφαρμόζουν εδώ και δεκαετίες τόσο οι Ρεπουμπλικανοί, όσοι και οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ.
Θεωρητικά πρόκειται για μια καθόλα νόμιμη και δημοκρατική διαδικασία, με… ευγενείς δημοκρατικές προθέσεις.
Αφορά στην πληθυσμιακά αναλογική αναδιανομή των 435 εδρών της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων, με βάση τα δεδομένα της εκάστοτε απογραφής που γίνεται στις ΗΠΑ ανά δεκαετία.
Κατά συνέπεια αυτό επηρεάζει και τις ισάρριθμες εκλογικές περιφέρειες ανά πολιτεία, με εκ νέου σχεδιασμό όπου απαιτείται από τα νέα δημογραφικά στοιχεία.
Εξαίρεση αποτελούν 6 από τις συνολικά 50 πολιτείες, που λόγω πληθυσμού είναι μονοεδρικές και ως εκ τούτου ως εκλογική περιφέρεια λαμβάνεται είναι όλη η πολιτεία.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, αυτός ο ανασχεδιασμός πρέπει να γίνεται αναλογικά και δίκαια, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις -πολλώ μάλλον εθνοτικών και φυλετικών μειονοτήτων.
Στην πράξη ωστόσο συμβαίνει συχνά ακριβώς το αντίθετο.
«Παραχαράσσοντας» τον εκλογικό χάρτη
Η διαδικασία οριοθέτησης των νέων εκλογικών περιφερειών διαφέρει από πολιτεία σε πολιτεία, ανάλογα με τους ισχύοντες σε καθεμία νόμους.
Σε ορισμένες το έργο αναλαμβάνουν ανεξάρτητες επιτροπές, συνήθως διακομματικές. Στις μισές από τις 50 πολιτείες ωστόσο το λόγο έχουν τα νομοθετικά τους σώματα (πολιτειακές Βουλές και Γερουσίες), που ελέγχονται από τους Δημοκρατικούς ή τους Ρεπουμπλικανούς.
Σε ορισμένες χρειάζεται η συγκατάθεση του κυβερνήτη. Εάν προέρχονται από το ίδιο κόμμα, τότε στη διαδικασία αυτή κρατούν γερά «το μαχαίρι και το πεπόνι».
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι πλειοψηφίες λειτουργούν με μικροκομματικά κίνητρα στην καθορισμό νέων εκλογικών περιφερειών -όποτε τους δίνεται αυτή η δυνατότητα- επιδιώκοντας την ενίσχυση της δικής τους εκλογικής βάσης, την αποδυνάμωση εκείνης των αντιπάλων και κατ’ επέκταση την αύξηση των πιθανοτήτων επικράτησης των εκάστοτε δικών τους υποψηφίων.
Αυτό άλλωστε δεν επηρεάζει αποκλειστικά και μόνο την εκπροσώπηση στην ομοσπονδιακή Βουλή. Το συνολικό μέγεθος της αντιπροσωπείας μιας πολιτείας στο Κογκρέσο (που εκτός από τον αριθμό των βουλευτών, περιλαμβάνει σταθερά 2 γερουσιαστές για κάθε πολιτεία) καθορίζει επίσης και το μέγεθος της ανά τετραετία εκπροσώπησής της στο Σώμα των Εκλεκτόρων, το οποίο με τη σειρά του εκλέγει τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Εξ ου και ορισμένες φορές μπορεί στον Λευκό Οίκο να αναδειχθεί κάποιος υποψήφιος που έχει μεν εξασφαλίσει τον απαιτούμενο αριθμό εκλεκτόρων (270), όχι όμως και τη λαϊκή ψήφο.
Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, που επικράτησε της Χίλαρι Κλίντον, παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατική τότε προεδρική υποψήφια είχε λάβει 3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους στην κάλπη.
Η προηγούμενη ήταν το 2000, όταν ο Δημοκρατικός Αλ Γκορ είχε το 48,4% της λαϊκής ψήφου, αλλά εξελέγη ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος εξασφαλίζοντας με 271 εκλέκτορες, αν και με ποσοστό 47,9%.
Ανακατεύοντας την «τράπουλα» των ψηφοφόρων
Ανεξαρτήτως πληθυσμού, κάθε πολιτεία έχει συνταγματικά εγγυημένη τουλάχιστον μία έδρα στη Βουλή και δύο έδρες στη Γερουσία.
Η τελευταία απογραφή ήταν το 2020 και οι αλλαγές που έφερε στην ανακατανομή των ομοσπονδιακών βουλευτικών εδρών εν πολλοίς συνδιαμορφώνουν τώρα, με τις ενδιάμεσες εκλογές, τις νέες πολιτικές ισορροπίες στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Βάσει των νέων στοιχείων που προέκυψαν (εν μέσω μετεγκατάστασης σημαντικού μέρους του πληθυσμού, σημειωτέον, λόγω της πανδημίας της COVID-19 και των οικονομικών συνεπειών της), επτά από τις συνολικά 50 αμερικανικές πολιτείες έχασαν μία από τις βουλευτικές έδρες τους. Οι περισσότερες πρόσκεινται φιλικά προς τους Δημοκρατικούς.
Έξι αντίθετα -στις περισσότερες εκ των οποίων πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικανοί- είδαν την εκπροσώπησή τους να ενισχύεται. Οι πέντε εξασφάλισαν μια επιπλέον έδρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η μοναδική που έλαβε δύο επιπλέον έδρες ήταν το Τέξας (φτάνοντας τις 38), καθώς ο πληθυσμός της πολιτείας αυξήθηκε κατά τέσσερα εκατομμύρια την προηγούμενη δεκαετία.
Κάπως έτσι λοιπόν η κομητεία του Φορτ Μπεντ -η εθνοτικά πιο ποικιλόμορφη στις ΗΠΑ- έγινε ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα για το πώς αυτή η διαδικασία του κατά το δοκούν ανασχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών μπορεί να γίνει μια αθέμιτη, αντιδημοκρατική πρακτική μόχλευσης της λαϊκής ψήφου.
Η περιοχή γνώρισε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση τα τελευταία χρόνια, με ισχυρό δέλεαρ τις τοπικές ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και ακινήτων. Το 2017, το περιοδικό Forbes κατέταξε το Φορτ Μπεντ ως την πέμπτη ταχύτερα αναπτυσσόμενη κομητεία στις ΗΠΑ.
Παραδόξως για τα δεδομένα του υπερσυντηρητικού Τέξας, το 95% των νέων κατοίκων προέρχονταν από φυλετικές μειονότητες.
Από 70% που ήταν οι λευκοί πριν από τρεις δεκαετίες, έγιναν πληθυσμιακά ισάριθμη κοινότητα με τους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους και τους ασιατικής καταγωγής κατοίκους του Φορτ Μπεντ, που το 2020 αριθμούσαν πια σε σύνολο πάνω από 820.000.
Όταν όμως οι ρεπουμπλικανικές αρχές κλήθηκαν να ανασχεδιάσουν τις εκλογικές περιφέρειες, οι αναλογίες αυτές άλλαξαν.
Καν’ το όπως… το Τέξας
Η πολυεθνοτική κομητεία του Φορτ Μπεντ «παντρεύτηκε» με άλλες δύο όμορες περιοχές, φτιάχνοντας την Εκλογική Περιφέρεια 22.
Κι έτσι, οι λευκοί Τεξανοί (παραδοσιακοί ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών) έγιναν η πλειοψηφία, με 54%, έναντι 23% που είναι οι Ισπανόφωνοι, 11% οι Αφροαμερικανοί και 10% οι ασιατικής καταγωγής ψηφοφόροι.
Αυτό πρακτικά συνεπάγεται ότι καθίσταται σχεδόν απίθανο να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος από τις τελευταίες τρεις φυλετικές ομάδες στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τα επόμενα 10 χρόνια και μέχρι να γίνει η επόμενη απογραφή πληθυσμού.
Προς επίρρωση, σε αυτές τις ενδιάμεσες εκλογές ήταν άνετη η επανεκλογή του Ρεπουμπλικανού βουλευτή Τρόι Νελς: ενός πρώην τοπικού σερίφη, ο οποίος κυκλοφόρησε φέτος και το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Η Μεγάλη Απάτη», υιοθετώντας πλήρως το ψευδές αφήγημα του αγαπημένου του Ντόναλντ Τραπ για νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Τότε, πριν την επαναχάραξη της εκλογικής περιφέρειας στο Φορτ Μπεντ, ο Τραμπ είχε κερδίσει το 49,7% των ψήφων έναντι 48,8% που απέσπασε ο Τζο Μπάιντεν. Με τη νέα σύνθεση της Εκλογικής Περιφέρειας 22, τα ποσοστά αυτά θα ήταν 57,3% έναντι 41,2%…
«Είναι η διαιώνιση ενός άδικου συστήματος σε βάρος των κοινοτήτων, που στην πραγματικότητα είναι η κινητήριος δύναμη για την οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη της πολιτείας», επισημαίνει ο Γιούρι Ρουντένσκι του Κέντρου Μπρέναν για τη Δικαιοσύνη.
Κατά του σχεδιασμού της Εκλογικής Περιφέρειας 22 έχουν κατατεθεί πάνω από δέκα αγωγές (όπως έχει συμβεί και σε άλλες πολιτείες όπου έχουν εφαρμοστεί ανάλογες αθέμιτες πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων των Δημοκρατικών).
Ωστόσο η εκδίκαση των προσφυγών και η έκδοση απόφασης θα διαρκέσει χρόνια. Πολλοί εκφράζουν φόβους ότι το θέμα μπορεί να μην έχει κάνει επιλυθεί μέχρι και την επόμενη απογραφή, το 2030…
Με το βλέμμα στο 2024
Έναν χρόνο πριν από την απογραφή του 2020, οι Δημοκρατικοί κατέθεσαν το νομοσχέδιο HR 1, γνωστό ως «Νόμος για τον Λαό», με το οποίο επιχείρησαν -μεταξύ άλλων- να αποτραπεί αυτή η εκλογική μόχλευση με τη χάραξη των εκλογικών περιφερειών, με την ανάθεση του έργου αποκλειστικά σε ανεξάρτητες επιτροπές.
Όσες φορές επιχείρησαν να το περάσουν στη Γερουσία, προσέκρουσαν πάνω στους Ρεπουμπλικανούς, ενίοτε και σε δύο αντιρρησίες γερουσιαστές των Δημοκρατικών και, σε κάθε περίπτωση, στη μη επίτευξη της αναγκαίας πλειοψηφίας δύο τρίτων στο διχασμένο σώμα.
Έκτοτε, και οι Δημοκρατικοί προχώρησαν σε αμφιλεγόμενους ανασχεδιασμούς εκλογικών περιφερειών. Ορισμένοι, όπως στη Νέα Υόρκη, απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια.
Ακόμη πιο επιθετική τακτική έχουν πάντως εφαρμόσει οι Ρεπουμπλικανοί, ποντάροντας σε εκλογικά οφέλη. Το αποτέλεσμα, επισημαίνει σε σχετική ανάλυσή του το Politico, είναι να έχουν τώρα περιοριστεί σημαντικά οι εκλογικές περιφέρειες που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε «ντέρμπι».
Στις προεδρικές εκλογές του 2020, αναφέρει ενδεικτικά, υπήρχαν 51 όπου η «μονομαχία» Μπάιντεν-Τραμπ έληξε με διαφορά μόλις 5 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ του ενός ή του άλλου. Τώρα, ο αριθμός τους έχει περιοριστεί σε μόνο 34.
Στο μεγαλύτερο βαθμό, αυτή η μείωση οφείλεται στην επαναχάραξη του εκλογικού χάρτη μόνο μιας πολιτείας: του Τέξας. Προ της τελευταίας αναδιανομής εδρών, στα εδάφη της οι αμφίρροπες εκλογικές περιφέρειες ήταν 11. Τώρα, είναι μόλις μια.
Όμως το Τέξας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Μια άλλη είναι η Φλόριντα.
Σύμφωνα με τον παλιό χάρτη των εκλογικών περιφερειών, ο Τραμπ κέρδισε 15 από τις 27 περιφέρειες (55%) το 2020, ενώ απέσπασε λίγο πάνω από το 51% των ψήφων σε πολιτειακό επίπεδο. Βάσει του νέου χάρτη που προώθησε ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης Ρον ΝτεΣάντις, ο Τραμπ πρόεδρος θα είχε κερδίσει 20 από τις 28 περιφέρειες.
Αλλά ίσως να μην ήταν αυτό ακριβώς που είχε κατά νου ενόψει του 2024 ο 44χρονος Ρον, που τώρα συγκαταλέγεται στους μεγάλους νικητές των ενδιάμεσων εκλογών, θεωρείται το νέο «αστέρι» των Ρεπουμπλικανών και προβάλλει ως πιθανός προεδρικός υποψήφιος του κόμματος σε μια διετία…
- Κιμ Γιονγκ Ουν: Προειδοποιεί για κίνδυνο πυρηνικού πολέμου
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Στα «ΝΕΑ» της Παρασκευής: Μια αλλαγή που ανατρέπει το σκηνικό
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο
- Θα μπουν οι ΗΠΑ στο στόχαστρο των εκδικητών ομολόγων;
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Μπασκόνια