Η Πιαφ άρχισε να τραγουδάη, μικρό κορίτσι, στα παρισινά «μπιστρό», με τη συνοδεία ενός ακορντεόν και μιας επιστήθιας φίλης που «έβγαζε δίσκο». Εκεί την ανακάλυψε ο διευθυντής ενός μιούζικ-χωλ, που τη βάφτισε Πιαφ το αληθινό της όνομα ήταν Γκασσιόν και της έδωσε την πρώτη ευκαιρία να σταδιοδρομήση καλλιτεχνικά. Ο «σπουργίτης του Παρισιού» δεν είχε ακόμα πατήσει τα είκοσι, όταν με τα λεφτά που είχε αρχίσει να κερδίζη ικανοποίησε μια άπληστη και αδέξια φιλαρέσκεια αγοράζοντας μια γούνα και ένα καπέλο «της μόδας». Δεν βρήκε όμως τον πραγματικό της εαυτό παρά στη γύμνια του απέριττου μαύρου φουστανιού που έσπρωχνε ακατανίκητα το βλέμμα του θεατή προς την σπαρακτική ένταση του προσώπου και των χεριών.

Ο Ζαν Κοκτώ, που αγαπούσε και θαύμαζε την Εντίθ Πιαφ πριν ακόμη γίνη διάσημη και που δεν την έβλεπε μόνο σαν τραγουδίστρια, αλλά σαν ανθρώπινη προσωπικότητα, έγραψε το 1940, ειδικά γι’ αυτήν, το μονόλογο που δημοσιεύουμε. Διάλεξε άραγε τυχαία αυτό το είδος; Ή μήπως πίστευε πως η μοίρα της Πιαφ ήταν να μην μπορή να φτάση στο διάλογο, παρά με το ανώνυμο και μεγαλόκαρδο πλήθος;


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 19.10.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

(Μια φτωχική κάμαρα ξενοδοχείου, φωτισμένη απ’ τις ρεκλάμες του δρόμου. Ένα ντιβάνι. Ένα γραμμόφωνο. Ένα τηλέφωνο. Μερικές αφίσες. Όταν ανοίγη η αυλαία η ηθοποιός είναι μόνη της. Φοράει ένα μαύρο φουστανάκι. Στέκεται στο παράθυρο – περιμένει κάποιον. Τρέχει στην πόρτα για ν’ ακούση αν ανεβαίνη το ασανσέρ. Έρχεται ύστερα να καθίση δίπλα στο τηλέφωνο, βάζει ένα δίσκο της στο γραμμόφωνο, το σταματάει. Ξαναγυρίζει στο τηλέφωνο και παίρνει έναν αριθμό.)

Εμπρός… εμπρός, εσύ ’σαι Ζωρζέτ; Για δώσε μου τ’ αφεντικό σου… Ψάξε… Θα περιμένω… Τον βρήκες; Μπράβο! Δώσ’ τον μου. Τι φασαρία που ακούγεται! Θάσαστε φίσκα. Τόσο το καλύτερο. Τοτόρ; Εσύ ’σαι; Εγώ είμαι… ναι… Είναι πάνω ο Εμίλ; Όχι; Τον είδες; Τι ώρα; Ήταν μόνος; Α! α! Καλά. Και δεν έχεις ιδέα πού πήγαινε; Δε σούπε; Είχε πιη; Όχι, δεν είμαι ανήσυχη… είχα κάτι επείγον να του πω και δεν τον βρίσκω πουθενά. Πώς παν οι δουλειές; Μπράβο. Εγώ; Μόλις τελειώσω το νούμερό μου γυρνάω πίσω… είμαι ψόφια. Καλύτερα… μάλλον καλύτερα. Ο γιατρός; Νομίζεις πως μου περισσεύουν λεφτά για να πηγαίνω σε γιατρούς; Όχι… προσέχω τον εαυτό μου… γυρνάω σπίτι… πλαγιάζω. Ο Εμίλ; Άγγελος. Είναι χρυσός μαζί μου. Και βέβαια θα γυρίση. Δε μ’ αφήνει ποτέ μόνη… Θάχε καμιά δουλειά… Λοιπόν, σε φιλώ. Περασμένες δύο; Κιόλας! Τι γρήγορα που περνάει η ώρα. Άντε, γεια σου… γεια σου Τοτόρ. Καλές δουλειές.

(Κλείνει το τηλέφωνο. Ακούει το ασανσέρ που ανεβαίνει και πηγαίνει κοντά στην πόρτα. Κτυπάει το τηλέφωνο. Τρέχει.)


Εμπρός… Α! Εσύ είσαι; Ο αδελφός σου; Και βέβαια είναι δω. Εδώ είναι, αλλά είναι στο μπάνιο. Θα τον φωνάξω. Εμίλ! Εμίλ! Τι; Δεν μπορείς νάρθης; Έκτακτα. Εμπρός… τον ακούς τον αγενέστατο… Όχι… μου λέει πως είναι γυμνός και πως δεν κάνει νάρθη έτσι στο τηλέφωνο. Αν είμαι σίγουρη πως είναι δω; Είσαι με τα καλά σου Σιμόν; Και βέβαια είναι δω. Δε φταίω εγώ αν δεν θέλη να μπη στον κόπο νάρθη. (Φωνάζει.) Η αδελφή σου λέει πως θα μπορούσες να μπης στον κόπο… (Στο τηλέφωνο.) Το λεξιλόγιό του είναι λίαν εκλεκτικό. Όχι. Είναι στο μπάνιο και θα μείνη στο μπάνιο. Θα σε ξαναπάρω.

(Κλείνει το τηλέφωνο. Μέσα απ’ τα δόντια της:)

Βρωμοθήλυκο!

(Ξαναπηγαίνει στο πόστο της. Ακούγεται το ασανσέρ. Τρέχει. Στο διάδρομο κλείνει μια πόρτα. Σιωπή. Ακουμπάει, όρθια, στην πόρτα, εξαντλημένη. Πηγαίνει στο ρολόι και γυρνάει προς τα μπρος τους λεπτοδείκτες. Λέει σιγανά:)

Λες κι’ είναι δύσκολο πράμα να τηλεφωνήση, να σηκώση ένα ακουστικό…

(Κυττάζει το τηλέφωνο και ξαφνικά αποφασίζει να φορέση το παλτό της. Θόρυβος κλειδιών στην πόρτα. Βγάζει το παλτό. Τρέχει και πέφτει στο ντιβάνι και παίρνει ένα βιβλίο. Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει ο Εμίλ. Είναι ένας υπέροχος ζιγκολό, στα πρόθυρα της παρακμής. Μπαίνει και σ’ όλη τη σκηνή που ακολουθεί θα γδύνεται και θα πηγαινοέρχεται απ’ το μπάνιο στο δωμάτιο, σφυρίζοντας.)

Τηλεφώνησε η αδελφή σου. Είπα πως ήσουν στο μπάνιο σου. Δεν υπήρχε λόγος να μάθη πως δεν είχες γυρίσει. Ότι σεργιανίζεις ποιος ξέρει πού. Θα την ευχαριστούσε πολύ αν τ’ άκουγε. Γι’ αυτό τηλεφώνησε άλλωστε. Έλεγε και ξανάλεγε: Είσαι σίγουρη πως είναι κει; Τι βρωμοθήλυκο!


Πού ήσουν; Σε ζητησα στου Τοτόρ. Σ’ είχαν δει, αλλά δεν ξέραν πού είχες πάει. Γρήγορα που περνάει η ώρα… Διάβαζα… Μου φαινόταν πως μόλις είχα γυρίσει από το καμπαρέ. Κι’ έπειτα κυττάω το ρολόι και βλέπω πως κοντεύει τρεις… Πού ήσουν; (Σιωπή.) Καλά. Δε θες να μου πης, ως συνήθως. Μη μου λες, φιλαράκο μου. Δεν πρόκειται ούτε να σε ρωτήσω ούτε να επιμείνω. Δεν είμαι από κείνες τις γυναίκες που κάνουν ανακρίσεις και που σας παίρνουν από πίσω για να μάθουν αυτό που γυρεύουν. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχής.

Σου ζητάω να μου πης πού ήσουν. Εσύ αρνείσαι να μου απαντήσης. Τέλος. Αλλά στο μέλλον θα κάνω κι’ εγώ ό,τι μου καπνίση. Την ώρα που ο κύριος θα κάνη τον περίπατό του, εγώ θα πηγαίνω όπου μου αρέσει. Και λογαριασμό δε θα σου δίνω. Μάλιστα. Ο κύριος κάνει ό,τι του γουστάρει κι’ η κυρία πρέπει να κάθεται αμπαρωμένη στο ξενοδοχείο… Κατάλαβα. Δεν είχα καταλάβει, αλλά τώρα κατάλαβα. Κυρίες και κύριοι, καληνύχτα σας. Ήμουν αρκετά ανόητη για να χτικιάζω τραγουδώντας στο καμπαρέ μέσα στους καπνούς… Γύριζα πίσω σα φρόνιμο κοριτσάκι και περίμενα τον κύριο… Κι’ ο κύριος δεν ερχόταν. Ο κύριος είναι ήσυχος, ξέρει πως η κυρία είναι στο ξενοδοχείο… πως κοιμάται. Κι’ ο κύριος τρέχει στα καταγώγια. Όλα αυτά θ’ αλλάξουν. Από αύριο, όταν με προσκαλούν αυτοί που μου στέλνουν λουλούδια και γράμματα, θα δέχωμαι. Σαμπάνια, ορχήστρα και, και, και… Και θα δη ο κύριος τι διασκεδαστικό που είναι να περιμένης.

(Ο Εμίλ, που έχει φορέσει τη ρόμπα του, ξαπλώνει στο ντιβάνι, ανάβει ένα τσιγάρο και ανοίγει μια εφημερίδα, που του κρύβει το πρόσωπο.)

Διάβαζε την εφημερίδα σου ή κάνε πως διαβάζεις. Δε θα μ’ εμποδίσης να σου φωνάξω. (Χτυπάνε τον τοίχο από δίπλα. Συνεχίζει χαμηλότερα.) Να σου φωνάξω αυτό πούχω μέσα μου. Ξέρω πως μ’ ακούς, κι’ ας καμώνεσαι τον κουφό. Βολικό πράμα η εφημερίδα. Τι απλά που είναι όλα. Ξέρεις τι σημαίνει να είσαι άρρωστη, να βήχης και να τραγουδάς για κάτι ανθρώπους που χαχανίζουν και κάνουν θόρυβο χτυπώντας τα πιατάκια; Ξέρεις τι σημαίνει να γυρνάς γρήγορα-γρήγορα πίσω, να ελπίζης να βρης αποκούμπι στον άνθρωπο που αγαπάς, να βρίσκης την κάμαρα άδεια και να περιμένης;

Να περιμένης. Να περιμένης. Πάντα να περιμένης. Μπορεί στο τέλος να σου στρίψη. Κι’ οι τρελλές είναι που σκοτώνουν… Ύστερα θα σκοτωθώ. Δε θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εσένα. Είμαι βέβαιη… Κύττα, μιλάω, μιλάω, όποιος άλλος νάταν θα πέταγε την εφημερίδα, θα μου απαντούσε, θα μου εξηγούσε ή θα με χαστούκιζε. Εσύ τίποτα. Διαβάζεις την εφημερίδα σου. Και τι δε θάδινα να δω το πρόσωπό σου πίσω από την εφημερίδα. Το σατανικό σου πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που λατρεύω και που με κάνει να θέλω να πάρω ένα πιστόλι και να τ’ αδειάσω πάνω σου. Άκουσε, Εμίλ, τα σκέφτηκα καλά τα πράματα. Αποφάσισα να σ’ τα πω όλα απόψε. Συνήθισες να με βλέπης να υποφέρω σιωπηλά. Να λουφάζω. Αλλά το ποτήρι ξεχείλισε πια. Στις δύο η ώρα είχα υποσχεθή στον εαυτό μου, αν γύριζες, να μη σου πω τίποτα, να είμαι καλή, να ξαπλώσω και να κάνω πως κοιμόμουν, πως με ξύπνησες. Στις δύο και δέκα άρχισε το μαρτύριο του ασανσέρ και των αυτοκινήτων. Στις δύο και τέταρτο η αδελφή σου είχε τη μεγαλοφυή ιδέα να κάνη το χωροφύλακα, να δη αν ήσουν στο ξενοδοχείο, και τις δύο και μισή έχασα τον έλεγχο του εαυτού μου. Αποφάσισα, α-πο-φά-σι-σα, πως θα έσπαζα αυτή τη σιωπή, πως θα μιλούσα. Μπορείς να σωπαίνης αν σ’ αρέση, μπορείς να κρύβεσαι πίσω απ’ την εφημερίδα σου. Το ίδιο μου κάνει. Δε με ξεγελάς.


Σε βλέπω, σε βλέπω, παρ’ όλη την εφημερίδα. Η σκηνή που σου κάνω σ’ ενοχλεί. Δεν το περίμενες. Έλεγες: «Είναι θύμα. Ας επωφεληθώ». Ε λοιπόν όχι, όχι, όχι, όχι, αρνούμαι νάμαι θύμα και να σ’ αφήνω να με βασανίζης, κι’ εγώ να σιγολιώνω. Θα ζήσω. Θ’ αγωνιστώ. Θα κερδίσω την υπόθεση.

Σ’ αγαπώ. Το παραδέχομαι. Σ’ αγαπώ κι’ αυτό είναι η δύναμή σου. Εσύ λες πως μ’ αγαπάς. Αλλά δε μ’ αγαπάς. Αν μ’ αγαπούσες, Εμίλ, δε θα μ’ άφηνες να περιμένω…

Πού ήσουν; Τηλεφώνησα στου Τοτόρ, μόλις είχες φύγει, φαντάζομαι με καμιά παρδαλή. Θα ήταν εκείνη η βρώμα που πας και πλαγιάζεις μαζί της όταν μου λες πως οι συνάδελφοί σου σού ζητάνε να πεταχτής ως τη Μασσαλία. Πάψε… σε ξέρω, και σένα και κείνη. Είμαι βέβαιη. Μια γυναίκα που έχει τα διπλά χρόνια από σένα και που ντύνεται σαν καρνάβαλος. Γυρνάν και την κυττάν στο δρόμο. Να ποια είναι η λεγάμενη του κυρίου. Να με ποιαν με απατάει. Δεν ήτανε να μάθαινα πως με απατάς με κανένα κοριτσόπουλο, φρέσκο, απείραχτο, που τρελλαίνεσαι για δαύτο… Δε λέω πως θα πανηγύριζα. Όχι! Αλλά θα σούβρισκα κάποια δικαιολογία. Ενώ με τούτη… Μια γρηά που δεν έχει ούτε λεφτά. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να σου αποφέρη αυτή η ιστορία. Ε; Τι; Τέλος πάντων. Οι άντρες είναι τρελλοί. Τρελλοί και διεστραμμένοι. 

Κι’ η υγεία μου; Σκέφτηκες ποτέ την υγεία μου; Πεντάρα δε δίνεις. Αν πέθαινα, θα σου άδειαζα τη γωνιά. Νομίζεις πως μου κάνει καλό στην υγεία μου να περιμένω, να περιμένω, να περιμένω διαρκώς. Να πηγαίνω απ’ το παράθυρο στην πόρτα κι’ απ’ την πόρτα στο παράθυρο. Τηλέφωνο δεν υπήρχε σ’ αυτό το βρωμοξενοδοχείο. Εγώ τόβαλα. Γιατί; Για να μπορή να με παίρνη ο κύριος και να με καθησυχάζη: «Έχω μια δουλειά, είμαι στο τάδε μέρος, μην ανησυχής, αγάπη μου. Όπου νάναι θα γυρίσω». Κρίμα στα έξοδα… για να τηλεφωνάη η αδερφή σου. Το τηλέφωνο έγινε όργανο μαρτυρίου. Ένα παραπάνω. Πριν υπήρχε το ασανσέρ. Το κουδούνι της εξώπορτας. Τα κλειδιά. Το ρολόι. Τώρα υπάρχει και το τηλέφωνο. Και η βουβαμάρα.

Εμίλ, Εμίλ. Ένα… δύο… τρία… επιμένεις. Κόλλησες στην εφημερίδα. Πολύ καλά. Θα… θα συνεχίσω. Γιατί ακούς. Ξέρω πως ακούς και πως σε πειράζουν αυτά που σου λέω. Ο κύβος ερρίφθη. Θα σ’ τα σερβίρω όλα απόψε. Θα σου τα πω όλα, ό,τι έχει μαζευτή μήνες ολόκληρους. Θα σου πω ό,τι έχω στην καρδιά… Τι ψεύτης που είσαι!

Το ψέμα είναι για σένα σαν την αναπνοή. Λες ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα. Για ψύλλου πήδημα. Από συνήθεια, για γούστο. Προχτές μου είπες πως θα πήγαινες στον οδοντογιατρό. Το μυρίστηκα το ψέμα. Έστησα καρτέρι έξω απ’ το ξενοδοχείο της λεγάμενης και σε είδα. Μη λες όχι, μην ορκιστής στη μάνα σου. Σε είδα. Τι ήθελες να κάνης λόγο για οδοντογιατρό; Η αλήθεια είναι πως είτε στον οδοντογιατρό πηγαίνεις είτε σ’ αυτή τη γρηά, δεν είναι μεγάλη η διαφορά. Αλλά αυτό αφορά εσένα. Κάνε ό,τι σου αρέσει. Αυτό που με αγανακτεί εμένα είναι το ψέμα. Λες τόσα ψέματα που μπερδεύεσαι κι’ εσύ ο ίδιος. Ξεχνάς τι έχεις πη και ντρέπεται ο άλλος για λογαριασμό σου. Σε βεβαιώ. Μου συμβαίνει να κοκκινίζω όταν σ’ ακούω να μου λες άλλα των αλλών. Κι’ έχεις ένα τουπέ, ένα τουπέ! Σημείωσε πως είμαι σίγουρη πως λες ψέματα και στην άλλη, και στις άλλες, κι’ η ζωή σου είναι μπλεγμένη σαν κακό όνειρο…


Στην αρχή ζήλευα τον  ύπνο σου. Έλεγα: «Πού πάει όταν κοιμάται; Τι βλέπει;» Χαμογελούσες, χαλάρωνες, κι’ εγώ μισούσα τα πρόσωπα πούβλεπες στ’ όνειρό σου. Καμιά φορά σε ξυπνούσα για να τα παρατήσης και να γυρίσης σε μένα. Εσένα σ’ άρεσε όμως να ονειρεύεσαι και γινόσουν θηρίο όταν σε ξύπναγα. Αλλά εκείνη τη μακάρια όψη σου δεν μπορούσα να την υποφέρω.

Τώρα, όταν κοιμάσαι, λέω: «Είναι εδώ, είμαι ήσυχη. Μπορώ να τον χαϊδολογήσω, να τον αγγίξω, να τον κυττάζω». Εγώ δεν έχω ύπνο. Δεν κοιμάμαι σχεδόν ποτέ. Λέω: «Κοιμάται και δεν γυρνάει δεξιά κι’ αριστερά. Τον έχω δικό μου, καταδικό μου». 

Εμίλ! Σου ορκίζομαι πως θα μπορούσες να με κάνης να εγκληματήσω. Στ’ ορκίζομαι. Ή θα μπορούσες να με αναγκάσης να κάνω τέτοια πράματα που θα με σκότωνες εσύ πια. Και θα πήγαινες φυλακή. Τον βλέπεις τον εαυτό σου στη φυλακή; Άκουσέ με καλά. Ως τώρα μπόρεσα να συγκρατηθώ, να σου μιλήσω με υπομονή. Αλλά πάει πια, η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Σε προειδοποιώ πως αν σε τρία λεφτά… Θα μετρήσω ως τα τριάντα. Αν ως τότε δεν έχης πετάξει την εφημερίδα, κι’ εγώ δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω. (Αρχίζει να μετράη.) Ένα… δύο… τρία… τέσσερα… πέντε κ.λπ. (Ως τα είκοσι τέσσερα. Στα είκοσι τέσσερα κτυπάει το τηλέφωνο. Το παίρνει.) Τυχερός είσαι. Εμπρός. Εμπρός. Ποιος τον ζητεί; Ο κύριος Εμίλ διαβάζει την εφημερίδα του. Α… α! α! εσείς είσαστε. Ναι… βεβαίως, περιμένετε. (Σκεπάζει το ακουστικό με το χέρι. Στον Εμίλ:) Θα καταδεχτής να το πάρης; Είναι η λεγάμενη. (Σιωπή.) Σε ζητάει. (Σιωπή.) Όχι, κυρία μου, είπα πως ήσασταν εσείς. Δεν έρχεται. Σας ξαναλέω πως διαβάζει την εφημερίδα του. (Δυνατά.) Εμίλ, θαρθής; Ναι ή όχι; (Στο ακουστικό.) Όχι. Σας λέω, όχι… Μα κυρία μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα… Αλήθεια; Αλήθεια; Καλή είσαστε κι’ εσείς. Αρνείται να σας μιλήση. Τι θέλετε να κάνω εγώ; Α! (Κλείνει.) Παληογύναικο… (Πάει κοντά στον Εμίλ.) Ευχαριστώ, Εμίλ. Ήσουν πολύ εν τάξει. Θα πέθαινα από ντροπή αν της μιλούσες αυτής της γυναίκας. Εμίλ… Είμαι ανυπόφορη. Ομολόγησέ το… Συχώρεσέ με… Φίλησέ με… (Παραμερίζει την εφημερίδα, ο Εμίλ έχει αποκοιμηθή, το τσιγάρο τού έχει πέσει απ’ τα χείλια.) Κοιμάται! Αυτό πια! Κι’ εγώ που συγκινήθηκα, που νόμιζα πως… 

(Τον σκουντάει.)


Ο Ζαν Κοκτώ

Εμίλ, Εμίλ, Εμίλ. Κοιμάσαι. Ξύπνα. (Εκείνος γυρνάει από την άλλη μεριά. Τότε εκείνη κάνει το γύρο του κρεβατιού.) Σου μίλαγα κι’ εσύ κοιμόσουνα. Τηλεφώνησε η λεγάμενη… Νόμιζα πως δεν ήθελες να της μιλήσης, Εμίλ.

(Ο Εμίλ την σπρώχνει με μια απότομη κίνηση. Τεντώνεται, σηκώνεται απ’ το κρεβάτι, ανάβει ένα τσιγάρο και πηγαίνει προς το μπάνιο. Εκείνη τον ακολουθεί ενώ εκείνος αρχίζει να ντύνεται.)

Εμίλ. Ετοιμάζεσαι να βγης. Πρόσεξε. Θα πέσω απ’ το παράθυρο. Θα σκοτωθώ.

(Ανοίγει το παράθυρο και πετάει το τσιγάρο. Ο Εμίλ μπαίνει στο μπάνιο χωρίς να τον δει. Γυρίζοντας απ’ το παράθυρο βλέπει το δωμάτιο άδειο και της έρχεται τρέλλα.)

Εμίλ, πού είσαι; Εμίλ! Εμίλ! (Τον βλέπει να βγαίνη απ’ το μπάνιο.) Τρόμαξα. Δε σ’ έβλεπα. Νόμιζα πως είχες βγη. (Εκείνος χτενίζεται.) Μα… Εμίλ… Τι κάνεις; Τι έχεις; Ξαναντύθηκες; (Βάζει το σακκάκι του.) Βγαίνεις; Δεν είναι δυνατόν. Τι είπα; Εμίλ, απάντησέ μου… Πες μου κάτι… Παραείσαι σκληρός. Μου χρωστάς μια εξήγηση… Περιμένω… Περιμένω… Πεθαίνω περιμένοντας. Επιτέλους έρχεσαι. Έχω να σου μιλήσω. Σου μιλάω κι’ εσύ πέφτεις στο διάβασμα της εφημερίδας σου. Κι’ αποκοιμιέσαι. Ούτε που άκουσες ό,τι είχα να σου πω. Το παρακάνεις. Γιατί μ’ έχεις άχτι; Γιατί θέλεις να με τιμωρήσης; (Κρεμιέται πάνω του. Εκείνος την σπρώχνει και κουμπώνει το σακκάκι του.) Άκουσε, Εμίλ. Αναγνωρίζω πως ήμουνα πολύ βίαιη και ξέρω πως δεν σ’ αρέσει ν’ ακούς την αλήθεια… ή τουλάχιστον μερικά πράματα που σε πειράζουν. Εμίλ… Εμίλ… Εμίλ… Πες κάτι. Μίλα. Άνοιξε το στόμα σου. Μη στέκεσαι σαν άγαλμα. (Βάζει το παλτό του.) Τι; Το παλτό σου; Α! Όχι, δεν θα βγης πια. Υπέφερα πολύ. Δεν θα σ’ αφήσω πια να βγης. Λυπήσου με, Εμίλ, έχεις καρδιά. Μ’ αγαπάς… Αν δε μ’ αγαπούσες, δεν θα γύριζες πίσω. Και γυρίζεις. Έρχεσαι αργά, αλλά έρχεσαι. Πάει να πη πως μετράω για σένα, πως δεν τέλειωσαν όλα. Μίλα. Ορκίσου πως δεν τέλειωσαν όλα. (Ο Εμίλ πάει στο τηλέφωνο και παίρνει έναν αριθμό. Εκείνη κρεμιέται απ΄το μπράτσο του.) Εμίλ. Δεν έχεις το δικαίωμα. Συλλογίσου όλα όσα έκανα για σένα. Όχι… όχι… δεν εννοούσα αυτό. Ήθελα να πω: Συλλογίσου όλες τις ευχάριστες αναμνήσεις. Ξέρω πως δεν έκανα τίποτα για σένα… και πως αν είχα κάνει κάτι, θα ήταν πολύ φυσικό.

Συχώρα με. Θάμαι φρόνιμη. Δε θα παραπονιέμαι. Δε θ’ ανοίγω το στόμα μου. Ναι… ναι… Δε θ’ ανοίγω το στόμα μου. Θα σε βάζω στο κρεβάτι, θα σε νανουρίζω κι’ εσύ θα κοιμάσαι. Εσύ θα ονειρεύεσαι και στα όνειρά σου θα πηγαίνης όπου θέλεις και θα με απατάς με όποια θέλεις… Αλλά μείνε… μείνε… μείνε… θα πέθαινα αν ήταν να σε περιμένω αύριο και μεθαύριο.

(Ο Εμίλ ανοίγει την πόρτα. Γαντζώνεται πάνω του.) Είναι φριχτό. Εμίλ. Σε ικετεύω. Μείνε… Κύτταξέ με… Δέχομαι. Να μου λες ψέματα, ψέματα, ψέματα… Να μ’ αφήνης να περιμένω. Θα περιμένω. Θα περιμένω όσο θέλεις.

(Ο Εμίλ την σπρώχνει και βγαίνει βροντώντας πίσω του την πόρτα. Εκείνη τρέχει προς το παράθυρο, ενώ πέφτει η αυλαία.)


*Τα ανωτέρω, οι δύο εισαγωγικές παράγραφοι και το κείμενο του μονολόγου, είχαν περιληφθεί σε δισέλιδο δημοσίευμα του περιοδικού «Ο Ταχυδρόμος», στο τεύχος του που είχε κυκλοφορήσει στις  19 Οκτωβρίου 1963. Ο έξοχος μονόλογος του Κοκτώ έφερε τον τίτλο «Ο ωραίος άκαρδος».

Η περίφημη γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός Εντίθ Πιαφ (Εντίθ Γκασιόν ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1915 και απεβίωσε στην Κυανή Ακτή (στο χωριό Plascassier, πλησίον της πόλης Grasse) στις 10 Οκτωβρίου 1963.