Γνώση, πάθη και πολιτική
Μια πρόσφατη έκδοση φέρνει στο προσκήνιο τον τρόπο που η γνωσιοθεωρία συναντά την πολιτική στη φιλοσοφία της νεωτερικότητας
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Σε οποιονδήποτε έχει ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, έστω και στο επίπεδο της παρακολούθησης ενός προπτυχιακού μαθήματος, γίνεται σαφές ότι υπάρχει μια χαρακτηριστική στιγμή για τη διαμόρφωση της νεώτερης φιλοσοφίας στην 17ο και τον 18ο αιώνα. Πιο σωστά για τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου τρόπου του φιλοσοφείν στη νεωτερικότητα. Σε αυτήν η θεωρία της γνώσης παίζει έναν κεντρικό ρόλο. Ούτως ή άλλως η αυτονόμηση του γνωσιοθεωρητικού ερωτήματος θεωρείται ένα κατεξοχήν σημάδι της νεότερης φιλοσοφίας.
Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή επιστρέφει ο Άρης Στυλιανού, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ με το βιβλίο του Γνώση και πάθος στη νεότερη φιλοσοφία, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις.
Και το κάνει όχι απλώς για να παρουσιάσει την αντιπαράθεση ανάμεσα στις βασικές τοποθετήσεις, τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό, αλλά για να σταθεί στη σχέση της γνώσης με το πάθος και τελικά της φιλοσοφίας με την πολιτική.
Ξαναγυρνώντας στον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό
Ο Στυλιανού ξεκινά από τον Ντεκάρτ υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχει στο καρτεσιανό σχήμα η ριζική αμφιβολία. Στρέφεται στη συνέχεια στον Σπινόζα σημειώνοντας τον τρόπο που αυτός αφενός διεκδικεί έναν απόλυτο ορθολογισμό (που δεν είναι τυφλός απέναντι στη δύναμη των παθών, της φαντασίας και της εμπειρίας), αφετέρου απορρίπτει κάθε δυϊσμό, παραδεχόμενος μία υπόσταση (το περίφημο Deus sive Natura – Θεός ή Φύση.
Ο Στυλιανού στέκεται ιδιαίτερα στο πώς ο απόλυτος ντετερμινισμός του Σπινόζα δεν μεταφράζεται σε μοιρολατρία αλλά σε μια χειραφετητική επίγνωση του καθορισμένου και αναγκαίου χαρακτήρα όλων όσα συμβαίνουν στη φύση και στη ζωή των ανθρώπων, στοιχείο που τελικά επιτρέπει στους ανθρώπους να αντιδρούν πιο ενεργητικά και πιο αυτόνομα σε όσα καλούνται να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους.
Ερχόμενος στην ανάγνωση που κάνει ο Σπινόζα στον Ντεκάρτ, ο Στυλιανού δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι τον τρόπο που η καρτεσιανή μεταφυσική δίνει τροφή σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που στέκεται στη διαφορετική προσέγγιση Ντεκάρτ και του Σπινόζα ως προς το ζήτημα της μεθόδου, υπογραμμίζοντας ότι για τον Σπινόζα, σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ, η μέθοδος έπεται της τεχνικής, της επιστήμης και της γνώσης και επομένως έχουν ιστορία και αναπτύσσονται μέσα στον χρόνο.
Στη συνέχεια ο Στυλιανού στρέφεται στο άλλο μεγάλο ρεύμα, αυτό του εμπειρισμού, που κυρίως αναζητά τη σύνδεση ανάμεσα στις γνώσεις και τη διαδικασία απόκτησής τους μέσω της εμπειρίας του. Υπογραμμίζει, όμως, ότι καλό είναι να αποφεύγουμε στερεότυπα – και η αντιπαράθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού συχνά έχει παρουσιαστεί με έναν στερεοτυπικό τρόπο – και να βλέπουμε ότι τα ίδια τα φιλοσοφικά κείμενα είναι αρκετά πιο σύνθετα.
Ορθολογιστές φιλόσοφοι και επιστημονικό πνεύμα
Και αυτό γιατί και οι ορθολογιστές φιλόσοφοι διαδραματίζουν έναν ρόλο στη μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και την ανάδυση του νεωτερικού προτύπου για την επιστημονικότητα, που κεντρικό σημείο έχει και τα μαθηματικά. Ταυτόχρονα, κάθε άλλο παρά υποτιμούν τα δεδομένα της εμπειρίας και αυτό αποτυπώνεται, όπως επισημαίνει ο Στυλιανού, στον τρόπο που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην αξιοποίηση της πειραματικής μεθόδου. Αντίστοιχα, υπάρχουν αρκετές αναφορές στην εμπειρία μέσα στο έργο των ορθολογιστών φιλοσόφων και ο Στυλιανού παραθέτει παραδείγματα και από τον Λάιμπνιτς και από τον Ντεκάρτ. Όμως, κατά τον Στυλιανού και στον Σπινόζα, παρότι η εμπειρία συνδέεται με το πρώτο είδος γνώσης, το κατεξοχήν ατελές, εντούτοις η χρησιμότητά της αναγνωρίζεται. Αυτό έχει να κάνει με τη διαρκή μέριμνα του Σπινόζα για «τη σωτηρία των ανθρώπων, δηλαδή την ατομική και συλλογική τους ευτυχία, καθώς και τον οιονεί συμμετοχή τους απόλυτο και στο αιώνιο» (σ. 107), που σημαίνει επίγνωση της σημασίας της ατομικής θρησκευτικής εμπειρίας των ανθρώπων.
Όλα αυτά οδηγούν τον Στυλιανού σε ένα κρίσιμο συμπέρασμα: «Είτε υπό την έννοια της πειραματικής παρατήρησης και του πειράματος, είτε υπό την έννοια της καθημερινής βιωμένης πράξης, η εμπειρία αποτελεί χρήσιμο, πολύτιμο και ενίοτε απαραίτητο υλικό για τον φιλοσοφικό στοχασμό των ορθολογιστών του δεκάτου εβδόμου αιώνα» (σ. 109).
Κριτική του υποκειμένου
Στη συνέχεια ο Στυλιανού στέκεται σε μια άλλη κομβική έννοια, αυτή του υποκειμένου, που εντός του ανθρωπισμού, ενός συστατικού στοιχείου της νεωτερικότητας, θεωρήθηκε ότι αποτελεί την ειδικά ανθρώπινη διάσταση του ανθρώπου. Στέκεται, όμως, και στο πώς φιλόσοφοι όπως ο Μακιαβέλλι, ο Πασκάλ, ο Χομπς και ο Σπινόζα προσφέρουν ουσιαστικά μια κριτική σε αυτή την εκδοχή φιλοσοφικού ανθρωπισμού. Στον Μακιαβέλλι έχουμε μια κατά βάση μοχθηρή φύση, στον Χομπς αφετηρία της συγκρότησης πολιτικών κοινωνιών είναι ότι οι άνθρωποι είναι εγωιστικά ζώα, ενώ ο Πασκάλ «εγγράφει την περατότητα και την αρνητικότητα στην ίδια την ουσία του ανθρώπου, προτείνοντας έτσι μια αρνητική ανθρωπολογία της περατότητας» (σ. 130). Ο Στυλιανού συνεχίζει τη διερεύνηση αυτής της θεματικής και στη φιλοσοφία του 20ου αιώνα, επικεντρώνοντας στη σύγκρουση ανάμεσα στον Σαρτρ («ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός») και τον Χάιντεγκερ της περίφημης «Επιστολής για τον ανθρωπισμό», μην παραλείποντας να αναφερθεί στον τρόπο που η ειδική σχέση του Λουί Αλτουσέρ με τη φιλοσοφία του Σπινόζα εξηγεί την «αλτουσερική επιμονή στο θέμα του θεωρητικού αντιανθρωπισμού του Μαρξ» (σ. 146). Αυτή η διερεύνηση καταλήγει στο έργο του Φουκώ που κατά τον Στυλιανού «θα μπορούσε να αποτελέσει έναν οδηγητικό μίτο, ώστε να συλλάβει κανείς ορθότερα τους μετασχηματισμούς και τις ασυνέχεια στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών» (σ. 153).
Πάθη και πολιτική
Αυτό οδηγεί τον Στυλιανού στην αναμέτρηση με μια άλλη κομβική έννοια, αυτών των παθών, υπογραμμίζοντας ότι οι θεωρίες περί των παθών σχετίζονται κατεξοχήν με την πολιτική. Ο Ντεκάρτ έχει υπόψη του τη δύναμη των παθών, όμως στη φιλοσοφία του υπάρχει ένα «έλλειμμα αγάπης» (σ. 165), καθώς το ερώτημα της αγάπης όχι προς εαυτόν, αλλά προς άλλους μένει ασαφές. Αντιθέτως στον Χομπς, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στα πρωτογενή πάθη των ανθρώπων, ιδίως στην περιγραφή της φυσικής κατάστασης. Κατά συνέπεια «η πολιτική θεωρία του Χομπς προβλέπει στο κράτος όχι επειδή του αναγνωρίζει κάποιον ηθικό σκοπό, αλλά επειδή μόνο το κράτος μπορεί να περιστείλει τα ανθρώπινα πάθη, να απομακρύνει τον φόβο του θανάτου και να εγγυηθεί την ασφαλή επιβίωση των ανθρώπων» (σ. 173). Και ο Σπινόζα υπογραμμίζει τη σημασία των παθών, μέσα σε μια δυναμική συνθήκη, εντός της οποίας αναδύεται μια εκδοχή σωτηρίας που «ταυτίζεται με τη σκέψη, τη γνώση και την κατανόηση του εαυτού μας, των πραγμάτων, του κόσμου, της Φύσης και του Θεού […] μια διανοητική, πνευματική και φιλοσοφική σωτηρία της ψυχής» (σ. 177).
Στη βάση των παραπάνω ο Σπινόζα θα επιμείνει, κατά τον Στυλιανού, σε έναν διαχωρισμό της πολιτικής από την ηθικολογία, στοιχείο που επίσης αποτυπώνεται και στον Μακιαβέλλι. Έτσι, «προχωρεί σε μια νέα πρωτότυπη πρακτική του πολιτικού ρεαλισμού, αποκαθαρμένη από κάθε στοιχείο κυνισμού» (σ. 197), προτείνοντας τελικά τον κατά το δυνατό πλατύτερο εκδημοκρατισμό τη «μέγιστη δημοκρατικοποίηση οποιασδήποτε κρατικής μορφής» (σ. 199).
Σε αυτό το φόντο η καταληκτική παράγραφος του βιβλίου είναι ταυτόχρονα μια υποδειγματική συμπύκνωση της πολιτικής τοποθέτησης που διαπερνά την Ηθική του Σπινόζα, αλλά με έναν τρόπο και το συμπέρασμα στο οποίο θέλει ο ίδιος ο Στυλιανού να οδηγήσει τον αναγνώστη, ως ένα σχόλιο πάνω στη σχέση ανάμεσα στη σχέση γνώσης, παθών και πολιτικής:
«Η Φύση είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους και, συνεπώς, όλοι είμαστε καθορισμένοι από την ανθρώπινη φύση μας να έχουμε τα ίδια πάθη και συναισθήματα, όπως και τις ίδιες ανάγκες. Έχουμε μια ανάγκη για γνώση, η οποία εκφράζεται με έντονο πάθος για γνώση, χωρίς όμως αυτό να συνδυάζεται συνήθως με μια επαρκή γνώση του πάθους, με αποτέλεσμα να ζούμε σε μια γενικώς παθολογική κατάσταση. Μπορούμε εντούτοις να βελτιωνόμαστε με τη βοήθεια του λογικού μας, ώστε να κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας, τα πάθη μας, τα πράγματα και τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να μετασχηματίζουμε τις συμπεριφορές μας προς μια ενεργητικότερη και στοχαστικότερη κατεύθυνση ώστε να γινόμαστε πιο δυνατοί και πιο χαρούμενοι. Σε μια τέτοια δυναμική διαδρομή, η σοφία κατακτάται βήμα βήμα, αφήνοντας πίσω της την πλήρη αμάθεια και την άγονη εμπάθεια, νοηματοδοτώντας έτσι ον βίο και ανοιγοντας μια προοπτική απελευθέρωσης και σωτηρίας των ανθρώπων» (σ. 210-211).
Σε κάθε περίπτωση μια ιδιαίτερα σημαντική έκδοση, που βοηθάει να συνεχίσουμε τη συζήτηση για αυτή την περίοδο της ιστορίας της φιλοσοφίας, υπερβαίνει τις αδυναμίες αρκετών «εγχειριδιακών» παρουσιάσεων της διχοτομίας ορθολογισμού και εμπειρισμού, υπογραμμίζει τη ριζική πρωτοτυπία και «εξαίρεση» που εκπροσωπεί ο Σπινόζα, και ψηλαφεί τη συσχέτιση αυτών των συζητήσεων με τη σύγχρονη αναζήτηση μιας δημοκρατικής πολιτικής με ορίζοντα τη χειραφέτηση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις