Αναμνήσεις από τις γιορτές των λογοτεχνών
Η Ερη Ρίτσου, η Μαρίνα Καραγάτση, η Αγαθή Δημητρούκα, η Ερριέττη Εγγονοπούλου, η Ελση Δημουλά και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος θυμούνται Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές με τους Γιάννη Ρίτσο, Μ. Καραγάτση, Νίκο Γκάτσο, Νίκο Εγγονόπουλο, Κική Δημουλά και Ανδρέα Εμπειρίκο
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Υπάρχουν άνθρωποι που τις ημέρες των γιορτών, των οποιωνδήποτε γιορτών, αισθάνονται, με τη σχεδόν καταναγκαστική υποχρέωση να συμμετέχουν σε μια ατμόσφαιρα χαράς, σχεδόν δυστυχείς. Δεν είναι γιατί είναι αισθηματικά τσιγκούνηδες, το αντίθετο θα έλεγε κανείς, είναι τόση η ψυχική τους επάρκεια και ευρυχωρία ώστε να τους απασχολούν οι άλλοι που είναι αδύνατον να συμμετέχουν στη χαρά των γιορτών, δεν λείπουν ποτέ οι περιπτώσεις ώστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Πώς είναι δυνατόν αναρωτιούνται να οργανωνόμαστε για να χαρούμε και να απολαύσουμε όταν άνθρωποι σχεδόν δίπλα μας, για παράδειγμα στην Ουκρανία, όχι μόνον εξαιρούνται οποιασδήποτε χαράς αλλά και δοκιμάζονται φοβερά; Οπως αναρωτιούνται μήπως δεν είναι και τόσο απίθανη η προοπτική να αναποδογυρίσουν τα πράγματα και να βρεθούμε εμείς στη θέση τους. Ενστάσεις κάθε άλλο παρά αμελητέες, αφού αν γινόταν να διασκεδαστούν ως έναν βαθμό το γεγονός θα πιστωνόταν, όπως συμβαίνει με καθετί σημαντικό στον κόσμο, μόνο στη λογοτεχνία.
Φτάνει να αναλογιστούμε – πόσω μάλλον να διαβάσουμε – τα διηγήματα που έχει γράψει για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ώστε να πάψουμε να αισθανόμαστε, όσοι δεν μπορούμε να χαρούμε τις γιορτές με την έννοια του «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», «ένοχοι» αφού ο σκιαθίτης πεζογράφος «καθιέρωσε» θα έλεγε κανείς την περίοδο των γιορτών και ως μία εκδοχή ενός βαθέος πένθους. Αφορμή για χαρά ή για πένθος, η περίοδος των γιορτών, όπως αυτές που διερχόμαστε, είναι ταυτόχρονα και μια γιορτή μνήμης. Καθώς η μνήμη, όσο μελαγχολικά και αν είναι αυτά που ανακαλεί, μόνο και μόνο γιατί αναφέρεται πάντα στο παρελθόν, είναι μια «γιορτή» που ο προσωπικός της χαρακτήρας φαίνεται να τη νομιμοποιεί σε σχέση με κάθε άλλη εορταστική χαρά. Με γνώμονα αυτήν ακριβώς τη σκέψη απευθυνθήκαμε στους γιους και τις κόρες αλλά και στη σύζυγο έξι σπουδαίων δημιουργών του νεοελληνικού πολιτισμού ώστε να μας κοινωνήσουν τις αναμνήσεις τους σε σχέση με τα χρόνια που οι δημιουργοί αυτοί ήταν εν ζωή.
Αγαθή Δημητρούκα
«Η βασιλόπιτα που έκοψα στα δύο!»
Αγαπητέ κύριε Νιάρχο, οι ζωηρές αναμνήσεις προϋποθέτουν συνήθως και ζωηρά βιώματα. Οι μεγάλες γιορτές, τόσο στον Γκάτσο όσο και σ’ εμένα, μας έφερναν μελαγχολία και τις περνούσαμε όσο γινόταν πιο μοναχικά. Βεβαίως, υπήρξαν και εξαιρέσεις.
Τα πρώτα χρόνια, πηγαίναμε για τα Χριστούγεννα στη μητέρα μου, στο χωριό, και τα περνούσαμε ρουμελιώτικα: με κοτόσουπα, κοντοσούβλι, μπακλαβά και κουραμπιέδες. Αργότερα, κάποιες φορές τα περάσαμε στο σπίτι της Μαρίας και του Σωτήρη Μουστάκα με τα παραδοσιακά αστικά εδέσματα και με περισσότερη χαρά.
Τα τελευταία, το 1991, τα περάσαμε στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι οικογενειακά, χωρίς κόσμο. Ηταν, από μέρους του Γκάτσου, ένας συνειδητός αποχαιρετισμός θέλοντας να ευχηθεί στον φίλο του για τη γιορτή του διά ζώσης, αφού την επομένη θα μπαίναμε στο νοσοκομείο. Από την άγια εκείνη νύχτα θυμάμαι μόνο ότι, αισθανόμενη τον Νίκο ασφαλή με την παρέα φίλων, εγώ κατέρρευσα από τον ύπνο του λαγού τόσων μηνών και πήγα και κοιμήθηκα στο δωμάτιο υπηρεσίας, ώστε να μπορέσω να οδηγήσω για να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Με ξύπνησαν έπειτα από δύο ώρες, γιατί ο Νίκος επέμενε, ο οποίος, με το που με είδε, παραδόξως με μάλωσε που είχα φύγει από το τραπέζι και τον είχα αφήσει μόνο του, κάτι που τότε πολύ με στενοχώρησε.
Τις Πρωτοχρονιές τις περνούσαμε πάντα μόνοι μας, με τα ζώα μας, εκτός από αυτή του 1992, που την περάσαμε στο νοσοκομείο με τη Νάνα Μούσχουρη και τον Αντρέ Σαπέλ, οι οποίοι είχαν έρθει να του ευχηθούν γνωρίζοντας πως για εκείνον θα ήταν η τελευταία. Υπάρχει και μια φωτογραφία από εκείνη την Πρωτοχρονιά, που όμως δεν μπορώ να τη βλέπω ούτε να τη δείχνω. Συγχωρήστε με.
Οι κανονικές Πρωτοχρονιές, ωστόσο, ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες: Στις δώδεκα παρά ένα λεπτό, ο Νίκος κατέβαζε τον γενικό διακόπτη του ρεύματος, αφού εγώ προηγουμένως είχα ανοίξει τα παράθυρα, και τον ξανανέβαζε με το που χτυπούσαν οι δώδεκα, για να μπει ο νέος χρόνος με νέο φως και καινούργιο αέρα. Επειτα άρχιζαν τα τηλεφωνήματα για τις ευχές σε πολύ κοντινούς φίλους και στη μητέρα μου. Ηταν η πιο χαρούμενη στιγμή, η πιο παιχνιδιάρικη, γιατί ο Νίκος ήθελε να τηλεφωνάει πρώτος κι όλο κάποιος άλλος τον προλάβαινε. Δηλαδή, σχημάτιζα η ίδια τον αριθμό στο καντράν κι όταν έβγαινε η γραμμή, ευχόταν πρώτα ο Νίκος κι έπειτα εγώ. Εκείνα τα χρόνια, βέβαια, με δυσκολία έβγαινε γραμμή εξωτερικού, γι’ αυτό, ελάχιστες φορές προλάβαμε τη Νάνα Μούσχουρη πριν τηλεφωνήσει εκείνη από την Ελβετία. Στη διάρκεια της ημέρας γράφαμε κάτι, διαβάζαμε κάτι, παίζαμε με τα ζώα μας – γάτες τον πρώτο καιρό, σκυλιά μετά -, βγαίναμε για μεσημεριανό στου Φλόκα ή στο GB Corner αν ήταν ανοιχτά, κι επιστρέφοντας ξανάρχιζαν τα τηλεφωνήματα σε λίγους συγγενείς και σε πολλούς φίλους με τον τρόπο που προανέφερα, τηρώντας το έθιμο που λέει πως ό,τι κάνουμε την Πρωτοχρονιά το κάνουμε όλο τον χρόνο.
Ωστόσο, η πιο χαρούμενη και πιο αστεία Πρωτοχρονιά ήταν η πρώτη που ζήσαμε μαζί, το μακρινό 1976. Αφού έκανα Χριστούγεννα με τους γονείς μου, πήρα διάφορα καλούδια του χωριού και τον κόκορα που είχε σφάξει η μάνα μου για το καλό, και ήρθα στην Αθήνα. Ημουνα ένα δεκαοχτάχρονο χωριατοκόριτσο, που αγνοούσε τα έθιμα της πόλης. Παρ’ όλα αυτά, με τη σκέψη ότι έτσι θα ευχαριστούσα τον Νίκο, προσπάθησα να τα ακολουθήσω.
Εμείς, από βασιλόπιτες δεν είχαμε ιδέα. Δεν ήταν στην παράδοσή μας. Γι’ αυτό, πήρα από τον φούρνο την πιο απλή, δηλαδή, μια βασιλόπιτα τσουρέκι. Με την αλλαγή του χρόνου, την έφερα στο τραπέζι, εκεί στο χολ της τότε μονοκατοικίας στην οδό Σπετσών 101, για να την κόψει ο Νίκος. Εκείνος, πιστεύοντας ότι ήξερα, ή υποψιαζόμενος το αντίθετο και περίμενε να δει τι θα έκανα, μου είπε: «Κόψ’ την εσύ, γιατί εμένα τρέμει το χέρι μου και θα μου φύγει το μαχαίρι». Κι εγώ, που δεν είχα ακούσει ούτε δει ποτέ πώς γίνεται το κόψιμο της βασιλόπιττας, πού να φανταστώ ότι έπρεπε να τη σταυρώσω, να κόψω το πρώτο κομμάτι του Χριστού, το δεύτερο του σπιτιού, το τρίτο της δουλειάς, και πάει λέγοντας; Πήρα, λοιπόν, το μαχαίρι και, σκεπτόμενη ότι ήμασταν δύο οι παρόντες, την έκοψα στη μέση! Ο Νίκος ενθουσιάστηκε, ξεκαρδίστηκε στα γέλια, λάμποντας ολόκληρος. Το απόγευμα, το ίδιο ενθουσιασμένος, το ίδιο γελώντας και λάμποντας, τηλεφώνησε στον Ελύτη και του το διηγήθηκε. «Εχει δίκιο η Αγαθή» αποφάνθηκε εκείνος, επίσης γελώντας. Αργότερα κατάλαβα ότι η κίνησή μου αυτή τούς είχε αρέσει τόσο πολύ, γιατί εμπεριείχε το απρόσμενο και το τυχαίο που εξυμνούσε ο υπερρεαλισμός.
Ας ευχηθούμε, λοιπόν, Καλά Χριστούγεννα σε όλους και το 2023 να έχει λιγότερα και πιο ελαφρά προβλήματα, που να τα ξεπερνάμε με μια απλή υπερρεαλιστική ιδέα ή κίνηση!
Ερριέττη Εγγονοπούλου
«Ξενοδοχείο Auberge, στο Τατόι»
Δεν είμαι των αναμνήσεων και δεν αναπολώ. Πιστεύω ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι πολλά πράγματα από τις Πρωτοχρονιές μου ως παιδί. Ως οικογένεια είχαμε μια καθημερινότητα που μέσα στις γιορτές δεν άλλαζε και πολύ.
Οι γονείς μου δεν ήταν κοσμικοί, δεν ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά τους οι μεγάλες συγκεντρώσεις, οπότε περνάγαμε τις γιορτές οικογενειακά, οι τρεις μας, χωρίς να δεχόμαστε ή να κάνουμε καλέσματα. Γιορτάζαμε στον κλειστό πυρήνα της οικογένειας, σε ένα περιβάλλον περισσότερο πνευματικό παρά κοσμικό. Ο πατέρας μου γνώριζε και αγαπούσε την παράδοση χωρίς υπερβολές. Θεωρούσε ότι η παράδοση κάνει τη διαφορά στην καθημερινότητα, αλλά ο κόσμος του ήταν η οικογένειά του, δεν αναλωνόταν μέσα στη γιορτινή υπερβολή που υπήρχε στους ανθρώπους γύρω μας.
Αγαπούσε πολύ τους κουραμπιέδες και όχι τόσο τα μελομακάρονα, ενώ στο τραπέζι υπήρχε πάντα η παραδοσιακή γαλοπούλα. Κι αυτές τις μέρες, τις γιορτινές, όπως και όλες τις άλλες, βρισκόμασταν στο τραπέζι οι τρεις μας να φάμε, να μιλήσουμε, σεβόμενοι πάντα τους προσωπικούς ρυθμούς μας.
O μπαμπάς ήταν πάντα παρών όταν τον χρειαζόμουν, παρόλο που ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να απομονώνεται στο εργαστήριό του όπου ζωγράφιζε, έγραφε, αλλά και διάβαζε. Οποια όμως στιγμή τον χρειαζόμουν αυτός ήταν εκεί. Οταν ήμουν μικρή, καθώς δεν υπήρχαν πολλά παιχνίδια τότε ούτε και πολλά χρήματα, ο πατέρας μου μού ζωγράφιζε συχνά κάτι για να παίζω. Ετσι θυμάμαι πως σε κάποιες γιορτές μέσα σε ένα κουτί ζωγράφισε με τέμπερες μια σπηλιά και μου είπε: Για δες μια φάτνη! Είναι για το δέντρο μας.
Ο πατέρας μου δεν σταμάταγε ποτέ να ζωγραφίζει. Κάθε πρωί, μετά τον καφέ του και το απαραίτητο ξύρισμα, ξεκίναγε. Ακόμα και στις γιορτές. Ούτε λόγος για πολυήμερες διακοπές. Οι διακοπές μας είχαν μικρή διάρκεια, μόνο κάτι διήμερα και τριήμερα. Ηθελε τον χώρο του, το ατελιέ του, τα χρώματά του, τα πινέλα του, την παλέτα του. Του άρεσε να ζωγραφίζει στο εργαστήριό του, παρέα με τις σκέψεις του, τα βιβλία του και τα άπειρα τσιγάρα που κάπνιζε ασταμάτητα.
Θυμάμαι, ωστόσο, κάτι: ένα ξενοδοχείο, το «Auberge», που ήταν στο Τατόι και στο οποίο πηγαίναμε μερικές φορές στις γιορτές για δυο τρεις μέρες. Εκεί συνήθιζαν να πηγαίνουν οι καθηγητές του Πολυτεχνείου, συνάδελφοι του μπαμπά και της μαμάς. Κάποιες χρονιές πηγαίναμε κι εμείς εκεί για Πρωτοχρονιά. Θυμάμαι ότι η Auberge είχε ένα χαγιάτι ξύλινο και τζάκι και ο κ. Βερνίκος, ο ιδιοκτήτης της, είχε δικό του μποστάνι με λαχανικά και ζαρζαβατικά αλλά και κότες και κουνέλια. Το δείπνο ξεκινούσε νωρίς και τελείωνε πριν από την αλλαγή του χρόνου. Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ως παιδί ήταν που όταν αποχωρούσαμε για τα δωμάτιά μας μετά το δείπνο οι μεγάλοι αντί για ευχές έλεγαν: «Θα σας δούμε του χρόνου», καθώς δεν ήταν ακόμα μεσάνυχτα.
Αλλες πάλι χρονιές δεν πηγαίναμε στην Auberge και μέναμε στο σπίτι. Απαραίτητο πάντα ένα μικρό έλατο πάνω στον σοφρά, στο σαλόνι μας, στολισμένο με τα γυάλινα στολίδια. Και βέβαια τα δώρα τα έφερνε ο Αγιος Βασίλης την Πρωτοχρονιά. Με πόση λαχτάρα περίμενα αυτά τα δώρα, όπως άλλωστε και όλα τα παιδιά.
Ερη Ρίτσου
«Το φόρεμα που έφερε ο μπαμπάς στο Καρλόβασι»
Ο Θανάσης ζήτησε οι χαρούμενες αναμνήσεις μας να πάρουν παραπάνω από 500 λέξεις για να γραφτούν. Είναι άραγε 500 λέξεις πολλές για να περιγράψει κανείς μια χαρούμενη εικόνα; Χρειάζονται περισσότερες; Μήπως λιγότερες θα ήταν μια χαρά;
Ο μπαμπάς έρχεται απ’ την Αθήνα με μια βαλίτσα γεμάτη δώρα, όπως κάθε Χριστούγεννα. Σκάω απ’ τη χαρά μου που θα έχω πράγματα που κανένα άλλο παιδί δεν έχει στο Καρλόβασι. Ο μπαμπάς έχει καταπληκτικό γούστο. Το φόρεμα που μού αγόρασε είναι εξαίσιο. Στην Αθήνα είναι τυχεροί. Εχουν το Κατράντζος Σπορ και τους Αδελφούς Λαμπρόπουλους. Εμείς εδώ, παρόλο που μπήκαμε πια στη δεκαετία του ’60, δεν έχουμε καταστήματα «ετοίμων ενδυμάτων». Εχουμε μαγαζιά, σαν αυτό του μπαμπά της Δέσπως, που πουλάνε υφάσματα, με τα ράφια γεμάτα τόπια και τους τεράστιους πάγκους όπου απλώνονται τα τόπια για να τα περιεργαστούν οι αγοραστές και να μετρηθούν τα όσα μέτρα χρειάζονται για το κοστούμι ή το φόρεμα. Σκούρα μάλλινα, κασμίρια, βαμβακερά τον χειμώνα, φωτεινά, λουλουδάτα, χρωματιστά την άνοιξη. Εχουμε και τη μοδίστρα τη Γιασεμώ, που το σπίτι της είναι γεμάτο φιγουρίνια και πάμε και τα φυλλομετράμε για να διαλέξουμε ποιο σχέδιο μας αρέσει για να μας φτιάξει το φόρεμα. Οι πρόβες είναι κουραστικές και οι καρφίτσες καμιά φορά τσιμπάνε αλλά η ομορφιά θέλει θυσίες. Εγώ όμως είμαι προνομιούχα γιατί ο μπαμπάς μου μένει στην Αθήνα κι όποτε έρχεται μου φέρνει πανέμορφα φορέματα.
Εχω ανοίξει τη βαλίτσα, έχω βγάλει τα δώρα μου και το πρώτο πράγμα που κάνω αφήνοντας τα βιβλία κατά μέρος είναι να δοκιμάσω το φόρεμά μου. «Πού πας Ερη;» ρωτά ο μπαμπάς καθώς ορμάω έξω απ’ το σπίτι. «Πάω να δείξω το φόρεμά μου στη θεία Ιωάννα» λέω και γίνομαι καπνός για να πάω στο σπίτι της θείας.
Χαρούμενη ανάμνηση; Για μένα η πιο χαρούμενη. Αλλά έχει και συνέχεια. Το φόρεμά μου είναι μοναδικό αλλά θα πρέπει να είμαι και εγώ μοναδική. Ο μπαμπάς φροντίζει και γι’ αυτό. Ο μπαμπάς με μαθαίνει πράγματα που κανένας άλλος δεν ξέρει. Ο μπαμπάς δεν έχει μόνο καλό γούστο, έχει και πολλά ταλέντα. Τώρα όμως το σημαντικό δεν είναι να με μάθει να ζωγραφίζω. Αλλωστε μια χαρά ξέρω να φτιάχνω σπιτάκια με τον καπνό να βγαίνει απ’ την καμινάδα τους. Το σημαντικό είναι να μάθω αυτόν τον καινούργιο χορό. Μ’ αρέσει πολύ να χορεύω και όταν μεγαλώσω θα γίνω Ουλάνοβα. Για την ώρα χορεύω μόνη μου στο σπίτι ακούγοντας μουσική απ’ το ραδιόφωνο ή χορεύω στην παραλία ακούγοντας μουσική απ’ το κεφάλι μου μέσα. Ομως αυτός ο χορός έχει βήματα και πρέπει να τα μάθω. Ο μπαμπάς τα ξέρει και μου τα δείχνει. Ενα, δύο, τρία-α, ένα. Τσα τσα, τσατσατσα, τσα. «Τσα τσα» λέγεται ο χορός. Οπως λέμε «τσα» όταν εμφανίζουμε τη μούρη μας ξαφνικά μπροστά σε κάποιον. Ενα, δύο, τρία-α, ένα. Ο μπαμπάς μου δείχνει τα βήματα ξανά. Μπρος και πίσω. Εύκολο είναι το έμαθα. Ευχαριστώ μπαμπά. Μπορώ τώρα, στα έξι μου, να χορεύω το «νιάου νιάου βρε γατούλα» σαν τη Βουγιουκλάκη. Ουλάνοβα θα γίνω αργότερα. Ο μπαμπάς στήνεται απέναντί μου, με πιάνει απ’ το χέρι και χορεύουμε μαζί. Ενα, δύο, τρία-α, ένα.
Ελση Δημουλά
«Πρωτοχρονιά γεννήθηκε το ποίημα για το Πάσχα»
Θυμάμαι. Τις πρωτοχρονιές στο παλιό μας σπίτι στην Κυψέλη. Γιόρταζε η μάνα μου και το μεσημεριανό τραπέζι με φίλους και συγγενείς ήταν κάτι σαν θεσμός με μεγάλη γοητεία. Εκείνη, σ’ ένα ρόλο που αν και δεν της ήταν πολύ οικείος και παρά τη γνωστή αμφιθυμία της, διέθετε τον εαυτό της ανεπιτήδευτα πρόσχαρα. Τα gui ήταν μεγάλη αδυναμία της, όπως και το παγωτό μες το χειμώνα. Ασυμβίβαστη και απρόβλεπτη… Μια αδυναμία της ακόμα ήταν και οι καθόλου τυπικές ευχές. Αυτές που μου έδινε για τον καινούργιο χρόνο, απ’ όταν ήμουν μαθήτρια, με παίδεψαν λιγάκι. Κι όσο μεγάλωνα τόσο γινόντουσαν πιο προστακτικές: «φέτος ξεκίνα» ή «η καινούργια χρονιά να έχει μέσα της πολλές νέες χρονιές» ή, φοιτήτρια πια «μην αφήσεις τον νέο χρόνο να φύγει γρήγορα». Στον αδελφό μου είχε πει κάποτε: «σου έχω δώσει τόσες ευχές που τώρα πια θα πρέπει ν’ ανοίξω το στοκ της μητρικής μου αγάπης». Αυτό που «διέταζε» τον ίδιο τον καινούργιο χρόνο, ήταν να μας βλάψει λιγότερο από τον προηγούμενο.
Μια τέτοια μέρα γιορτινή πήγε στην κουζίνα να φέρει το φαγητό στο τραπέζι. Αργούσε αδικαιολόγητα. Πάω να δω γιατί, και τη βλέπω καθισμένη στο σκαμνάκι, μπροστά στο σβηστό φούρνο, σκυμμένη κι απόκοσμη, κάτι να γράφει σε μια χαρτοπετσέτα. Κατάλαβα… Πήρα το φαγητό και φάγαμε χωρίς εκείνη. Εκείνη έγραφε… Πρωτοχρονιά λοιπόν του 1998, και όχι Πάσχα όπου παραπέμπει, γεννήθηκε το ποίημα που βρίσκεται στη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί»: «Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά… Ο φούρνος σου δεν καίει, κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας… Εβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι. Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια και ο σβέρκος…». Αισθανόταν πάντα μέσα της το μέτωπό του παγωμένο, κι ας είχε φύγει χρόνια ο πατέρας.
Μέσα στις λίγες εορταστικές μέρες της ελευθερίας της, στα χρόνια που εργαζόταν, ανάμεσα στην επιθυμία της για αποδράσεις στα κόκκινα φύλλα του βουνού και στις επιθυμίες όλων μας που πάντα την περιελάμβαναν, πετύχαινε τουλάχιστον μικρές αποδράσεις σ’ ένα κρύο δωματιάκι στην ταράτσα, άλλοτε αποθήκη, και μετά ησυχαστήριο – γραφείο της. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό της όταν κάναμε τη λιτή μετατροπή του και την ερασιτεχνική διακόσμηση. Η δικιά της ποίηση δεν έπεφτε ποτέ στη γλυκιά νάρκη των ημερών. Αντίθετα ήταν πιο ενεργή και απαιτητική. Εγώ από τότε γατζωμένη πάνω της. Εκεί μου διάβασε για πρώτη φορά ποιήματά της κι άρχισε το ταξίδι μας. Αυτά μέχρι το 1985 που έφυγε ο αγαπημένος της Αθως και πατέρας μας, παρών όμως πάντα από κει και πέρα στην ανάγνωση του καθημερινού απουσιολόγιου. Από τότε η αμφιθυμία της πήρε μια μεγάλη κλίση προς τη λύπη, σαν προδοσία ένιωθε τη χαρά. Αυτό άλλαξε κάπως όταν είχαμε κι εμείς πια μεγαλώσει και νέα μέλη προστέθηκαν σιγά σιγά στην οικογένεια. Σου απευθύνομαι τώρα μάνα και «σίγουρα με ενοχλεί η ισχυρογνώμων σιωπή σου». Σου ζητώ να μην αφήσεις να ξεθωριάσουν ποτέ οι χριστουγιενιάτικες εικόνες σου. Ξέρω, βέβαια, πως έχει τρομακτική διαφορά η στιγμή που κάτι συμβαίνει, με τη στιγμή που το θυμόμαστε. Την τελευταία Πρωτοχρονιά που παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα σε γιόρτασαν, για κάποιον ανεξήγητο λόγο μας ζήτησες τον επόμενο χρόνο να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα. Την εξήγηση την έδωσε μια αναχώρηση που πλανιόταν γύρω σου. Αισθανόσουν άραγε μια άλλη βαρύτητα για τη μέρα αυτή; Οι ευχές θα είχαν κάτι το ουράνιο; Η σύναξη θα γινόταν πέντε μέρες νωρίτερα και βιαζόσουν; Δεν έφτασες στα Χριστούγεννα ανυπόμονη… Σε καλοδέχτηκαν όμως αυτά, μήνες αργότερα, και ικανοποίησαν την όψιμη επιθυμία σου. Εκεί που είσαι, η μνήμη, οι λέξεις σου, ο χρόνος, σε μια αλλόκοτη πραγματικότητα, σε συντροφεύουν. Μην με ξεχνάς, κι ας έρχεσαι πότε πότε να με κρατάς… Ενταξέ το κι αυτό στα αλλόκοτα…
Λεωνίδας Εμπειρίκος
«Αναμνήσεις από τους Ελληνες της Ρωσίας»
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τις περνούσαμε πάντα με τη γιαγιά Στεφανία, τη μητέρα του πατέρα μου, Κυδωνηέως το επίθετό της. Η καταγωγή της ήταν από την Ανδρο, αλλά ο παππούς της είχε πάει στη Ρωσία, στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας πιο συγκεκριμένα κι εκεί ο γιος του, ο πατέρας της γιαγιάς μου δηλαδή, που ήταν πλέον ρωσόφωνος, έφτιαξε το Grand Hotel που ήταν δίπλα στο λιμάνι της Σεβαστούπολης. Είχε μάλιστα κινέζο μάγειρα κι ήταν ίσως το μοναδικό ξενοδοχείο που το εστιατόριό του πρόσφερε κινέζικο φαγητό. Ολα αυτά τα συζητούσαν οι μεγάλοι μεταξύ τους τις μέρες των γιορτών στα ρωσικά, ελληνικά μιλούσαν μόνον όταν απευθύνονταν σε μας τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Διατηρώ πάντα ανεξίτηλη την εικόνα του πατέρα μου να μιλάει με τη γιαγιά μου στα ρώσικα, αλλά σ’ αντίθεση με τον πατέρα μου την προφορά της γιαγιάς μου να έχει έναν έντονο ρωσικό χαρακτήρα. Αν και πολύ μικρός αισθανόμουν να καταλαβαίνω, χωρίς βέβαια να γνωρίζω τη γλώσσα, τα περισσότερα σε σχέση με αυτά που έλεγαν, ενώ οι υπόλοιποι κοιτάζονταν μεταξύ τους με αμηχανία.
Πολύ συχνά όμως τις μέρες των γιορτών δεν πηγαίναμε μόνον στο σπίτι της γιαγιάς Στεφανίας, στην οδό Αινειάνος, αλλά και σ’ ένα άλλο σπίτι, στην οδό Φυρρών που έμεναν οι αδελφές της, όλες τους ρωσόφωνες. Οι γιορτές λοιπόν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι πάντα συνδεδεμένες στο μυαλό μου όχι μόνον μ’ αυτή την πολύ ωραία γλώσσα που είναι τα ρώσικα αλλά και την πολύ μεγάλη νοσταλγία για τις γιορτές αυτές όπως τις είχανε ζήσει οι Ελληνες στα χρόνια της αυτοκρατορικής Ρωσίας. Απαραιτήτως όταν πηγαίναμε στη γιαγιά τις μέρες των γιορτών ερχόταν μαζί μας και ο δεύτερός της γιος ο Μαράκης – ο τρίτος ο Κίμων ζούσε στην Αμερική και προσωπικά δεν τον γνώρισα ποτέ. Μαράκης Εμπειρίκος, το Μαράκης από το Μαρής, ένα όνομα που υπήρχε μόνον σ’ αυτή την οικογένεια.
Η εξήγηση είναι η εξής: Η μητέρα του παππού μου ήταν από το χωριό Αποίκια της Ανδρου και το επίθετό της ήταν Μαρή. Μαρουλιώ Μαρή. Επειδή όμως το επίθετο χάθηκε μέσα στα χρόνια, το έδιναν ως βαφτιστικό όνομα στους άρρενες απογόνους. Ο θείος Μαράκης λοιπόν ερχόταν τις μέρες των γιορτών στη γιαγιά με την ελβετοεβραία σύζυγό του Νικόλ και τα δύο τους παιδιά, τον πρώτο μου ξάδελφο και την πρώτη μου ξαδέλφη. Δεν παίζαμε όμως μόνον εμείς τα παιδιά, έπαιζαν και οι μεγάλοι, ρώσικα επιτραπέζια παιχνίδια πίνοντας τσάι από ένα σαμοβάρι που ήταν μονίμως εγκατεστημένο πάνω σ’ ένα μπουφέ. Να προσθέσω πως το σπίτι της γιαγιάς ήταν μια εκπληκτική κατασκευή, αρχιτεκτονικής Bauhaus, που το είχε χτίσει ο παππούς μου και της το είχε χαρίσει ως ανταμοιβή όταν πήρανε διαζύγιο.
Ενα σπίτι με μια ιδιαίτερη μυρωδιά που εμείς τα παιδιά φανταζόμασταν πως έτσι θα μύριζαν τα πάντα στη Ρωσία, τα σπίτια, οι άνθρωποι, τα φαγητά, ιδίως τα φαγητά που ακόμη και τώρα μαγειρεύονταν σύμφωνα με ρωσικές συνταγές. Οσον αφορά τη γαλοπούλα που υπήρχε πάντα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τη θεωρούσαμε ως ένα έθιμο αμερικανικής προέλευσης, ούτε ελληνικής ούτε ρώσικης. Ακριβώς γιατί το είχε φέρει ο θείος Μαράκης που είχε μείνει δύο χρόνια στην Αμερική, αντιγράφοντας την ημέρα των Ευχαριστιών, μιας ημιθρησκευτικής και ημικοσμικής γιορτής των Αμερικάνων, μια ημέρα που είχε καθιερωθεί ως έκφραση ευχαριστιών των μεταναστών που είχαν διαπεραιωθεί στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Αλλά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι συνδυασμένο και με μια άλλη ανάμνηση. Καλυμμένο το ίδιο το έπιπλο του τραπεζιού μ’ ένα τραπεζομάντηλο που έφτανε ως το πάτωμα, χρησίμευε ως μια ιδεώδης κρυψώνα για μένα και τα ξαδέλφια μου ώστε να σκαρφιζόμαστε λογής σκανδαλιές.
Μαρίνα Καραγάτση
«Ο Βενέζης που ζύμωνε τη βασιλόπιτα»
Από τις ζωηρότερες αναμνήσεις Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, με τη μαμά και τον μπαμπά, είναι δυο εντελώς παράταιρες εικόνες. Αν και ο Εμφύλιος έχει λήξει, οι σφαίρες εξακολουθούν να σφυρίζουν στην εαμοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας. Πρωτοχρονιά του 1950 και ενώ η μαμά μου με ντύνει για να βγούμε, ακούγεται ο πατέρας μου να ρωτάει: «Πού ετοιμάζεστε να πάτε με το καλό;». «Δεν μπορώ πια άλλο μέσα, έχω σκάσει», απαντά η μητέρα μου». «Θα πάρω το Μαρινάκι και θα πάμε στη γιαγιά την Ανθή και τον θείο τον Βασιλάκη που γιορτάζει σήμερα». «Είσαι στα καλά σου;» υψώνεται οργισμένη η φωνή του πατέρα μου. «Δεν βλέπεις τους δρόμους;
Δεν κυκλοφορεί ψυχή». «Εμείς πάντως θα πάμε», λέει αποφασιστικά η μαμά μου. Με παίρνει λοιπόν από το χέρι και με βήμα βιαστικό ανεβαίνουμε την οδό Σπάρτης, στρίβουμε αριστερά στη Λευκωσίας και φτάνουμε στο σπίτι της γιαγιάς που ήταν δίπλα στο 8ο Γυμνάσιο. Δεν ήταν ακριβώς σπίτι της, είχε μόλις χηρέψει και τη φιλοξενούσε ένας ανύπαντρος αδελφός της, όπως φιλοξενούσε και τον άλλο αδελφό τους, τον Βασιλάκη, που επίσης είχε πεθάνει η γυναίκα του. Χτυπήσαμε και μας άνοιξε η κυρά Δέσποινα, η αφοσιωμένη υπηρέτρια της οικογένειας. Μας οδήγησε κατευθείαν στο σαλονάκι όπου κάθονταν η γιαγιά η Ανθή, ντυμένη στα κατάμαυρα με τον άσπρο της κότσο και ο θείος Βασιλάκης. Πολύ γνωστός δικηγόρος που σήμερα φορούσε το καλό του το κοστούμι, κρατώντας ένα μπαστουνάκι με ασημένια λαβή που δεν αποχωριζόταν ποτέ. Μπαίνοντας η κυρά Δέσποινα με το γλυκό του κουταλιού ακούστηκε περίεργος θόρυβος, ένα «μπα μπα μπα μπα» και μια φωνή που έλεγε: «φύγετε αμέσως». Πρώτη μίλησε η γιαγιά η Ανθή που είπε: «Παιδιά μου, δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω. Εδώ που είμαι, εδώ θα τελειώσω. Να φύγω να πάω πού;». «Κάτω στο πλυσταριό που πάμε κι εμείς», φώναξε η κυρά Δέσποινα. Η μαμά μου έμοιαζε διπλά τρομοκρατημένη και με το μπαμ μπουμ και με το πώς θα αντιμετώπιζε τον πατέρα μου όταν επιστρέφαμε.
Στο πλυσταριό είχανε μαζευτεί διάφοροι γείτονες. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε πως ο θόρυβος προερχόταν από ένα αεροπλάνο και μάλιστα εγγλέζικο που είχε ως στόχο το 8ο Γυμνάσιο – είχανε κρυφτεί εκεί οι τελευταίοι ελασίτες. Οταν το αεροπλάνο κατέβαινε χαμηλά και έπεφταν σοφάδες από τους τοίχους, εμφανιζόταν η κυρά Δέσποινα με μια μεγάλη σκούπα κι έλεγε: «Παναθεματισμένοι που μου βρωμίζετε την αυλή μου». Οταν κάποια στιγμή σταμάτησαν τα μπαμ μπουμ με πήρε η μαμά μου και φύγαμε.
Φτάνοντας στο σπίτι, είδαμε τον μπαμπά μου στο μπαλκόνι να μας κάνει νοήματα, ότι «τώρα θα δείτε τι θα πάθετε». Ωστόσο έχω ακόμα πεντακάθαρη στα αφτιά μου μια φωνή που ερχόταν μέσα από το 8ο Γυμνάσιο κι έλεγε: «Μη φοβάστε κανέναν. Οσο υπάρχουν ελασίτες σαν κι εμένα ου στηρίζουν το αριστερό κίνημα, δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα». Πάντως την προηγούμενη μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μπαίνοντας στην κουζίνα του σπιτιού μας, είδα κάτι που δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Τον Ηλία Βενέζη που τον φιλοξενούσαμε εκείνες τις μέρες μαζί με τη γυναίκα του, τη Σταυρίτσα, και την κόρη του, την Αννα, μπροστά σε μια λεκάνη, ή μάλλον σκάφη, να ρίχνει μέσα της μπόλικο αλεύρι και νερό και να ζυμώνει για να ετοιμάσει την πρωτοχρονιάτικη πίτα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο Βενέζης, με γυρισμένα τα μανίκια, να ζυμώνει σάμπως και ήτανε αρτεργάτης. Οταν τέλειωσε το ζύμωμα, ήρθε στην τραπεζαρία όπου η Αννα και εγώ θα τρώγαμε το μεσημεριανό μας. Κάθησα και μπροστά μου δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. Αλλά μπροστά στην Αννα υπήρχε ένα πιάτο με ένα αβγό. Ενιωσα τόση ζήλια που η Αννα θα έτρωγε ένα αβγό ώστε άρχισα να λέω τραγουδιστά: «Εσείς έχετε αβγό, εμείς δεν έχουμε».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις