Αλλοτε και τώρα
Στην ακριτική επαρχία ακόμη και αν η σκανδαλολογία ξέπεφτε ή μεταβαλλόταν αποκλειστικά σε κουτσομπολιό, ο ηθικός στιγματισμός παρέμενε ζωντανός
- «Mr Everyman»: Οι 51 άνδρες που καταδικάστηκαν για τους βιασμούς της Ζιζέλ - Γιατί τους ονόμασαν έτσι;
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
Αναρωτιέται κανείς γιατί άραγε συζητάμε, ποιος δηλαδή είναι ο απώτερος στόχος μιας συζήτησης και ενός ενδιαφέροντος με καθολικές διαστάσεις σε σχέση με το σκάνδαλο της Ευρωβουλής. Τι ακριβώς μας ενδιαφέρει ώστε να δικαιολογείται τόσος θυμός, τόση οργή, τόσο ξόδεμα σε ώρες σαν να έχουν πάψει αιφνιδίως να υφίστανται όλα τα άλλα, επείγοντα ή λιγότερο επείγοντα θέματα;
Η ερώτηση γίνεται γιατί, αντί να αισθανόμαστε να μας κυριεύει μια αποπνικτική αίσθηση καθολικής χρεοκοπίας, να μας παρηγορεί η προοπτική μιας έρευνας που θα ρίξει φως σε κάθε νεοεμφανιζόμενο σκάνδαλο εξιχνιάζοντάς το ως τις έσχατες στιγμές του και αποκαλύπτοντας τον αριθμό και κυρίως τα ονόματα των ενόχων όποιοι και όσοι αν είναι αυτοί. Με το να πρόκειται όμως για μια αντιμετώπιση, από πλευράς τουλάχιστον των πολλών, που δεν έχει φέρει θεαματικά αποτελέσματα όσον αφορά τον περιορισμό (δεν μιλάμε για εξάλειψη) των σκανδάλων, δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς μήπως με όλες αυτές τις συζητήσεις, ανά την επικράτεια, σε καφενεία, σε στέκια, σε δρόμους, σε γραφεία, σε νοσοκομεία ή και μέσα στα ίδια τα σπίτια, δεν ολοκληρώνουμε όλοι μαζί ερήμην μας ένα σχέδιο που, αν και δεν έχουμε καμιά σχέση με την εκπόνησή του, συνεργούμε ώστε να μεταβάλλει τελικά την έννοια του σκανδάλου σε ένα αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής μας.
Αξίζει να παρατηρήσουμε πως όταν μια κύρωση αυστηρή ή ήπια που θα έπρεπε να είναι ακαριαία προκειμένου να ανακοπεί μια ηθική κατρακύλα μεταβάλλεται σε αντικείμενο αντεγκλήσεων ώσπου να αποφανθεί «το γράμμα του νόμου», ο χρόνος που μεσολαβεί νομιμοποιεί κάθε διαπραγματευτική, από πλευράς των ενεχόμενων στο σκάνδαλο, υστεροβουλία. Με αποτέλεσμα ο θυμός και η αγανάκτηση για κάτι που δεν θα έπρεπε να ξανασυμβεί, να δίνουν τη θέση τους σε αποφάνσεις του τύπου «δεν βαριέσαι, αυτά γίνονταν πάντα», ή «αυτή είναι η ανθρώπινη φύση».
Επειδή το να παραμένει κανείς ως συνείδηση διαρκώς εν εγρηγόρσει είναι κάτι εξαιρετικά κουραστικό, σχεδόν αναπόφευκτη γίνεται η προθυμία μας να μας ξεγελάνε ακόμη και όταν οι καταδικαστέες πράξεις είναι οφθαλμοφανείς. Πολύ περισσότερο όταν συμβαίνει οι πράξεις αυτές να γίνονται μέσα σε ένα πλαίσιο που προϋποθέτει δημοσιότητα, χλιδή, μια ακατάληπτη τεχνολογία, κτίρια ογκώδη, επίσημα, με συγκεντρωμένους μέσα τους τούς εγγυητές θεωρητικά της τάξης και του συμφέροντος των πολλών.
Απείρως πιο εύκολα θα κατηγορούσες ως συμφεροντολόγα, ιταμή και κοντόφθαλμη, τη γυναίκα ενός νεοεκλεγέντος πολιτικού αξιωματούχου, σε μια ακριτική περιοχής της χώρας, τη δεκαετία του ’60 που θα έλεγε στον άντρα της «πρόσεξε, τώρα είναι η ώρα να φτιαχτούμε κι εμείς και τα παιδιά μας», παρά μια ευρωβουλευτίνα με οδηγό, σωματοφυλακή και υψηλές απολαβές. Βέβαια ένα διάστημα εξήντα χρόνων είναι τεράστιο αν λάβει κανείς υπόψη του τις διαφορές ως προς τον τρόπο ζωής των δύο αυτών γυναικών.
Είναι όμως σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα αν τις ελέγξεις ως προς τη βαθύτερη ποιότητά τους. Αλλά και μια ακόμη κάθε άλλο παρά ανεπαίσθητη ή ανώδυνη διαφορά που αφορά πλέον την οργάνωσή μας ως κοινωνία. Στην ακριτική επαρχία ακόμη και αν η σκανδαλολογία ξέπεφτε ή μεταβαλλόταν αποκλειστικά σε κουτσομπολιό, ο ηθικός στιγματισμός παρέμενε ζωντανός, ενώ σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα τον αισθάνεσαι με ημερομηνία λήξεως.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις