Όλα ξεκίνησαν από ένα κορίτσι: τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Μαχσά Αμινί έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της στην Τεχεράνη χωρίς να γνωρίζει πως δεν θα ξαναγυρίσει. Δυόμιση μήνες μετά, το όνομά της είναι γνωστό σε όλον τον κόσμο. Οι τούφες που δεν κατάφεραν να μαζευτούν κάτω από την μαντίλα έγιναν σημαία και πρωτοσέλιδο στους New York Times. Χωρίς οργάνωση, χωρίς σημαντική δυτική στήριξη, χωρίς ιδιαίτερες πιθανότητες επιτυχίας, οι συνομήλικές της ανάγκασαν το ιρανικό καθεστώς να ανακοινώσει αλλαγές στην περιπολία της αστυνομίας ηθών -κι ας μην έχουμε καταλάβει ακόμη αν ισχύει η κατάργησή της ούτε αν αυτή θα εφαρμοστεί στην πράξη.

Το βήμα αυτό, την υποψία φόβου που διέκρινε για πρώτη φορά η παγκόσμια κοινότητα στα λόγια του γενικού εισαγγελέα, το έκαναν μόνες τους, με μοναδικά όπλα ένα ψαλίδι, ένα κινητό και το θάρρος που χρειάζεται κανείς για να κλείνει την πόρτα του σπιτιού του κάθε μέρα χωρίς να γνωρίζει αν θα ξαναγυρίσει.

Μετά την πρώτη φάση του #MeToo, οι γυναίκες του δυτικού κόσμου επέστρεψαν σε μια γνώριμη θέση, αυτή του «ειδικού» κοινού. Λίγο πιο φωνακλάδικο πια, λίγο πιο φαντεζί, αλλά σε κάθε περίπτωση περιορισμένης εμβέλειας. Στον δρόμο για την κάλπη θέλουν προσοχή και στοργή, θέλουν την Ναταλία τους, αλλά στο τέλος θεωρείται πως προσθέτουν μόνο κοινωνικό πρεστίζ -όπως λένε διαχρονικά οι εκλογολόγοι, δεν είναι ικανές να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις.

Πολλές φορές, χωρίς να το παραδέχονται φωναχτά, οι γυναίκες επαναπαύονται στα χαρακτηριστικά της μειονότητας -βολεύονται με ό,τι τους επιτρέπεται, διεκδικούν μόνο εντός πλαισίου, γνωρίζοντας πως δεν φτιάχνουν οι ίδιες τους κανόνες.

Η περίπτωση των ΗΠΑ έδειξε τι μπορεί να συμβεί αν το αποφασίσουν: όλοι επαινούσαν (ανώδυνα) το «girl power», όμως κανένας δεν πίστευε στα σοβαρά πως η απόφαση για τον περιορισμό των αμβλώσεων θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στις ενδιάμεσες εκλογές. Κι όμως, αυτό έγινε.

Τα κορίτσια του Ιράν ωστόσο δεν ήταν ποτέ κοινό, πόσο μάλλον «ειδικό». Ζουν εδώ και δεκαετίες μια φανερή και μια κρυφή ζωή, κουκουλωμένες όσο χρειάζεται για να μην συλληφθούν, τεστάροντας διαρκώς τα όρια του καθεστώτος από την πρώτη μέρα επιβολής του, το 1979.

Σταδιακά εξελίχθηκαν στον βασικό μοχλό προοδευτικών αλλαγών. Ηγούνται, παράγουν πολιτική, ανοίγουν την συζήτηση για την προσωπική επιλογή και την θρησκευτική ελευθερία, εμπνέοντας τους υπόλοιπους. Αναμετριούνται με την ιστορία της χώρας τους και αναγκάζουν τον αντίπαλό τους να υποχωρήσει. Κερδίζουν και χάνουν, ζουν και πεθαίνουν. Θέλουν να φτιάξουν τους κανόνες.

Πόσες μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως θα είχαμε τα κότσια να κάνουμε το ίδιο; Πόσες ελπίζουμε να μην χρειαστεί να το ανακαλύψουμε ποτέ;