Ελευθερία του τύπου vs προστασίας της ιδιωτικής ζωής
Κάθε φορά ο Δικαστής οφείλει να εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις που απαρτίζουν κάθε υπόθεση
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Κρύο και καταιγίδες από το απόγευμα - Σε ποιες περιοχές θα χιονίσει
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
Σήμερα είναι επίκαιρο παρά ποτέ τόσο στο Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου ως στοιχείο του Κράτους Δικαίου, που θωρακίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αφενός οφείλουμε να διευρύνουμε τα όρια της Δημοκρατίας, αφετέρου να προασπίσουμε και την ιδιωτική ζωή όπως προστατεύεται από την ΕΣΔΑ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέχρι σήμερα, ασκεί ιδιαιτέρως αυστηρό έλεγχο και αναγνωρίζει στενό περιθώριο εκτίμησης ως προς την επιβολή περιορισμών από τα κράτη στο πεδίο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου. Η χώρα μας, όπως και άλλα κράτη, έχουν ελεγχθεί επανειλημμένως για δικαστικές αποφάσεις που έχουν σχέση με την παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του Τύπου, η οποία έχει συντελεσθεί είτε με ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις είτε με αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, που επιδικάζουν χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας.
Στην υπόθεση Κουτσολιώντου και Πανταζή κατά Ελλάδος, όπου οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση με χρηματική ποινή λόγω ενός επικριτικού για τη δράση πρώην τοπικού δημάρχου άρθρου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μια δήλωση μπορεί να θεωρηθεί επίμεμπτη αν τα πραγματικά περιστατικά είναι ανακριβή. Μια επιπλέον σοβαρή παράμετρος ελέγχου από το ΕΔΔΑ είναι η επιβληθείσα ποινή, το είδος και η βαρύτητά της. Στις υποθέσεις Melnychyk κατά Ουκρανίας και Kaperzynski κατά Πολωνίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η υποχρέωση δημοσίευσης διόρθωσης ή απάντησης του ζημιωθέντος όχι μόνο δεν είναι υπερβολική αλλά αντιθέτως συμβάλει θετικά. Αντιθέτως, στην περίπτωση Cumpana και Mazare κατά Ρουμανίας κρίθηκε ότι ποινική ή πειθαρχική ποινή κατά δημοσιογράφου προσκρούει στην ελευθερία του Τύπου.
Παράλληλα, στην περίπτωση Standard Verlagsgesellschaft mbH κατά Αυστρίας, όπου η Der Standard δημοσίευσε άρθρο σχολιάζοντας φήμες που σχετίζονταν με την κατάσταση του γάμου του τότε ομοσπονδιακού προέδρου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι σχόλια για την προσωπική ζωή ενός πολιτικού θεωρείται ότι δε συμβάλλουν στη δημόσια συζήτηση και δεν εμπίπτουν στην προστασία του αρ. 10 περί ελευθερίας του Τύπου. Αντιθέτως πληροφορίες για την υγεία ενός πολιτικού, μπορεί να είναι ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Τέλος, στην περίπτωση Vides Aizsardzibas Klvbs κατά Λετονίας, όπου υπήρξε καταδίκη για δημοσίευμα που καταλόγιζε στον τοπικό δήμαρχο ότι διευκόλυνε παράνομες οικοδομικές εργασίες, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κακόπιστη επίθεση σε πολιτικό αντίπαλο επί τη βάσει μη αξιόπιστων πληροφοριών αρνητικών στο πρόσωπο του θύματος, δεν καλύπτονται από την προστασία της ελευθερίας έκφρασης.
Από την νομολογία προκύπτει ότι το δίλημμα εντοπίζεται στο βαθμό της επιτρεπόμενης οξύτητας της έκφρασης όταν στρέφεται κατά της προσωπικότητας δημοσίου προσώπου. Εν προκειμένω, η προστασία της φήμης πρέπει να σταθμιστεί με την ελευθερία της έκφρασης. Τα όρια της αποδεκτής κριτικής κατά πολιτικού ή εν γένει καθ’ οιουδήποτε δημοσίου προσώπου, οφείλουν να είναι κατά πολύ ευρύτερα από τα συνήθη, καθώς αναπόφευκτα και εν γνώσει τους θέτουν τον εαυτό τους, κάθε λόγο και πράξη τους, υπό αυστηρό έλεγχο εκ μέρους του Τύπου, αλλά και της κοινής γνώμης και, επομένως, πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανοχή. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που ασκείται κριτική εκ μέρους του τύπου σε ορισμένο πρόσωπο στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου, η φήμη του προσώπου αυτού ως εγγενές στοιχείο της προσωπικής του ταυτότητας και της ψυχικής του ακεραιότητας προστατεύεται από το άρθρο 8 ΕΣΔΑ περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα στην έκφραση είναι ένα από τα σημαντικότερα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η άσκησή του μπορεί να γίνεται υπέρμετρα ασύδοτη. Κάθε φορά ο Δικαστής οφείλει να εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις που απαρτίζουν κάθε υπόθεση, όπως το πλαίσιο αυτής, την ιδιότητα του καταγγελλόμενου καθώς και τον επιδιωκόμενο σκοπό αυτού και σύμφωνα με αυτά και εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας κρίνει αν η εκάστοτε περίπτωση κινήθηκε στα πλαίσια της καλής πίστης ή μη, και αυτό αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και τον εκφερόμενο ως συκοφαντικό καταγγελτικό λόγο.
Ο Πάνος Αλεξανδρής είναι γενικός γραμματέας δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις