Τότε που «γνώρισα» τον Πελέ
Το ποδόσφαιρο είναι από τα ελάχιστα «γήπεδα» όπου μπορούν, για διάφορους λόγους, να ευδοκιμήσουν τέτοιοι μύθοι
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι όπου πέρασα τα πιο «γόνιμα» παιδικά μου χρόνια υπήρχε ένα περίπτερο. Κάθε Παρασκευή πρωί, το περίπτερο αυτό ήταν για μένα το κέντρο του κόσμου. Κυκλοφορούσε το Μίκι Μάους. Αξημέρωτα, πριν φύγω για το σχολείο, με τις πιτζάμες που λέει ο λόγος και κρατώντας σφιχτά τρεις δραχμές στην παλάμη μου (τον «φόρο της Παρασκευής» όπως έλεγε η μάνα μου) έτρεχα για να αγοράσω το καινούργιο τεύχος. Και ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, να ήταν αυτή (το να βγω, δηλαδή, μόνη μου από το σπίτι και να πάω έστω και μέχρι απέναντι, για να αγοράσω, επίσης μόνη μου, κάτι) η πρώτη μου ανεξάρτητη κοινωνική δραστηριότητα.
Μία Παρασκευή του 1970, στο εξώφυλλο δεν είχε ούτε τον Μίκι ούτε τον Ντόναλντ ούτε καν τον Χιούι, τον Λιούι και τον Ντιούι. Είχε το σκίτσο ενός ποδοσφαιριστή σε μία φιγούρα που έμοιαζε περισσότερο με χορευτική και κάπου έγραφε «Μεξικό 1970». Ηταν η μέρα που γνώρισα τον Πελέ.
Ηξερα ήδη από ποδόσφαιρο, ο μεγαλύτερος ξάδελφός μου με είχε κάνει φανατικό Ολυμπιακάκια, ένιωθα εξπέρ διότι μια-δυο φορές με είχε πάρει μαζί του (κρυφά από τους γονείς μου) στο «Καραϊσκάκης», πλακωνόμουν στο ξύλο με τα «παναθηναϊκάκια» και μάζευα «χαρτάκια» με τον Γιούτσο και τον Σιδέρη. Μόνο που για κάποιον ακατανόητο λόγο – από αυτούς που μόνο σε ένα παιδικό μυαλό μπορούν να ευδοκιμήσουν – πίστευα ότι το ποδόσφαιρο ήταν κάτι που αφορούσε μόνο την Ελλάδα (μετά ερωτεύθηκα τον Τζορτζ Μπεστ τον οποίον όμως αργότερα «απάτησα» με τον Ρομπέρτο Μπέτεγκα, για να μην πω το πιο… τραυματικό, ότι πρωτοέμαθα για τις ξένες ομάδες όταν ο ΠΑΟ πήγε στο Γουέμπλεϊ).
Τότε, το 1970 δηλαδή, ο Πελέ ήταν ήδη 30 ετών. Και εκείνο ήταν το τελευταίο του Μουντιάλ. Λίγα χρόνια αργότερα σταμάτησε και από τη Σάντος (τιμής ένεκεν έπαιξε λίγα χρόνια ακόμη σε ομάδα της Νέας Υόρκης). Που σημαίνει ότι δεν τον έχω δει να παίζει «ζωντανά» – σε παρόντα χρόνο εννοώ. Αυτός όμως ήταν η αφορμή να ενδιαφερθώ για το διεθνές ποδόσφαιρο, να καταλάβω τι είναι το Μουντιάλ. Λόγω του Πελέ άρχισα να διαβάζω για τη Βραζιλία, να «ανακαλύπτω» την κουλτούρα της, να μαθαίνω για τις φαβέλες της, να ανακαλύπτω την κοινωνική διάσταση του βασιλιά των σπορ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, για την «πόρτα» που μου άνοιξε ο Πελέ και η οποία δεν είχε σχέση μόνο με το ποδόσφαιρο, άρχισα να συνειδητοποιώ σε εκείνη την τρυφερή ηλικία τι σημαίνει θρύλος και μύθος. Και χρόνια αργότερα τον είδα στη «Μεγάλη απόδραση των 11». Και κατάλαβα ότι δεν φτάνει να φτιάξεις τον μύθο σου. Πρέπει να ξέρεις και πώς να τον συντηρείς και να τον ανατροφοδοτείς. Συνειδητά ή από ένστικτο.
Τώρα, με την αγωνία για την υγεία του να κορυφώνεται παγκοσμίως, συνειδητοποιώ κάτι ακόμη. Οτι το ποδόσφαιρο είναι από τα ελάχιστα «γήπεδα» όπου μπορούν, για διάφορους λόγους, να ευδοκιμήσουν τέτοιοι μύθοι. Τοπικοί ή διεθνείς. Ισως γι’ αυτό, περισσότερο και από τη συγκίνηση του παιχνιδιού, να το έχουμε ανάγκη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις