Δεν θέλει μεγάλη φαντασία για να συμπεράνει κανείς με τα σημερινά δεδομένα τον τρόπο (μαζί και το ύφος) που τα κομματικά επιτελεία σκοπεύουν να φτάσουν στις εθνικές κάλπες. Ο εκτροχιασμός – μια σταθερή παρεκτροπή από τα σημαντικά, από την ουσία των υποθέσεων της επικαιρότητας οι οποίες ζητούν ευθείες απαντήσεις και από τις νηφάλιες επεξηγήσεις του πολιτικού συστήματος προς τους πολίτες για όσες προκλήσεις είναι εδώ και για όσες έρχονται – δείχνει να μονιμοποιείται στην πολιτική καθημερινότητα.

Ηταν εμφανές στην τελευταία συζήτηση κορυφής στη Βουλή. Τι έμεινε; Οι προσωπικοί χαρακτηρισμοί, το κλείσιμο του μικροφώνου και η αποχώρηση του Μητσοτάκη, τα υπονοούμενα του Τσίπρα για «σταγόνες» που νιώθει ο Πρωθυπουργός «αλλά δεν είναι βροχή» (δεν φτάσαμε σε σημείο να ακούσουμε ευθέως και τη λέξη «φτύνω»), οι φωνασκίες από κάθε πτέρυγα συνεχώς, ούτε μόνο από τα δεξιά ούτε μόνο από τα αριστερά. Στις επόμενες ημέρες έρχονται νέα ραντεβού στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό του 2023.

Ούτε για την περίπτωση αυτής της κρίσιμης συζήτησης χρειάζεται κανείς να παιδευτεί για να εκτιμήσει ότι η ατζέντα θα ανοίξει εκ νέου πέραν της οικονομίας. Με τον κίνδυνο, δυστυχώς, να σημάνει ακόμη ένας γύρος προεκλογικού εκτροχιασμού με την κοινωνία στη μέση και με τις κάλπες στο βάθος. Η ευθύνη για το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου και της αντιπαράθεσης, ας είναι και οξυμένη, εκλογική αναμέτρηση έρχεται άλλωστε, βαραίνει όλους.

Το ίδιο και η σημασία να γίνει (αν γίνει) μια προγραμματική αντιπαράθεση, ένας «πόλεμος» πραγματικών επιχειρημάτων και όχι απλώς ανταλλαγή προσωπικών επιθέσεων ή μια παρακμιακή «μάχη» των τρολ στο Διαδίκτυο ύστερα από κάθε δημόσια εμφάνιση του «αρχηγού».

Εκτός αν η μόνη πρεμούρα είναι να μείνει ως το τέλος συσπειρωμένη η εκάστοτε κομματική βάση. Αυτό, ναι, μπορεί να επιτευχθεί. Κι ας μην αρκεί – όλοι το ξέρουν – ούτε καν για την επίτευξη των μίνιμουμ εκλογικών στόχων κάθε επιτελείου.