Παρά τις ανακοινώσεις της τουρκικής κυβέρνησης ότι διαλεύκανε την υπόθεση της τρομοκρατικής επίθεσης στην πολυσύχναστη Ιστικλάλ της Κωνσταντινούπολης, είναι βέβαιο ότι αρκετά σημεία παραμένουν ακόμη ασαφή.

Δεν έχει απαντηθεί, για παράδειγμα, γιατί το PKK, που έχει αρνηθεί κάθε ευθύνη για την επίθεση, αποφάσισε να κάνει ένα είδος «τυφλής επίθεσης», σε ένα πολυσύχναστο πέρασμα ανθρώπων, αρκετοί εκ των οποίων, εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης είναι κουρδικής καταγωγής, δηλαδή να διαλέξει ένα είδος επίθεσης που κυρίως έχουν επιλέξει διάφορες ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες. Ή γιατί την επίθεση την πραγματοποίησαν οι κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία, αντί για τον ίδιο τον υπαρκτό παράνομο μηχανισμό του PKK στην Τουρκία. Ή γιατί θα σχεδιαζόταν μια επίθεση με τέτοιο τρόπο που θα ήταν εύκολο μετά για τις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας να εντοπίσουν τους δράστες, καθώς η συλληφθείσα ήταν εύκολο να εντοπιστεί από τις πάρα πολλές κάμερες που υπάρχουν στην περιοχή.

Η προσπάθεια αξιοποίησης της επίθεσης

Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την τουρκική κυβέρνηση να αξιοποιήσει πολύ γρήγορα την επίθεση για να περάσει το μήνυμά της.

Η επικέντρωση αμέσως όχι απλώς στους Κούρδους και το PKK, αλλά πολύ περισσότερο στους Κούρδους της Συρίας και τις δυνάμεις πολιτοφυλακής τους YPG, δεν είναι άσχετη με την επίμονη προσπάθεια της Τουρκίας να εξασφαλίσει την ανοχή και των ΗΠΑ και της Ρωσίας για μια ακόμη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση σε βάρος των περιοχών της Συρίας που ελέγχονται από τις κουρδικές δυνάμεις. Μια επιχείρηση στην οποία έχουν φέρει αντιρρήσεις μέχρι τώρα και οι ΗΠΑ, γιατί αντιμετωπίζουν τους Κούρδους στη Συρία ως τους βασικότερους συνεργάτες τους εκεί, εξ ου και η διατήρηση αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας εκεί, όσο και η Ρωσία γιατί θεωρεί ότι τέτοιες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καθυστερούν ακόμη περισσότερο τον στόχο της πολιτικής ενοποίησης της Συρίας υπό την κυβέρνηση της Δαμασκού. Εξ ου και η επίμονη αναφορά της τουρκικής κυβέρνησης ότι η εντολή για την επίθεση δόθηκα από το Κομπάνι, δηλαδή από τις αυτόνομες περιοχές των Κούρδων στο συριακό έδαφος. Ενώ δεν μοιάζει τυχαίο ότι ανακοινώθηκε η βασική ύποπτη κατάγεται από την Αφρίν, την κουρδικής πλειοψηφίας περιοχή στη Συρία που κατέλαβαν το 2018 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μαζί με τις συνεργαζόμενες με την Τουρκία δυνάμεις του Συριακού Εθνικού Στρατού.

Και βέβαια οι τουρκικές αρχές δεν έχασαν την ευκαιρία να στρέψουν τα βέλη τους προς την Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η ύποπτη μετά θα διέφευγε προς την Ελλάδα. Άλλωστε, παγίως η τουρκική ρητορική αναφέρεται σε στρατόπεδα εκπαίδευσης Κούρδων μαχητών στην Ελλάδα, παρότι βεβαίως είναι προφανές ότι το PKK έχει  αρκετές βάσεις σε περιοχές όπως το Ιρακινό Κουρδιστάν και τη Συρία για να μη χρειάζεται βάσεις που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να έχει στην Ελλάδα. Όμως, αποτελεί πάγιο τμήμα της τουρκικής ρητορικής η διαρκής επαναφορά του θέματος ότι η Ελλάδα δήθεν υποστηρίζει το PKK.

Βεβαίως τα πυρά της τουρκικής κυβέρνησης δεν στράφηκαν μόνο προς τους Κούρδους. Η αναφορά Σοϊλού ότι δεν θα δεχθούν συλλυπητήρια από την αμερικανική πρεσβεία επίσης δεν ήταν τυχαία, αφού η Τουρκία πάντα κατηγορεί τις ΗΠΑ για την υποστήριξη που παρέχουν στους Κούρδους της Συρίας.

 

Η Τουρκία σε κρίσιμη καμπή

Όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε μια τυχαία στιγμή. Η Τουρκία είναι σε μια καμπή ως προς την παρουσία και την επέμβασή της στη Συρία. Προσπαθεί να διευρύνει τη «ζώνη ασφαλείας» που έχει, αλλά, όπως είπαμε προσκρούει πάνω στις αντιρρήσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας, την ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσει την προβληματική κατάσταση των ομάδων που απαρτίζουν τον Συριακό Εθνικό Στρατό που υποστηρίζει (και εξοπλίζει), μέσα από την προσπάθεια να προσεγγίσει την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (τη μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στη Συρία που διατηρεί τον έλεγχο στην Ιντλίμπ).

Είναι ταυτόχρονα μια περίοδος όπου η Τουρκία επιδιώκει να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παρουσίας ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Συρία στο τουρκικό έδαφος, που φαίνεται ότι πλέον δεν αντιμετωπίζονται με τα ίδια αισθήματα αλληλεγγύης από την τουρκική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η τουρκική κυβέρνηση θέλει να διαμορφώσει ένα κλίμα για τη μετεγκατάστασή τους πίσω στη Συρία. Η απόδοση της ευθύνης για την επίθεση σε κάποιους που έρχονται από εκεί εν μέρει διευκολύνει και αυτή τη στοχοθεσία. Ιδίως από τη στιγμή που η Τουρκία έχει μπει σε μια προεκλογική περίοδο έντονη και με την επανεκλογή Ερντογάν κάθε άλλο παρά δεδομένη να είναι, κάτι που τον κάνει και ακόμη και πιο αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο και να εκμεταλλευτεί κάθε περίσταση που θεωρεί «ευνοϊκή».

Η πραγματική ανησυχία

Ωστόσο όλα αυτά δεν αναιρούν και την πραγματική ανησυχία της Άγκυρας, ανεξαρτήτως του πώς διαχειρίζεται την υπόθεση. Η τουρκική κυβέρνηση δεν θέλει να ξαναδεί η συριακή εμπλοκή να μεταφράζεται και σε νέο κύκλο τρομοκρατικών επιθέσεων στο έδαφός της, γιατί αυτό θα υπονόμευε την εικόνα σταθερότητας και ισχύος που θέλει να προβάλει. Και βέβαια έχοντας επιλέξει μια εξωτερική πολιτική με ουκ ολίγα ανοιχτά μέτωπα και ισορροπίες πραγματικά δύσκολες, ενδεικτικές αυτές που αφορούν τη Ρωσία, πάντα πρέπει να διαχειριστεί το φόβο ότι διάφορα κέντρα μπορεί και να θέλουν να της στείλουν κάποιου είδους προειδοποιητικό μήνυμα.*