Λέξεις με μαντίλα
Αυτονοήτως ο βιασμός και η βία, η συκοφαντία και η δυσφήμηση πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά - όμως άλλο αυτό κι άλλο το να πάμε στην άλλη όχθη και να κυκλοφορούν οι λέξεις μονίμως με μαντίλα.
Στο Ιράν, μετά τις διαδηλώσεις για τη μαντίλα, αποφάσισαν – υποτίθεται – να καταργήσουν την αστυνομία ηθικής που περιπολούσε στους δρόμους κι έλεγχε αν οι γυναίκες φορούνε στραβά το τσεμπέρι – άσχετα αν από μέσα φορούσαν σωστά το στρινγκ. Βέβαια είναι σίγουρο πως οι μουλάδες θα συνεχίσουνε να ελέγχουν τις πτυχώσεις του υφάσματος και φυσικά κάποιοι φανατικοί σύζυγοι να υποχρεώνουν ενδεχομένως τις γυναίκες τους να κοιμούνται με την κουκούλα για λόγους παράδοσης αλλά και γιατί τους βοηθάει ενδεχομένως στην υπεραναπλήρωση διά της φαντασίωσης.
Ο εμφύλιος της ηθικολογίας και της αισθητικής, που κατά βάση είναι πολιτικός εμφύλιος, θα μετατεθεί από τους δρόμους στα σπίτια, όπου εκτός από τους ζηλωτές συζύγους θα εξεγερθούν και οι παλαιοημερολογίτες πεθεροί και οι σκληρές πεθερές και θα υψώσουν τα ιερά λάβαρα της παράδοσης και του προφήτη – με λίγα λόγια έχει να πέσει οικόσιτο ξύλο και των γονέων και αλίμονο στις γυναίκες που θα εμπνέονται απ’ το «Vogue» και θα δείχνουν λίγο αστράγαλο.
Αλλά όμως, όσο και να φαίνονται σε εμάς όλα αυτά ολίγον εξωτικά, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρη τη Δύση, υπάρχει και δρα μια άτυπη, πλην πανίσχυρη αστυνομία ηθικής, οι λεγόμενοι κορεκτατζήδες, οπαδοί του κορέκτ, και εκδηλώνονται αρκετές υπερβολές περί σεξισμού, ενίοτε για μισή λέξη, ή για αμφίβολο ψύλλου πήδημα – πόσο μάλλον για ανθρώπου.
Ζούμε, τώρα, φοβικές μέρες για το άλλο φύλο και πλέον επιφυλασσόμαστε να φλερτάρουμε έστω και διακριτικά, ή ακόμα να πούμε μια καλημέρα, μήπως παρεξηγηθούμε και φάμε καμιά αιφνίδια καταγγελία. Οπως δυσκολευόμαστε να κάνουμε κριτική σε μια γυναίκα πολιτικό για τα αποκλειστικώς πολιτικά πεπραγμένα της διότι είναι πολύ πιθανό αμέσως να στιγματιστούμε ως σεξιστές από κάποιους που αλλού είναι το θέμα κι αλλού το ψάχνουν. Μας την έχουνε στημένη. Καραδοκούν πίσω απ’ τα πουρνάρια και μόλις μας ξεφύγει έστω μια αμφίσημη λέξη, μας ορμάνε με χαρακτηρισμούς και επίθετα που ξεκινούν από το «φαλλοκράτης», «μισογύνης» και φτάνουνε τάχιστα ως τις υπώρειες του φασισμού.
Γι’ αυτό ένας φίλος που τον ρώτησα αν κάνει ακόμα σεξ μού απάντησε:
– Ελα, μωρέ, τώρα, πού να πας να υποχρεώνεσαι;
Είναι μια απάντηση αδιανόητη για πολλούς αιώνες πριν. Κι εκτός από τους ένθερμους και υπερβάλλοντες, συχνά, κορεκτατζήδες, υπάρχουνε και τα λαϊκά δικαστήρια των κοινωνικών δικτύων, που με το παραμικρό σε κυνηγούν περισσότερο απ’ όσο θα κυνηγούσε η αστυνομία ιρανικής ηθικής μια στραβά φορεμένη μαντίλα. Τη δε λογοκρισία την επικαλούνται επιλεκτικά, αν βολεύει στην περίσταση και στην κομματική ιδιοτέλεια. Συν το ότι είναι πολύ πιθανό, αν υποστηρίξεις μια κάπως αιρετική άποψη, έχεις μια επιφύλαξη, δείξεις σκεπτικισμό, ή αν επικαλεστείς το τεκμήριο αθωότητας ενός κατηγορουμένου πριν δικαστεί, να σε σουβλίσουν σε κάποιο πρωινάδικο και όχι μόνο. Υπάρχει δηλαδή μια λευκή τρομοκρατία που κάνει και δίκη προθέσεων και αν ακούσει για αγγουράκι τρέχει αμέσως να βρει αλατιέρα. Δεν γλιτώνεις.
Η ευρυχωρία του Λόγου, η σάτιρα, η καλοδιάθετη προπέτεια, αρχίζουνε να βγαίνουν στην παρανομία. Δύσκολο να γράψεις κωμωδία – όλα έγιναν μη μου άπτου. Η αυτολογοκρισία πάει σερί-κορδόνι. Διότι υπάρχει εκεί έξω και κυκλοφορεί μια ηθικολογική, κορεκτατζού αστυνομία που καιροφυλακτεί και απαιτεί να βάλεις μπούργκα στον Λόγο, να κάνεις προσεκτικές, έμμεσες, άνοστες διατυπώσεις – Τζιμάκο, καλά που εσύ έφυγες νωρίς. Δηλαδή εγκαίρως. Σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρξει σκιτσογράφος που να σχεδιάζει τη «Χοντρή και τον Ζαχαρία» (όπως ο Βασίλης Χριστοδούλου και ο Αρχέλαος), ή τους «Βαρελόφρονες», μιας και ο αλκοολισμός είναι πια προσωπικό δεδομένο – δεν ξέρω αν θα ήτανε εφικτό στις μέρες μας να υπάρχει καν το κινηματογραφικό ζευγάρι «Χοντρός-Λιγνός», διότι δεν επιτρέπεται να λες κάποιον «χοντρό», αλλά ούτε πλέον και «λιγνό». Λογικό. Ολοι, εξάλλου, είμαστε, πια, Απόλλωνες και συλφίδες.
Ισως σε λίγο χρειαστεί να αφαιρέσουμε και όλα τα επίθετα από τα λεξικά. Θα ήταν μια λύση – τότε βέβαια θα κυκλοφορούσαν λεξικά επιθέτων στην παρανομία, τα οποία θα τα διαβάζαμε κρυφά, μέχρι τουλάχιστον να παρέλθει το κύμα της υποτιθέμενης ορθοέπειας και να ξαναγίνουμε άνθρωποι, με τα ελαττώματα, το χιούμορ, την ανοχή, την απρόβλεπτη άποψη, τη συγκατάβαση, την ενίοτε λυτρωτική ελευθεροστομία μας.
Οι μουσουλμάνοι, βέβαια, υποφέρουνε πιο πολύ από εμάς με τις μπούργκες, τα θεοτικά και τα ειδικά φαγητά – το χειρότερο, δε, είναι ότι στα μέρη τους δεν μπορείς να πιεις και ένα ουισκάκι να στανιάρεις. Εμείς, εδώ, όλοι μας απόγονοι του Αριστοφάνη και του Ροΐδη, ακόμα κάτι καταφέρνουμε μέχρι κάποιοι ντεκαφεϊνέ να επιβάλουν, μετά την απαγόρευση του τσιγάρου, και έλεγχο στο αλκοόλ – βάλουνε δηλαδή «κόφτη» και στο πόσα ποτηράκια τσίπουρο θα μπορεί να πίνει ο Ελλην, ώστε να είναι υγιής ως τα εκατόν δέκα χρόνια του, χωρίς πάθη, άσφυγμος και ουδέτερος ως νοβοπάν.
Αυτονοήτως ο βιασμός και η βία, η συκοφαντία και η δυσφήμηση πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά – όμως άλλο αυτό κι άλλο το να πάμε στην άλλη όχθη και να κυκλοφορούν οι λέξεις μονίμως με μαντίλα.
(Το έλεγε παιγνιωδώς ο Σκαρίμπας: «Η ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη: βρίζεις και γεμίζει το στόμα σου».)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις