Τα τρία λεπτά που ζωντανεύουν ένα εξοντωμένο εβραϊκό παρελθόν
Χρησιμοποιώντας υλικό από μια τρίλεπτη ερασιτεχνική ταινία που γυρίστηκε το 1938, το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Three Minutes: A Lengthening» για μια εβραϊκή πόλη στην Πολωνία είναι ένας στοιχειωμένος διαλογισμός πάνω στη μνήμη του Ολοκαυτώματος.
Το 2009, ο συγγραφέας Glenn Kurtz ανακάλυψε στη σοφίτα του σπιτιού των γονιών του στη Φλόριντα μια κακοποιημένη τρίλεπτη ταινία. Το φιλμ αυτό, ένα είδος σπιτικής ταινίας διακοπών που γυρίστηκε το 1938 από τον παππού του Kurtz, David Kurtz, περιέχει φαινομενικά αθώα πλάνα από την πολωνική πόλη Nasielsk – τη γενέτειρα του David καθώς και μία από τις εκατοντάδες εβραϊκές κοινότητες που τελικά καταστράφηκαν από το Ολοκαύτωμα.
Όχι ότι δεν μπορεί κανείς να διακρίνει το απειλητικό πλαίσιο της ταινίας. Σιωπηλή και κοκκώδης, δείχνει παιδιά να συνωστίζονται γύρω από την κάμερα, γενειοφόρους γέροντες να κοιτάζουν από μακριά, ανθρώπους να ξεχύνονται από ένα κτήριο που μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει ότι είναι συναγωγή – αν κοιτάξει προσεκτικά.
Δείτε το τρέιλερ
Οι άνθρωποι που ήρθαν και έφυγαν
To «Three Minutes: A Lengthening» από την Ολλανδή σκηνοθέτη Bianca Stigter, είναι αφοσιωμένo ακριβώς σε αυτό: να κοιτάζει προσεκτικά. Οι εικόνες από την τρίλεπτη ταινία του David κόβονται και αποκαθίστανται, με αρκετές στιγμές να γυρίζουν πίσω και να παίζονται ξανά και ξανά αποτελώντας το σύνολο του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ της Stigter.
Το «Three Minutes» αντλεί από το βιβλίο του Kurtz, «Three Minutes in Poland», το οποίο καταγράφει τις προσπάθειες του συγγραφέα να αναγνωρίσει τους ανθρώπους της ταινίας, πολλοί από τους οποίους τελικά χάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το ντοκιμαντέρ της Stigter εκτυλίσσεται με τη φωνητική αφήγηση της ηθοποιού Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, καθώς και με φωνητικές μαρτυρίες του Kurtz και ορισμένων από τα άτομα που βοήθησαν την έρευνά του.
Η τρίλεπτη ταινία του David μας δίνει πρόσβαση σε μια πραγματικότητα που δεν έχει αποτυπωθεί στην κάμερα, αυτή μιας κανονικής πολωνικής πόλης κατά τη διάρκεια εκείνης της προπολεμικής περιόδου, όταν η ζωή ήταν ακόμη φυσιολογική και ο κίνδυνος παρέμενε στη σκιά.
H Stigter και ο Kurtz καθοδηγούν τα βλέμματά μας, αποκαλύπτοντας τα τεράστια σύμπαντα που περιέχονται σε κάθε καρέ – από την πολιτική της γειτονιάς μέχρι το παρασκήνιο ενός τοπικού παντοπωλείου.
Το «Three Minutes» είναι κάτι περισσότερο από ένα ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα – είναι ένα ερευνητικό δράμα, ένας στοχασμός πάνω στην ηθική των κινούμενων εικόνων και μια ιστορία φαντασμάτων για ανθρώπους που μπορεί να ξεχαστούν αν θεωρήσουμε αυτές τις εικόνες δεδομένες.
Ποιος το γύρισε;
Ο άνθρωπος με την κάμερα ήταν ένας Νεοϋορκέζος που επισκέφθηκε την Πολωνία τον Αύγουστο του 1938 και τράβηξε το φιλμ στο Nasielsk, μια μικρή πόλη περίπου 30 μίλια βόρεια της Βαρσοβίας. Οι άνθρωποι που φωτογράφισε ήταν οι Εβραίοι του Nasielsk, οι οποίοι αποτελούσαν σχεδόν τον μισό πληθυσμό της πόλης και οι οποίοι, όπως και οι υπόλοιποι Εβραίοι της Ευρώπης, θα καταδικάζονταν σύντομα σε θάνατο από τους Ναζί. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται στο κάδρο – κάθε ηλικιωμένος με μούσι, κάθε μητέρα με μαντήλι, κάθε κόρη με πλεξούδες, κάθε γυναίκα με παλτό και κάθε αγόρι που χαμογελάει και χαιρετάει την κάμερα – είναι κάποιος που, τον επόμενο χρόνο, θα μεταφερόταν από το Nasielsk και θα περιοριζόταν σε ένα γκέτο και στη συνέχεια, τρία χρόνια μετά, θα μεταφερόταν από το γκέτο στο στρατόπεδο θανάτου της Treblinka, όπου θα μπαίνανε στον θάλαμο αερίων.
Οι ειδικοί συντηρητές είπαν ότι αν ο συγγραφέας Glenn Kurtz τους είχε δώσει την ταινία ένα μήνα αργότερα, θα ήταν πολύ αργά. Το σελιλόιντ είχε συρρικνωθεί, είχε βυθιστεί και είχε λυγίσει, υποκύπτοντας σε μια καταστροφή γνωστή ως «σύνδρομο του ξυδιού». Όπως και να ‘χει, κατάφεραν να το σώσουν από τη λήθη και να το βάλουν στον ιστότοπο του Μουσείου Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ όπως είπαμε και παραπάνω ο Kurtz έγραψε ένα βιβλίο – «Three Minutes in Poland» – για την εμπειρία αυτή, το οποίο εκδόθηκε το 2014.
Σιωπηλά και στοιχειωμένα πλάνα
Μια Ολλανδή κριτικός κινηματογράφου και ιστορικός, η Bianca Stigter, έπεσε τυχαία πάνω στην ιστορία μέσω μιας ανάρτησης στο Facebook. Στη συνέχεια έκανε κλικ και παρακολούθησε τα σιωπηλά και στοιχειωμένα πλάνα. «Αμέσως με γοήτευσε πολύ» λέει.
«Φυσικά, αυτού του είδους το υλικό είναι σπάνιο, αλλά σε χρώμα είναι ακόμη πιο σπάνιο και σου δίνει μια πολύ διαφορετική σχέση με αυτό που βλέπεις. Το κάνει πολύ πιο ζωντανό και το νιώθεις πολύ πιο κοντά σου. Και το παρακολουθούσα – έμπαινα πραγματικά σε αυτό – και μετά τελείωσε». Τότε ήταν που της ήρθε η ιδέα: «Δεν θα ήταν υπέροχο αν μπορούσαμε να το κάνουμε να διαρκέσει περισσότερο με κάποιο τρόπο, να κρατήσουμε αυτό το παρελθόν στο παρόν μας για λίγο περισσότερο;» εξηγεί η Stitger.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις