Δημήτρης Ποταμίτης: Ο ποιητής της σκηνής που δεν δίστασε να χάσει όλες τις οικονομίες του για το εναλλακτικό θέατρο
Ένας καλλιτέχνης ρομαντικός επαναστάτης, ο οποίος δεν συμβιβάστηκε σε νόρμες και κρατικές κλίκες ή μηχανισμούς, μέχρι που κατέληξε να φύγει από τη ζωή μόνος του βάζοντας λουκέτο στη θεατρική στέγη που είχε επενδύσει όλες τις οικονομίες του.
Ο Δημήτρη Ποταμίτης, έφυγε πικραμένος από τη ζωή στις 26 Φεβρουαρίου 2003. Ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα, με πρωτοποριακό μυαλό και ιδέες. Τολμηρός, πρωτοπόρος, ασυμβίβαστος, ευρηματικός, ιδεοποιός.
Θεατρικός ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής συνέδεσε τη δραστηριότητά του με το Θέατρο Έρευνας στου Ζωγράφου. Ένα θεατρικό όραμα που αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και αμέτρητα οικονομικά προβλήματα μέχρι που το 2002 έκλεισε οριστικά.
Ο ταλαντούχος ηθοποιός δεν δίσταζε να συγκρουστεί πολλές φορές με το Υπουργείο Πολιτισμού κατηγορώντας το για το πώς δίνονται οι επιχορηγήσεις. Ονειρευόταν και υποστήριζε δημόσια, ότι το θέατρο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μορφή έμπνευσης για τους μελλοντικούς πολιτικούς. Ανήκε στους καλλιτέχνες που ήθελε να τονίζει τις ανεπάρκειες και τα τραύματα της κοινωνίας.
Λίγο πριν πεθάνει έστειλε επιστολή λέγοντας ότι εγκαταλείπει τη θεατρική δραστηριότητα του θεάτρου Ερευνας ύστερα από 29 χρόνια. Τότε μάλιστα είχε μιλήσει για την «αισθητική του κουλτουριάρικου χαβαλέ ως θεατρική πρωτοπορία».
Διαβάστε επίσης: Δημήτριος Γούναρης: Τι θα συνέβαινε εάν δεν είχε απαρνηθεί τον εαυτό του;
Εφυγε μόνος, γράφοντας όμως μέχρι το τέλος ποιήματα που τα είχε παραδώσει σε εκδότη για δημοσίευση. Δυστυχώς δεν κατάφερε να επιστρέψει στη σκηνή, όπως είχε γραψει, όταν βέβαια «η μυθολογία ξαναδώσει τη θέση της στην ιστορία». «Ως ιδεολόγος και κυπριακό μουλάρι, δεν με ενδιέφερε αν θα πεινάσω».
Από την Αμμόχωστο, οι μεγάλες συνεργασίες, το όραμα για ένα ελεύθερο θέατρο
Γεννημένος στην Λεμεσό το 1945, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Αμμοχώστου και παρακολούθησε στη συνέχεια μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην Αθήνα, στο Εθνικό Θέατρο, ολοκλήρωσε και τις θεατρικές του σπουδές, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση το 1965 στην «Αλκηστη» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Κατράκη και την Ελσα Βεργή σε πολλά έργα, ενώ υπήρξε βασικό στέλεχος στο «Προσκήνιο» του Αλέξη Σολομού, με το οποίο δούλεψε επί πέντε χρόνια παίζοντας σε έργα των: Αριστοφάνη, Λόρκα, Ντοστογιέφσκι, Μολιέρου, Μπρεχτ.
Ο Δημήτρης Ποταμίτης ήταν πολυσύνθετο ταλέντο. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής, έγραψε πέντε ποιητικές συλλογές από το 1964 που πρωτοεμφανίστηκε με το «Συμπόσιο». Ακολούθησαν οι: «Δολοφονία των αγγέλων», «O άλλος Δημήτρης», «Ενα δέντρο που νομίζει πως είναι πουλί», «Το αρχαίο σαξόφωνο» και τα «Πυρηνικά ποιήματα». Ποιήματά του, δοκίμια και μελέτες δημοσιεύτηκαν σε πολλά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Πολωνικά.
Το 1972 αγοράζει τον παλαιό κινηματογράφο «Ρέα» στα Ιλίσια και το ονομάζει «Έρευνα». Μια κίνηση με τις οικονομίες της μητέρας του που δεν ξεπερνούσαν τις 30.000 δραχμές. Τα εγκαίνια έγιναν στις δύσκολες και ταραγμένες μέρες του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973.
Ήταν μάλιστα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο, περιφερειακά θέατρα της Αθήνας. Εκεί ξεκίνησε με το «Αύγουστε Αύγουστε» του Κόχουτ.
Κάθε χρόνο ταξίδευε στο Λονδίνο για να δει παραστάσεις και να φέρει πρωτοποριακές ιδέες.
Δεν δίστασε να φέρει το γυμνό στο ελληνικό θέατρο
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρχαν δύο θεατρικοί σκηνοθέτες, που τολμούσαν. Ο Δημήτρης Κολλάτος και ο Δημήτρης Ποταμίτης.
Το γυμνό έμπαινε με φόρα στο θέατρο και ο Ποταμίτης ήταν από εκείνους που είχαν ισχυρή άποψη για το θέμα. Αυτή την άποψη την καταθέτει, τον Φλεβάρη του ’75, στο «Έκβους» του Peter Shaffer, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.
Πριν γίνει πασίγνωστο και στην Ελλάδα μέσω της ταινίας (1977) του Sidney Lumet με τον Richard Burton, o Ποταμίτης που έχει δει το «Έκβους» προφανώς στο Λονδίνο, ανεβάζει στο Θέατρο Έρευνας (σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη) αυτό το καταπληκτικό στόρι, γράφοντας ιστορία.
Πώς ονειρεύονταν το παιδικό θέατρο
Παράλληλα δραστηριοποίησε και την παιδική σκηνή η οποία επί χρόνια ήταν η θεατρική στέγη πολλών παιδιών, μαζί με εκείνη της Ξένιας Καλογεροπούλου. Από τα παιδικά του έργα τα «Ανάποδα παραμύθια» και οι «Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη», ανέβηκαν και στο εξωτερικό όπως στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, τη Σουηδία, το Μεξικό κ. α.
«Ανέβασα για τα παιδιά ένα παλιό γνωστό παραμύθι, τον Πήτερ Παν, διασκευασμένο. Θέλησα να κάνω ένα πείραμα. Είχα την πεποίθηση πως η αγνότητά τους θα τα έκανε καλύτερους δέκτες πάνω σε θεατρικές αναγκαίες καινοτομίες, παρά τους προκατειλημμένους μεγάλους. Αποστασιοποίησα τον Πήτερ Παν χρησιμοποιώντας όμως την ίδια μέθοδο αποστασιοποίησης, που χρησιμοποιούν τα παιδιά στα παιγνίδια τους. Έτσι, παίζοντας, τα παιδιά υπερασπίστηκαν το καράβι των πειρατών από εφημερίδες, την ξανθιά κοπέλα με τον γαλάζιο μανδύα που έκανε την θάλασσα, την βάρκα με τα ανθρώπινα πόδια που «εβάδιζε επί των υδάτων», το εσωτερικό πέταγμα της φαντασίας με κλειστά μάτια , που αντικατέστησε το «αληθινό» με τις τροχαλίες των παραδοσιακών θεάτρων». (συνέντευξη του στον τόμο Χρονικό του 74).
Πολυποίκιλο θεατρικό ρεπερτόριο με σπουδαίες ερμηνείες
Επί τρεις σχεδόν δεκαετίες στα Ιλίσια, ανέβασε έργα των Σάφερ, Ουάιλντ, Κάφκα, Μανιώτη, Πόμεραντ, Γουότερχάουζ, δικά του κ. α. Ανάμεσα σε αυτά που σημείωσαν επιτυχία ήταν τα έργα: «Αύγουστε, Αύγουστε», «Εκβους», «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», «Ανθρωπος ελέφαντας», «Μπίλι ο ψεύτης», «H μεταμόρφωση», «Κοινή Λογική», «Ασκηση πέντε δακτύλων», «Οι τελευταίες περιπέτειες του Αδάμ και της Εύας», «O κύριος και ο Παρασκευάς», «O Ελληνας βάτραχος» κ. ά. Το τελευταίο έργο στο οποίο έπαιξε ήταν «Το σκοτεινό αντικείμενο του πάθους» που έγραψε με τη Σ. Κομνηνού κ. ά.
H άποψη του για τον τύπο
«Tο κοινό του 1973 ήταν άνθρωποι πραγματικά θεατρόφιλοι. Σήμερα τα MME έχουν αλλάξει την παιδεία του κοινού. Tο έχουν αποπροσανατολίσει σε οτιδήποτε ευτελές και χυδαίο. Eμείς διατηρούμε ως γρανίτη το μόνιμο κοινό μας που δεν είναι μιας συγκεκριμένης ηλικίας, αλλά μιας κοινής αισθητικής. Δεν είναι λίγοι οι νέοι, φανατικοί της Κεντρικής Σκηνής που μας λένε “εμείς εδώ μεγαλώσαμε, παρακολουθώντας την Παιδική Σκηνή».
Στο λεύκωμα για τα εικοσάχρονα του Θεάτρου Έρευνας, ο ίδιος γράφει
«Ονειρεύτηκα τον ρόλο ενός Μύστη, όχι την τάξη ενός επαγγελματία ή τον ρομαντισμό ενός ερασιτέχνη. Πρότυπά μου εκείνοι οι Θιβετιανοί μοναχοί, που μια ζωή σκαλίζουν το ίδιο λουλούδι σʼ ένα ξύλο. Με την επανάληψη φτάνεις στη μεταφυσική, όπως λέει ο Σαρτρ. Πόση ταπείνωση θέλουν βέβαια όλα αυτά, όση αρετή και τόλμη η ελευθερία. Το σύμπαν του Θεού θα σωθεί από το σύμπαν του Καλλιτέχνη. Κι αυτή θαʼναι η ταπεινή ανταπόδοση του Ανθρώπου στον Δημιουργό του».
Η αγωνία του για την Κύπρο
Στις συναντήσεις με τους φίλους του αναφερόταν συχνά στο Κυπριακό και στα κακώς κείμενα του τόπου μας, εκφράζοντας τον πόνο που ένοιωθε. Στο βιβλίο του Εσωτερικός Μετανάστης (εκδ. Δελφίνι, 1995) γράφει μεταξύ άλλων: «Η βία των όπλων. Η βία των τάνκς. Η βία του μαὐρου. Ο φασισμός του Χίτλερ, του Αττίλα, του Εβρέν, του Γκαλτιέρι. Ο φασισμός του Ιωαννίδη. Τον είδαμε,… του αντισταθήκαμε, τον νικήσαμε. Μα ο φασισμός είναι πάνω απ όλα μια νοοτροπία… Ποιός θα μας γλιτώσει από τον φασισμό του καταναλωτισμού… των δημαγωγών, τον φασισμό της έμμεσης πλύσης εγκεφάλου, τον φασισμό του δήθεν; Ποιός θα μας γλιτώσει από τις χούντες του κοσμικού «προμόσιον»… «Απʼ αυτόν τον… δημοκρατικώτατο φασισμό ποιος θα μας γλιτώσει;»
Το τέλος
Στις 26 Φεβρουαρίου του 2003, ο Ποταμίτης λύγισε στο Νοσοκομείο «Μεταξά» έπειτα από πολύμηνη μάχη με ανίατη ασθένεια. Το θέατρο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου Ζωγράφου και μετονομάστηκε σε «Θέατρο Δημήτρη Ποταμίτη».
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, του Διεθνούς Κέντρου Θεάτρου κ. ά.
- Στέφανος Κασσελάκης: Στο «μικροσκόπιο» της Εισαγγελίας η πισίνα στο ακίνητο του στις Σπέτσες
- Γεροβασίλη: Η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ χάθηκε μόνο «στα χαρτιά»
- Πέθανε ο επιχειρηματίας Δημήτρης Χαΐτογλου
- ΛΕΞ: Συντονιστείτε, έρχεται νέο άλμπουμ απόψε τα μεσάνυχτα
- Άρης: Θλάση στους προσαγωγούς ο Κουάισον
- Το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ στον Πέρσιβαλ Έβερετ για τη διασκευή του Μαρκ Τουέιν