Οι αντιπληθωριστικές πολιτικές, στις οποίες αυτή τη στιγμή στρέφονται οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο, στηρίζονται σε ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό σχήμα για τον πληθωρισμό.

Το σχήμα αυτό υποστηρίζει ότι αυτό που προκαλεί τον πληθωρισμό είναι κατά βάση μια αύξηση της ζήτησης, όταν δηλαδή υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά για προϊόντα και υπηρεσίες που με τη σειρά της αυξάνει τις τιμές, άρα και τον πληθωρισμό.

Κομβική πλευρά αυτού του σχήματος για την αυξημένη ζήτηση είναι αυτή που έχει να κάνει με τη δυνατότητα των εργαζομένων να έχουν αυξημένη διαπραγματευτική θέση και άρα να ζητούν μεγαλύτερους μισθούς και ημερομίσθια, με τα οποία να τροφοδοτούν την αυξημένη ζήτηση.

Και αυτή η αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη έχει να κάνει με το ότι η αγορά εργασίας είναι «σφικτή», δηλαδή δεν υπάρχει υψηλό ποσοστό ανεργίας, οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζομένους και κάθε εργαζόμενος που περνά την πόρτα ενός εργοδότη θα μπορεί να ζητήσει έναν συγκριτικά υψηλότερο μισθό, που θα τον πάρει επειδή ο εργοδότης του τον έχει ανάγκη.

Κατά συνέπεια αυτό που χρειάζεται για να αυξηθεί το ποσοστό ανεργίας είναι η οικονομία να μπει ουσιαστικά σε μια συνθήκη ύφεσης. Αυτό θα γίνει με την άνοδο των επιτοκίων που θα περιορίσει τη διαθέσιμη ρευστότητα και θα κάνει πιο ακριβό το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, υποχρεώνοντάς τις να ακυρώσουν επιπλέον επενδύσεις ή «ανοίγματα». Μέσα σε ένα πιο περιοριστικό περιβάλλον οι επιχειρήσεις να αναγκαστούν να περιορίσουν το προσωπικό τους, άρα να υπάρχουν απολύσεις αντί για προσλήψεις, να αυξηθεί η ανεργία, στους εργαζομένους να υπάρχει ανασφάλεια και να δέχονται να εργάζονται με μικρότερες αμοιβές, έτσι ώστε να περιοριστεί η υπερβάλλουσα ζήτηση και άρα και αυτοί που πουλούν αγαθά και υπηρεσίες να υποχρεωθούν να ρίξουν τις τιμές, ή έστω να σταματήσουν να τις ανεβάζουν, και άρα να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.

Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για μεγάλο διάστημα το ποσοστό ανεργίας που δεν αυξάνει τον πληθωρισμό (με την έννοια ότι εάν πέσει πιο κάτω έχουμε πληθωρισμό) αποτέλεσε μια έννοια κλειδί στην οικονομική επιστήμη.

Αυτό το σενάριο δείχνουν να θέλουν να υλοποιήσουν τώρα και οι κεντρικές τράπεζες, προεξαρχούσης της αμερικανικής Fed, με τις αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων μέχρις ότου διαμορφωθεί η τελικά ευκταία υφεσιακή δυναμική.

  

Είναι τόσο «σφιχτή» η αγορά εργασίας;

Όμως, τα στοιχεία, πρώτα και κύρια στις ΗΠΑ, δείχνουν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι κάπως πιο σύνθετη.

Όπως δείχνει ο Μάικλ Ρόμπερτς, σε πρόσφατη ανάλυσή του στην ιστοσελίδα thenextrecession.com, είναι παραπλανητική η επαναλαμβανόμενη τοποθέτηση ότι η αμερικανική αγορά χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζήτηση εργασίας που με τη σειρά της αυξάνει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.

Αυτό που ισχύει είναι περισσότερο μια πραγματική έλλειψη εργαζομένων που έχει να κάνει με το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων δεν επέστρεψε στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία. Αυτό έχει να κάνει εν μέρει με συνεχιζόμενα προβλήματα υγείας από την πανδημία, κυρίως έχει να κάνει με πολύ περισσότερες συνταξιοδοτήσεις, που συνεισφέρουν με 2 έως 3,5 εκατομμύρια θέσεις στις ελλείψεις που παρατηρούνται και που έχουν να κάνουν με την επιλογή εργαζομένων που διακόπηκε η εργασιακή τους σχέση στην πανδημία και ήταν ήδη μιας ορισμένης ηλικίας να προτιμήσουν τη συνταξιοδότηση παρά την αναζήτηση εργασίας.

Επιπλέον, ρόλο σε αυτή την τρέχουσα έλλειψη εργαζομένων έπαιξε και η ίδια η πανδημία και οι θάνατοι από αυτοί σε συνδυασμό με τη μεγάλη μείωση της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Εκτιμήσεις υπάρχουν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυτούς τους δύο παράγοντες μπορεί να συνεισφέρει έως και 1,5 εκατομμύριο επιπλέον ελλείψεις θέσεων εργασίας.

Επιπλέον, ο Ρόμπερτς επισημαίνει ότι σε μεγάλο βαθμό οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν το τελευταίο διάστημα στις ΗΠΑ ήταν σε μεγάλο βαθμό μερικής απασχόλησης, την ώρα που χάθηκαν αρκετά περισσότερες θέσεις μόνιμης απασχόλησης. Παράλληλα, τονίζει ότι αυτή τη στιγμή ακόμη και η τάση αύξησης των προσλήψεων δείχνει να υποχωρών.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι πολύ δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι αυτή τη στιγμή κινητήριος μηχανισμός του πληθωρισμού είναι το γεγονός ότι υπάρχει αρκετή ανεργία ώστε να αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.

Τελικά γιατί αυξάνουν οι τιμές και ο πληθωρισμός;

Εν μέρει μια απάντηση δίνει μια πρόσφατη ανάλυση του Φίλιπ Ρ. Λέιν, μέρους της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ και πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Ιρλανδίας.

Ο Λέιν, στη βάση μιας σύνθετης τεχνικής ανάλυσης δείχνει ότι δεν είναι το κόστος εργασίας που αυξάνει τις τιμές. Αντίθετα, ρόλο παίζουν άλλα κόστη, όπως το ενεργειακό, και η τάση των επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές για να αυξήσουν περιθώρια κέρδους (profit markups).

Αντιθέτως οι όποιες μικρές σχετικά αυξήσεις στις ονομαστικές αποδοχές δεν ακολουθούν τον πληθωρισμό με αποτέλεσμα να υπάρχει πτωτική τάση των πραγματικών μισθών.

Άλλωστε, οι όποιες μικρές υποχωρήσεις του πληθωρισμού που καταγράφηκαν σε ορισμένες χώρες το τελευταίο διάστημα μάλλ0ν έχουν να κάνουν με τη βελτίωση των πραγμάτων από τη μεριά της προσφοράς, π.χ. με την επίλυση προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, παρά με κάποια υποχώρηση της ζήτησης εξαιτίας αύξησης της ανεργίας.

Η δυσκολία ενός άλλου τρόπου σκέψης

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν το πρόβλημα με το πώς οι κεντρικές τράπεζες και τα οικονομικά επιτελεία παραμένουν εγκλωβισμένα σε έναν τρόπο σκέψης που αναλογεί σε άλλες εποχές και σε άλλες συγκυρίες.

Αυτό σημαίνει τον πραγματικό κίνδυνο να υπάρξουν «περιοριστικές» πολιτικές που τελικά δεν θα μπορούν  να πετύχουν τον αντιπληθωριστικό τους στόχο, την ώρα που θα γεννούν διάφορα άλλα προβλήματα.

Αλλά και την πραγματική δυσκολία μιας αντιπληθωριστικής πολιτικής που θα πρέπει να συγκρουστεί με τον τρόπο που είναι οργανωμένες οι αγορές, τα προβλήματα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και φυσικά την αντίληψη των επιχειρήσεων για τα ελάχιστα επίπεδα κερδοφορίας.