Κιτς Christmas Time: Παραδώσου στην αυθεντική αισθητική των Χριστουγέννων
Πόσα χρώματα χωράει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο; Όσα τύχει να βρεθούν επάνω του.
Δεν χρειάζεται γνώσεις κοινωνικού επιστήμονα για να το καταλάβεις. Είναι μάλλον απίθανο μέσα σε μια γενιά οι Έλληνες να αγάπησαν τους καθαρούς, σχεδόν άδειους χώρους, βαμμένους σε κάποια αδιάφορα κομψή απόχρωση του γκρι, επιπλωμένους αυστηρά σε τόνους του λευκού και διακοσμημένους με διακριτικές boho ή γεωμετρικές λεπτομέρειες, έτσι από μόνοι τους. Κι αν η μόδα και η ανάγκη μάς έριξαν στην παντοκρατορία του minimal, οφείλουμε τουλάχιστον να προστατεύσουμε τα Χριστούγεννα από την επέλασή του.
Για την ακρίβεια, ακόμη κι εκείνοι που προσηλυτίστηκαν στον μινιμαλισμό επειδή γοητεύτηκαν από την (ειλικρινή ή μη) φιλοσοφία του – τον περιορισμό του καταναλωτισμού, την ευκαιρία που τους προσφέρει να αδειάσουν το μυαλό τους από την υπερφόρτωση μιας καθημερινότητας ασφυκτικά γεμάτης από ερεθίσματα, την υπόσχεση ενός απλούστερου τρόπου ζωής – ή που έτυχε απλώς να ενθουσιαστούν εξ αρχής με αυτού του είδους την «καθαρή» αισθητική, έχουν αρκετούς λόγους να τον απαρνηθούν στη διάρκεια των γιορτών για χάρη του πατροπαράδοτου, αναπολογητικού κιτς.
Το μαξιμαλιστικό πνεύμα των Χριστουγέννων
Οι άνω των 30 μεγαλώσαμε κατά πλειοψηφία σε σπίτια με (αρκετά μίζερα) πλαστικά δέντρα, φορτωμένα με όσα στολίδια είχε αγοράσει η οικογένειά μας από καταβολής του εθίμου, τα οποία βάσει κάποιας αυθορμήτως zero waste φιλοσοφίας των γονιών μας απαγορευόταν να πεταχτούν ακόμη κι αν έφεραν ανάγλυφα όλα τα σημάδια της ηλικίας τους. Η χρωματική τους παλέτα κυμαινόταν από το στερεοτυπικά χριστουγεννιάτικο κόκκινο και χρυσό μέχρι το θαλασσί της θάλασσας, όλο το μπλε του χάρτη και το πιο κραυγαλέο φούξια. Πλάι στις κλασικές μπάλες συναντούσες αγγελάκια, τυμπανιστές και καμπανούλες σε κάθε πιθανό χρώμα και μέγεθος. Παράξενες και αναπάντεχα βαριές γιρλάντες αποτελούμενες από μεταλλικά μπαλάκια περιστρέφονταν γύρω από τα κλαδιά του, και τη βάση κοσμούσε μια φάτνη, από την οποία δεν αποκλείεται να είχε αποχωρήσει κάποιος μάγος, έχοντας ξεμείνει σε κάποια ανεξερεύνητη γωνιά του παταριού.
Και ξέρετε κάτι; Μέχρι να αγγίξουμε την ώριμη ηλικία των 12, λατρεύαμε αυτό το μάλλον παρανοϊκό δέντρο ακριβώς όπως ήταν. Όχι επειδή δεν είχαμε αναπτύξει ακόμη το εκλεπτυσμένο γούστο της εφηβείας (οι φωτογραφίες μας από το Γυμνάσιο τεκμηριώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι περισσότεροι ήμασταν σαφώς πιο κακόγουστοι από το δέντρο), αλλά γιατί κάπου τότε (οι πιο τυχεροί) σταματήσαμε να αντιλαμβανόμαστε και τα Χριστούγεννα ως κάτι το απολύτως μαγικό, ως μια περίοδο ταυτισμένη με τη ζεστασιά, το παιχνίδι και τα γλυκά.
Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε εκεί. Όμως, τουλάχιστον, μπορούμε να επισκεφθούμε την χαμένη μας παιδικότητα υποκύπτοντας στη γοητεία του κιτς.
Ξετυλίγοντας το φάντασμα των περσινών Χριστουγέννων
Η ευτυχία που μας προκαλούσε η διαδικασία του στολίσματος, άλλωστε, δεν προέκυπτε εξ ολοκλήρου από την αισθητική μας ικανοποίηση. Οι σκονισμένες κούτες που κατέβαιναν από το πατάρι ή ανέβαιναν από την αποθήκη, έκρυβαν μέσα τους θησαυρούς πάντα σε κάποιο βαθμό ξεχασμένους.
Έπειτα από τη συναρμολόγηση του δέντρου και το τέντωμα των κλαδιών του (κάθε χρονιά και λίγο πιο ξεδοντιασμένων για τις πιο φειδωλές – ή απλώς πιο φτωχές – οικογένειες), ακολουθούσε η ιεροτελεστία του ξετυλίγματος δεκάδων τσαλακωμένων φύλλων εφημερίδας, στο εσωτερικό των οποίων ποτέ δεν ήξερες ποιο γυαλιστερό στολίδι θα ανακαλύψεις.
Πιθανότατα, η ίδια ακριβώς σκηνή διαδραματίζεται ακόμη στο πατρικό μας κάθε χρόνο τέτοια εποχή, εν τη απουσία μας (και με το μαράζι που αυτή συνεπάγεται). Πιθανότατα όταν το επισκεπτόμαστε και πέφτουμε μούρη με μούρη με εκείνο το κρεμαστό πήλινο αγγελάκι που γράφει το όνομά μας, και το οποίο είχε ψήσει μια κουρασμένη νηπιαγωγός κάποια στιγμή στα βάθη των ‘90s, δεν στεκόμαστε στην αρμονία του χρωματικού του συνδυασμού με τα υπόλοιπα στολίδια.
Η νοσταλγία δεν είναι απαραιτήτως πράγμα θετικό – αντιθέτως, συχνά η θαλπωρή που μας προσφέρει δεν αξίζει τις παρενέργειές της. Όμως η περίοδος των γιορτών, μια από τις ελάχιστες που διαρρηγνύουν την ανελέητα γραμμική αντίληψή μας για τον χρόνο, είναι ακριβώς η στιγμή για να την αγκαλιάσουμε. Τι θα έχουν επάνω τους, άραγε, σε είκοσι χρόνια τα δικά μας παραφορτωμένα δέντρα;
Τα πλεονεκτήματα του κιτς
Έπειτα, το κιτς μπορεί να μην είναι τόσο ξεκούραστο για το μάτι – παρόλο που όλη αυτή η ομοιομορφία καταντά επίσης κουραστική – και ίσως δεν μας χαρίζει περγαμηνές υψηλής αισθητικής, έρχεται όμως με τα δικά του πλεονεκτήματα.
Πρώτα από όλα, είναι εξόχως συμπεριληπτικό. Όταν απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά του «καλού γούστου», μπορούμε να αφήσουμε για λίγο στην άκρη ανούσιους κανόνες και όρια και να (ξανα)μετατρέψουμε τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση σε ομαδική διαδικασία. Μπορούμε, επίσης, να πειραματιστούμε, εξερευνώντας το πού θα μπορούσε να μας οδηγήσει αυτού του είδους η ελευθερία, να βιώσουμε ξανά τη διαδικασία σαν παιχνίδι – και, ποιος ξέρει, να συναντηθούμε, ίσως, με το πραγματικά δικό μας γούστο, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ετερόκλητων ερεθισμάτων, προτιμήσεων και καταβολών, που είναι μάλλον απίθανο να ταυτίζεται με τις «ιδέες για χριστουγεννιάτικη διακόσμηση» στους πίνακες του Pinterest.
Ελπίζω πως έχουμε ξεπεράσει τη συζήτηση περί «υποχρεωτικής χαράς των Χριστουγέννων» – κυριολεκτικά κανείς δεν νοιάζεται για το αν τα λατρεύουμε ή τα μισούμε. Ξέρω, ωστόσο, με σχετική σιγουριά ότι, υποχρεωτική ή εκούσια, η χαρά δεν κρύβεται σε ομοιόμορφα λευκά στολίδια και ουδέτερα κίτρινα φωτάκια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις