Βασίλης Μιχαηλίδης: Συ που σκοτώθης για το φως, σήκου να δεις τον ήλιο
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε το 1849 στο Λευκόνοικο, κωμόπολη της ανατολικής Κύπρου, ξακουστή από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Ένας θείος του, αδελφός της μάνας του, «ποιητάρης» και ζωγράφος, ο Χρύσανθος Παπακονόμος, ήταν εκείνος που προστάτευσε τον ορφανεμένο από μάνα Βασίλη, του δίδαξε τα πρώτα γράμματα και του κληροδότησε κατά τα φαινόμενα την ποιητική φλέβα.
Ένας άλλος θείος του, από την πλευρά του πατέρα του αυτός, ο Γιάννης Οικονομίδης, διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του νεαρού Βασίλη. Ο Οικονομίδης υπήρξε αρχικά διάκος, αργότερα δάσκαλος και σχολάρχης στη Λευκωσία, και τελικά μητροπολίτης Κιτίου με το όνομα Κυπριανός. Ήταν εκείνος που έδωσε τη δυνατότητα στον Βασίλη να φοιτήσει επί δύο έτη (1866-1868) στο Ελληνικό σχολείο που διηύθυνε ο ίδιος, στη Λευκωσία. Πέραν των μαθημάτων που παρακολούθησε στο Ελληνικό, ο Βασίλης είχε την ευκαιρία στη Λευκωσία να μαθητεύσει και στο εργαστήριο του αγιογράφου Χαράλαμπου Ζωγράφου.
Όταν ο θείος του χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιτίου, ο Βασίλης τον ακολούθησε στη μητρόπολη της Λάρνακας, αλλά σύντομα επέστρεψε στη Λευκωσία, προκειμένου να συμπληρώσει τις σπουδές του στην αγιογραφία. Εκείνη την περίοδο ο Μιχαηλίδης γνωρίστηκε αφενός με το διηγηματογράφο και ποιητή Γεώργιο Βιζυηνό (1849-1896), τότε σπουδαστή στο Σχολαρχείο Λευκωσίας, και αφετέρου με τον Στυλιανό Χουρμούζιο (1848-1936), μετέπειτα διαπρεπή μουσικοδιδάσκαλο, ιδρυτή και διευθυντή της εφημερίδας «Σάλπιγξ».
Λίγον καιρό αργότερα, πάντως, ο Μιχαηλίδης μετέβη εκ νέου στη μητρόπολη της Λάρνακας, όπου αρχικά επιδόθηκε στη ζωγραφική και διήγαγε βίο μοναστικό.
Όμως, το ζωηρό και ανήσυχο πνεύμα του ώθησε τον Μιχαηλίδη στην απόφαση να αποτινάξει τα δεσμά του μονότονου αυτού βίου. Έτσι, αξιοποιώντας τη φυσιογνωμία της Λάρνακας, της πόλης των προξενείων με τον κοσμοπολίτικο αέρα, γνωρίστηκε με το γαλλοκύπριο ποιητή Γουσταύο Λαφόν, με το λογοτέχνη και θεατρικό συγγραφέα Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη, καθώς και με άλλα σημαντικά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Τότε, το 1873, άρχισε να γράφει στίχους ρομαντικούς και να γίνεται δεκτός στα σαλόνια ως ταλαντούχος δημιουργός, ενώ συνέχιζε να ζωγραφίζει (θρησκευτικές εικόνες και προσωπογραφίες).
Η κοινωνία της Λάρνακας ξύπνησε, επίσης, το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη για την πολιτική και την πολιτική ποίηση, για τις τύχες της σκλαβωμένης πατρίδας του. Στη Λάρνακα, εξάλλου, τον χτύπησαν πρώτη φορά και τα βέλη του έρωτα, εξ ου και οι καθαρευουσιάνικοι στίχοι του με λυρικό ύφος και ρομαντική διάθεση.
Ακολούθησε ένα ταξίδι του Μιχαηλίδη στην Ιταλία, το 1875, με την οικονομική συνδρομή του θείου του, του μητροπολίτη Κιτίου, αλλά η εκεί παραμονή του δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Ο Μιχαηλίδης πέρασε στη συνέχεια στην Ελλάδα, για να λάβει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση των εδαφών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας (επανάσταση Ηπειροθεσσαλίας, 1878).
Μετά την υπογραφή της αγγλοτουρκικής Σύμβασης (Συνθήκης) της Κωνσταντινούπολης και την ουσιαστική παραχώρηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία, ο Μιχαηλίδης επέστρεψε στην πατρίδα του, στα τέλη του 1878. Αφίχθη στη Λεμεσό, πάμπτωχος και φορώντας την τιμημένη στρατιωτική στολή του. Εκεί, παρά τα πολύ σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, βρήκε τη δύναμη να στραφεί προς την ποίηση, αλλά και να συνεχίσει τη φιλότιμη προσπάθειά του να μορφωθεί περαιτέρω. Έγραψε ποιήματα πολιτικά, πατριωτικά, ερωτικά και σατιρικά. Η πρώτη του συλλογή («Η ασθενής λύρα») εκδόθηκε το 1882.
Δυστυχώς, η ποίηση δεν ήταν αρκετή ώστε να απολαύει ο Μιχαηλίδης ενός βίου αξιοπρεπούς. Έτσι, άρρωστος και αλκοολικός, χωρίς συγγενείς και με ελάχιστους φίλους, ο ποιητής κατέληξε στο πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Συντετριμμένος από το γεγονός αυτό, ο Μιχαηλίδης, ο τρόφιμος του πτωχοκομείου, έφυγε από τη ζωή στις 8 Δεκεμβρίου (25 Νοεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1917, ξημερώματα Σαββάτου προς Κυριακή, όπως είχε προφητεύσει ο ίδιος:
«Θεέ μου και να πέθανα ένα Σάββατο βράδυ· Την Κυριακή με το πρωί να κατεβώ στον Άδη».
Συ που σκοτώθης για το φως,
σήκου να δεις τον ήλιο·
ξύπνα να δεις το αίμα σου
πως έγινε βασίλειο.
«Τω απαγχονισθέντι Αρχιεπισκόπω Κύπρου Κυπριανώ». Ποιήματα, 1960. 3.
Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.
«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 177-186. Ποιήματα, 1960. 18.
Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.
Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.
«Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι Ελληνική», 131-150. Ποιήματα, 1960. 42.
*Τα ανωτέρω ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη προέρχονται από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού (snhell.gr).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις