Ελλειμματικός είναι ο προϋπολογισμός της φαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα, παρότι δεν υπάρχει καταγραφή για τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού σε θεραπείες. Μάλιστα η κρατική δαπάνη για φάρμακα είναι κάτω από το μισό της αντίστοιχης δαπάνης των χωρών του ευρωπαϊκού νότου.

Το συμπέρασμα προκύπτει από τις διαφορές που προκύπτουν από την συμμετοχή του κράτους σε αυτήν, σε σύγκριση με τις υποχρεωτικές επιστροφές clawback και rebate που καταβάλλει η φαρμακοβιομηχανία από την υπέρβαση των ορίων βάζει ο  προϋπολογισμός, αλλά και από τις αυξημένες καταβολές των ασθενών για την αγορά των φαρμάκων τους.

Καθώς γίνεται εμφανές ότι οι δυνατότητες του κράτους για πληρωμή των αναγκών  των ασθενών είναι περιορισμένες, το υπουργείο Υγείας ζητά εκπτώσεις από τις φαρμακευτικές που φτάνουν μέχρι και το 70% του τζίρου μεμονωμένων φαρμάκων, είτε αυτόματα μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, είτε απευθείας μέσω εμπιστευτικών συμβάσεων που υπογράφονται με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης.

Η επιβάρυνση αυτή γίνεται ολοένα και πιο πιεστική για τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες δυσανασχετούν και θέτουν ζήτημα λειτουργίας τους, επισημαίνοντας ότι αφενός κινδυνεύει ο απρόσκοπτος εφοδιασμός της αγοράς και αφετέρου προκαλείται καθυστέρηση στην είσοδο νέων φαρμάκων που βελτιώνουν τη θεραπεία των ασθενών, όμως είναι ακριβότερα.

Τι χρειάζεται να γίνει, για την εξομάλυνση της αγοράς φαρμάκου, συζητούν ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης και οι εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας της χώρας και συγκεκριμένα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) Ολύμπιος Παπαδημητρίου, η πρόεδρος του PhRMA Innovation Forum (PIF) Agatha Jakoncic και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) Θεόδωρος Τρύφων, σε ένα debate του in.gr

  1. Η φαρμακευτική δαπάνη είναι πολύ χαμηλή. Έχετε μετρήσει τι ποσό χρειάζεται για να καλυφθούν οι ανάγκες των ασθενών;

Θ. Πλεύρης: Για να μπορεί κάποιος να προσδιορίσει εάν η φαρμακευτική δαπάνη είναι χαμηλή ή υψηλή θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες ως προς τον έλεγχο της κατανάλωσης, αλλά και της δυνατότητας -μέσω διαπραγματεύσεων και διαγωνιστικών διαδικασιών- να λαμβάνουμε ως πολιτεία τις μεγαλύτερες δυνατές εκπτώσεις.

Δυστυχώς η χώρα μας παραμένει στην κατανάλωση αναλογικά με άλλες χώρες της Ε.Ε. σε πολύ υψηλό επίπεδο, ενώ παράλληλα το τελευταίο διάστημα υπάρχουν σαφείς κανόνες ως προς την Επιτροπή διαπραγματεύσεων για τις εκπτώσεις που θα δίνουν οι εταιρείες, αλλά και για την αύξηση των διαγωνιστικών διαδικασιών μέσω ΕΚΑΠΥ. Σίγουρα χρειάζεται και αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και αυτό ήδη έγινε έμμεσα από την κυβέρνηση της ΝΔ τόσο με την αφαίρεση των εμβολίων από αυτήν την δαπάνη, όσο και με το επενδυτικό clawback 250 εκ ευρώ, ενώ και για το 2023 βάση και της αύξησης του ΑΕΠ θα υπάρξει και αναλογική αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.

Ο. Παπαδημητρίου: H δαπάνη για φάρμακα είναι ένα μέγεθος που σε κάθε ευνομούμενη χώρα αυξάνεται σε ετήσια βάση, κατά ένα μέσο ποσοστό της τάξης του 6%, προ της πανδημίας της COVID-19, βάσει της μελέτης της Deloitte για «Μια Βιώσιμη Πολιτική Υγείας στην Ελλάδα» (2020). Η πανδημία φαίνεται να αύξησε έτι περαιτέρω την ανάγκη για χρήση φαρμάκων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη χώρα μας η συνολική δημόσια δαπάνη για φάρμακα τα τελευταία 10 χρόνια -ακόμη και στην μετά COVID εποχή- κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα, λίγο πιο πάνω από 2,5 δις ευρώ, ενώ η συνολική φαρμακευτική δαπάνη αυξάνεται μόνο για φέτος συνολικά με ποσοστό 8% – στα ιδιωτικά φαρμακεία με 6,3% (στοιχεία IQVIA) και στα Νοσοκομεία με 12,5% – έναντι πέρσι. Η Πολιτεία όχι μόνο δεν αναπροσαρμόζει επί σειρά ετών τη δημόσια δαπάνη για το φάρμακο, αλλά δεν λαμβάνει ουσιαστικά κανένα μέτρο για να περιορίσει την εξέλιξη της ζήτησης!

Έτσι  φτάσαμε για παράδειγμα στο σημείο, ειδικά στα νοσοκομεία, η δημόσια κατά κεφαλή φαρμακευτική δαπάνη, να υστερεί σημαντικά κατά -52% και -63% έναντι της Νότιας Ευρώπης και της Δυτικής Ευρώπης, αντίστοιχα.

Ως συνέπεια της συνεχούς υποχρηματοδότησης της δαπάνης και του πλημμελούς ελέγχου των πρακτικών συνταγογράφησης, παρουσιάζεται η ανεξέλεγκτη υπέρβασή της, την οποία επωμίζονται αφενός οι φαρμακευτικές εταιρίες μέσω της υποχρεωτικής υπερφορολόγησής τους (clawback και rebates που ξεπερνούν κατά περίπτωση ακόμη και το 70% των πωλήσεων ενός προϊόντος) και αφετέρου οι ασθενείς με την αυξημένη συμμετοχή τους.

Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα χρειάζεται τουλάχιστον μια εφάπαξ χρηματοδοτική ενίσχυση της δημόσιας δαπάνης κατά 400-500 εκατ.  ευρώ και από εκεί και πέρα ετήσιες αναπροσαρμογές τουλάχιστον 2-3%. Αυτά βέβαια με την υπόθεση ότι η κυβέρνηση θέλει να εξασφαλίσει την πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες, ότι λαμβάνει υπόψη της τις επιδημιολογικές τάσεις στον πληθυσμό και ότι ενδιαφέρεται για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας.

Agata Jakoncic: Ακριβής μέτρηση δεν μπορεί δυστυχώς να υπάρξει όσο δεν προχωρεί η πλήρης ψηφιοποίηση του υγειονομικού μας συστήματος. Μπορούν ασφαλώς να γίνουν εκτιμήσεις με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η ετήσια δαπάνη κυμαίνεται συνολικά σε ένα ποσό κοντά στα 4,5 δις ευρώ. Βεβαίως πρόκειται για έναν δείκτη του ύψους των αναγκών, δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η δαπάνη αυτή πρέπει να εξορθολογιστεί. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας πως ο αντίστοιχος ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός δεν ξεπερνάει τα 2,5 δις. ευρώ, αντιλαμβανόμαστε πόσο ανεπαρκής είναι η δημόσια χρηματοδότηση.

Θ. Τρύφων: Είναι δεδομένο ότι παρά την προσπάθεια της Πολιτείας για την δημιουργία εξοικονομήσεων, οι δημόσιοι προϋπολογισμοί για το φάρμακο δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών. Αυτό άλλωστε δείχνουν τα συνεχώς αυξανόμενα ποσά υποχρεωτικών επιστροφών με τα οποία επιβαρύνεται η φαρμακοβιομηχανία, λόγω της υπέρβασης των ορίων των προϋπολογισμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012, όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, το clawback ανήλθε σε 78 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος αναμένεται να υπερβεί τα 1.350 εκατ. ευρώ, με τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο στον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία να βρίσκεται στα 2.600 εκατ. ευρώ. Πουθενά αλλού στον κόσμο η φαρμακοβιομηχανία δεν επιβαρύνεται με τόσο υψηλές επιστροφές.

Η καθήλωση των φαρμακευτικών προϋπολογισμών επί σειρά ετών, δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς οι ανάγκες των ασθενών αυξάνονται ενώ και οι νέες ακριβές θεραπείες δημιουργούν κάθε χρόνο νέα δαπάνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα Ανάκαμψης για την Υγεία, προβλέπει ενίσχυση των φαρμακευτικών προϋπολογισμών στην -πολύ πιθανή- περίπτωση που οι στόχοι μείωσης του clawback για τα έτη 2022-2025 δεν επιτευχθούν. Η αύξηση θα μπορεί να φθάνει τα 50 εκ. το 2022, τα 150 εκατ. το 2023, τα 300 εκατ. το 2024 και τα 400 εκατ. το 2025. Ακόμη, η νομοθεσία προβλέπει την αύξηση της χρηματοδότησης των φαρμακευτικών προϋπολογισμών ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, αναμένεται να υπερβεί το 6% για το 2022, ποσοστό που  αναλογεί σε μια αύξηση της τάξης των 150 εκατ. ευρώ.

  1. Τα διαρθρωτικά μέτρα που περιλαμβάνουν και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα πόσο μπορούν να μειώσουν τη φαρμακευτική δαπάνη;

Θ. Πλεύρης: Εάν υπολογίσουμε ότι το clawback σε όλα τα επίπεδα της φαρμακευτικής δαπάνης κινείται στο 1,5 δις ευρώ, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι ένα μέρος αυτού συνδέεται με εκπτώσεις που πρέπει να δώσουν οι εταιρείες μέσω των διαπραγματεύσεων, ένα μέρος μείωση της κατανάλωσης με θεραπευτικά πρωτόκολλά και ένα τρίτο μέρος συνδέεται με αύξηση του προϋπολογισμού. Ήδη το 2022 προχωρήσαμε στα ακόλουθα διαρθρωτικά μέτρα: ενισχύσαμε τις διαπραγματεύσεις επιδιώκοντας εκπτώσεις τόσο στα καινοτόμα και ακριβά φάρμακα όσο και στα φάρμακα μικρής θεραπευτικής αξίας και ήδη έκλεισαν διαπραγματεύσεις που μειώνουν κατά πολύ τη δαπάνη, πολύ λελογισμένα παρεμβήκαμε σε θέματα που συνδυάζονται με συμμετοχή ή κάλυψη ανασφαλίστων, ο ΕΟΠΥΥ ενίσχυσε τους «κόφτες» ως προς την συνταγογράφηση, και παράλληλα, επεξεργαζόμαστε τις 10 πιο δαπανηρές κατηγορίες ώστε να ενταχθούν αυτές σε θεραπευτικά πρωτόκολλά ή να επικαιροποιηθούν τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που υπάρχουν. Η άσκηση είναι αρκετά σύνθετη, αλλά σε συνδυασμό με τα ψηφιακά εργαλεία πιστεύουμε ότι κάθε χρόνος από εδώ και πέρα θα είναι καλύτερος.

Ο. Παπαδημητρίου: Τα εργαλεία που χρειαζόμαστε και πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα είναι:

  • ορθή εφαρμογή θεραπευτικών και συνταγογραφικών πρωτοκόλλων,
  • ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς,
  • διασύνδεση των εργαστηριακών εξετάσεων με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση,
  • εισαγωγή επιτέλους της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα Νοσοκομεία,
  • διενέργεια διαγωνισμών στα Νοσοκομεία κοκ.

Με αυτά τα διαρθρωτικά μέτρα θα σταθεί πρωτίστως δυνατή η μεγάλη αλλαγή νοοτροπίας που χρειάζεται. Θα αρχίσει να γίνεται συνείδηση ότι η αποτελεσματική χρήση των διατιθέμενων πόρων είναι ίσως πιο σημαντική από την μονοσήμαντη αύξηση των πόρων. Και αν συμβεί αυτό θα μπορούμε να μιλάμε για στήριξη της βιωσιμότητας του συστήματος. Φυσικά έτσι μπορεί να ελεγχθεί σημαντικά η ζήτηση, κι αν δεν μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη, τουλάχιστον να συγκρατηθεί η αύξησή της.

Ένα αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα υγείας σημαίνει ότι ο ΕΟΠΥΥ και το υπουργείο Υγείας σαν εποπτικές αρχές θα εποπτεύουν την πορεία της δαπάνης και θα προλαμβάνουν ή και θα τιμωρούν τις αστοχίες, όπου αυτές παρουσιάζονται.

Agata Jakoncic: Αναμφίβολα θα συμβάλουν καταλυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Πέρα από τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που αναφέρετε, στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και ο έλεγχος της συνταγογράφησης, η συνταγογράφηση βάσει ενδείξεων, το μητρώο ασθενών, ο ατομικός ηλεκτρονικός φάκελος υγείας και άλλα διαρθρωτικά μέτρα. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών είναι για την καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία επιτακτική και αποτελεί πάγιο αίτημά μας. Κάποια πράγματα έχουν υλοποιηθεί, όμως θα πρέπει η ψηφιοποίηση να προχωρήσει πιο γρήγορα και σε όλο το εύρος του υγειονομικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα ότι στα νοσοκομεία σχεδόν τίποτα δεν γίνεται ηλεκτρονικά κι έτσι εμποδίζεται η δυνατότητα εξορθολογισμού και τελικά μείωσης της δαπάνης.

Θ. Τρύφων: Υπό την παρούσα μορφή τους, τα θεραπευτικά πρωτόκολλα συνταγογράφησης έχουν μάλλον επιστημονικό, παρά αποζημιωτικό χαρακτήρα. Τα πρωτόκολλα θα μπορούν να καταστούν αποδοτικά και ως εργαλεία για την παραγωγή εξοικονομήσεων, μόνο εφόσον διασυνδεθούν λειτουργικά με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων. Αυτό σημαίνει την αυτόματη εισαγωγή στο φάκελο του ασθενή των αποτελεσμάτων των διαγνώσεων, ως κριτήριο προκειμένου να ξεκλειδώνουν τα επόμενα βήματα του πρωτοκόλλου που επιτρέπουν τη χρήση ακριβότερων φαρμάκων.

  1. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτή η μείωση στη θεραπεία των ασθενών και, τελικά, στο προσδόκιμο επιβίωσης;

Θ. Πλεύρης: Με απόλυτη σαφήνεια επισημαίνουμε ότι κανένας πολίτης δεν στερείται θεραπεία. Αντιθέτως, η χώρα μας δείχνει ότι έχει μεγαλύτερη κατανάλωση σε ακριβές θεραπείες απ’ ότι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και εκεί ακριβώς στοχεύουμε. Συχνά η φαρμακοβιομηχανία με εγκαλεί ότι με τα μέτρα που λαμβάνουμε τα 5 ή 6 φάρμακα από αυτά που διαθέτουν τα διαθέτουν δωρεάν. Αυτό έχει και την ανάγνωση ότι διασφαλίζουμε για τον πολίτη τα καλύτερα φάρμακα στις καλύτερες τιμές πιέζοντας και τις εταιρείες να δώσουν εκπτώσεις. Επιθυμία μας ωστόσο, είναι η πίεση αυτή να μη μεταφέρεται μόνο στις εκπτώσεις, αλλά και στον έλεγχο της κατανάλωσης. Άρα το αφήγημα ότι ο ασθενής θα επηρεαστεί στις θεραπείες του, δεν ισχύει, διότι η χώρα μας παραμένει ελκυστική στο να έρχονται νέα φάρμακα.

Ο. Παπαδημητρίου: Με την ορθολογική εφαρμογή των πρωτοκόλλων θα εξασφαλιστεί χώρος για νέα, καινοτόμα φάρμακα που έρχονται στην αγορά. Σήμερα περισσότερα από 8.000 νέα μόρια βρίσκονται υπό ανάπτυξη παγκοσμίως και οι μελλοντικές θεραπευτικές επιλογές για πολλές ασθένειες, υπόσχονται καλύτερες θεραπευτικές εκβάσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια. Από στοιχεία της πρόσφατης μελέτης της EFPIA/IQVIA, το 2021 πήραν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου (ΕΜΑ) άδεια κυκλοφορίας στην αγορά 92 φάρμακα, εκ των οποίων τα 54 είναι νέες δραστικές ουσίες, δηλαδή, μια αύξηση 30% στον αριθμό νέων δραστικών ουσιών που εγκρίθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020.

Επιπλέον, η φαρμακευτική καινοτομία εκφράζεται – ήδη σε κάποιο βαθμό και θα είναι περισσότερο στο μέλλον – με γονιδιακές θεραπείες και εξατομικευμένες θεραπείες, οι οποίες θα αποτελέσουν πρόκληση για όλα τα συστήματα υγείας και ειδικά το δικό μας. Θα πρέπει να μας απασχολήσει πώς θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις, ώστε να καταστεί διαθέσιμη αυτή η καινοτομία. Είναι απαραίτητη η σταδιακή βελτίωση της χρηματοδότησης του φαρμάκου, η ορθολογική συνταγογράφηση των υπαρχουσών και των μελλοντικών θεραπειών, αλλά και η σωστή αξιολόγηση της καινοτομίας από τις επιτροπές ΗΤΑ.

Agata Jakoncic: Αν η μείωση της δαπάνης προκύψει σαν αποτέλεσμα του εξορθολογισμού του συστήματος και της πλήρους ψηφιοποίησης και εφαρμογής των διαρθρωτικών μέτρων, όχι μόνο δεν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις, αλλά θα ωφεληθούν πρώτοι απ’ όλους οι ασθενείς και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στη χώρα. Αυτό είναι και το ουσιαστικό ζητούμενο. Αυτό δείχνει η διεθνής πρακτική και εκεί επιδιώκουμε να φτάσουμε. Κάθε ασθενής να παίρνει την κατάλληλη θεραπεία στον κατάλληλο χρόνο. Για το λόγο αυτό ήταν πάγιο αίτημά μας η επαναλειτουργία και η ουσιαστική ενίσχυση της Επιτροπής Παρακολούθησης της Φαρμακευτικής Δαπάνης που ήταν για χρόνια ανενεργή. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βγει πολλαπλά ωφελημένη σε όλα τα επίπεδα και να καταστεί διεθνές παράδειγμα, αρκεί να μη χάσει άλλο χρόνο στην εφαρμογής των διαρθρωτικών μέτρων.

Θ. Τρύφων: Είναι δεδομένο ότι η αξία των θεραπευτικών πρωτοκόλλων αφορά πρωτίστως στον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και της χρήσης των φαρμάκων με στόχο την βελτίωση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας. Παρόλα αυτά, η εμπειρία και τα διαθέσιμα στοιχεία συνηγορούν στο ότι οι ασθενείς θα μπορούσαν να απολαμβάνουν τα ίδια ή καλύτερα και ασφαλέστερα θεραπευτικά αποτελέσματα με τη χρήση καταξιωμένων φαρμάκων με σαφώς μικρότερο κόστος για τους ίδιους, αλλά και για το σύστημα φαρμακευτικής φροντίδας.

  1. Πρόσφατος διαχωρισμός του clawback για φάρμακα ακριβά και μη, πυροδότησε αντιδράσεις για τα φάρμακα καινοτομίας. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται η κατάσταση;

Θ. Πλεύρης: Στόχος μας είναι να ενισχυθεί η καινοτομία στη χώρα μας και αυτό το αποδεικνύουμε καθημερινά με τα χρηματοδοτικά εργαλεία που δίνουμε. Ωστόσο, υπάρχει κοινή αντίληψη ότι η καινοτομία είναι απαραίτητη εκεί ακριβώς που έχει και συγκριτικό όφελος έναντι των άλλων θεραπειών.

Διότι η καινοτομία συνδυάζεται και με πολύ πιο ακριβά φάρμακα.

Ο διαχωρισμός του προϋπολογισμού είναι αποτέλεσμα μίας συνολικής πολιτικής που έχει τους εξής άξονες:

  1. Όποιος προκαλεί υπέρβαση στην δαπάνη θα πρέπει αναλογικά να την επωμίζεται περισσότερο από άλλους που δεν προκαλούν,
  2. Τα καινοτόμα φάρμακα θα πρέπει να ακολουθήσουν την οδό της διαπραγμάτευσης μέσω της Επιτροπής και να προσχωρήσουν σε εκπτώσεις όπως γίνεται σε όλη την Ε.Ε. και
  3. Τα καινοτόμα φάρμακα θα πρέπει να πείσουν και για τον όγκο που θα έχουν στις θεραπείες, καθώς στόχος της καινοτομίας είναι να την λαμβάνει αυτός που πραγματικά την έχει ανάγκη.

Ο. Παπαδημητρίου: Έχουμε κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί ότι οι μεταβολές στην κατανομή του clawback δεν είναι το μέτρο που θα λύσει το πρόβλημα του μεγέθους του clawback. Όμως διαχρονικά οι κυβερνήσεις, αντί να ασχοληθούν με το πρόβλημα στην ουσία του, ασχολούνται με την εξυπηρέτηση αιτημάτων διαφόρων ομάδων εταιρειών ή προϊόντων που διαμορφώνουν την φαρμακευτική δαπάνη. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερες εντάσεις στην αγορά, περισσότερη αδιαφάνεια και πολυπλοκότητα, ενώ δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες του προβλήματος.

Η κατάτμηση της δημόσιας δαπάνης με λογιστικούς όρους, δημιουργεί ευνοούμενους και αδικούμενους, αλλά από μόνη της δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταθέτει ένα μέρος του προβλήματος στο μέλλον, πιθανά όμως μεγεθύνει ένα μέρος του προβλήματος στο παρόν. Το Υπουργείο Υγείας θεωρεί τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις αποκλειστικά υπεύθυνες για την ανοδική πορεία της φαρμακευτικής δαπάνης και δεν βλέπει την ανάγκη αναπροσαρμογής της συνεισφοράς του δημοσίου σε αυτήν, με αποτέλεσμα να καταλογίζει ολοένα και μεγαλύτερες υποχρεωτικές επιστροφές στις επιχειρήσεις, επιστροφές που ξεπερνούν κατά περίπτωση το 70% των πωλήσεών τους. Την ίδια στιγμή δεν έχει καμία διάθεση να ασχοληθεί και με όσους άλλους εταίρους συμμετέχουν στη διαμόρφωση του μεγέθους της φαρμακευτικής δαπάνης.

Δυστυχώς είναι θέμα χρόνου αυτή η προσέγγιση να κλείσει την πόρτα στις νέες θεραπείες στην Ελλάδα, στερώντας τες από τους ασθενείς ενώ θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια από την φαρμακοβιομηχανία να διατηρήσει στην αγορά και αρκετά από τα υπάρχοντα φάρμακα…

Agata Jakoncic: Οι αντιδράσεις οφείλονται στις στρεβλώσεις που δημιουργούνται από τις πολιτικές επιλογές. Έχουμε εξηγήσει με σαφήνεια σε όλους τους τόνους ότι ο ισχύων διαχωρισμός δημιουργεί ανισότητες στη μεταχείριση μεταξύ εταιρειών, θεραπειών και τελικά ασθενών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ως PIF επιμένουμε στη θέσπιση ενιαίου προϋπολογισμού για το φάρμακο και στην εφαρμογή κοινού ανώτατου ορίου επιστροφών για όλα τα φάρμακα, με στόχο ασφαλώς τη δυνατότητα των ασθενών στην Ελλάδα να έχουν πρόσβαση στις καλύτερες δυνατές θεραπείες. Η τρέχουσα πολιτική όχι μόνο δεν εξυπηρετεί αυτόν το στόχο, αλλά τον θέτει σε σοβαρό και απόλυτα  ρεαλιστικό κίνδυνο.

Θ. Τρύφων: H ρύθμιση για τον διαχωρισμό του προϋπολογισμού κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση γιατί διορθώνει μια τεράστια χρόνια στρέβλωση. Επί μια δεκαετία, η αύξηση της δαπάνης λόγω των νέων ακριβών φαρμάκων δημιουργούσε clawback το οποίο επιμεριζόταν άδικα και στα οικονομικά φάρμακα. Αυτός ο στρεβλός μηχανισμός επέβαλε τεράστιες επιβαρύνσεις σε οικονομικά φάρμακα των 3-5 ευρώ, υποχρεώνοντας πολλά από αυτά σε αναγκαστική απόσυρση καθώς η κυκλοφορία τους δεν ήταν βιώσιμη. Το κενό στη συνταγογράφηση καλυπτόταν γρήγορα με νεότερα ακριβότερα φάρμακα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου αύξησης της δαπάνης, υπερβάσεων του προϋπολογισμού και τελικά ολοένα υψηλότερου clawback. Κατά συνέπεια,  το πρόβλημα δεν θα πρέπει να εντοπίζεται στο πώς επιμερίζεται ο -ούτως ή άλλως- χαμηλός προϋπολογισμός, αλλά στην ξεκάθαρη πλέον ανάγκη για την συνολική αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για φάρμακα.