Άμος Οζ: Ο συμβιβασμός είναι ζωή
Δεν σκεφτόμουνα να γίνω συγγραφέας, όχι, σκεφτόμουν να γίνω βιβλίο
Η τελευταία εικόνα που έχω από τον Άμος Οζ στο κιμπούτς Χούλντα ήταν να φωτογραφίζεται μαζί μου μπροστά σε ένα σκουριασμένο τρακτέρ, στημένο εν είδει μνημείου στη μέση ενός καταπράσινου λιβαδιού, πραγματικό καμάρι των ανθρώπων που το φροντίζουν καθημερινά. Έχει μόλις τελειώσει η συνέντευξη, σε λίγα λεπτά ο Οζ θα πάρει το λεωφορείο που θα τον γυρίσει στο σπίτι του, πρώτα όμως στηνόμαστε για τη φωτογραφία, εκείνος περνάει το χέρι του φιλικά στον ώμο μου, κοιτάζουμε τον φακό σοβαροί αλλά ανακουφισμένοι, η δουλειά μας τελείωσε, δεν το δείχνω, αλλά είμαι συγκινημένος, ο Οζ είναι ο πρώτος συγγραφέας που δέχτηκε να ανοίξει τον χορό αυτών των εκπομπών κι ήταν εξαιρετικός, κάλυψε κάθε κενό της τηλεοπτικής απειρίας μου, και νιώθω ότι η ιστορία ξεκίνησε καλά χάρη σ’ αυτόν.
Στο Χούλντα, ο Οζ έζησε από το 1954 ως το 1986, όταν λόγω του σοβαρού άσθματος του γιου του ο γιατρός υποχρέωσε την οικογένεια να καταφύγει σε κλίμα ξηρό, δηλαδή στην έρημο, στην πόλη Αράντ, όπου ο συγγραφέας κατοικεί ακόμα με τη σύζυγό του Νίλλυ. Η μετακόμιση, λέει ο ίδιος, δεν ήταν εύκολη: στο Χούλντα ο Οζ έγινε αυτό που έγινε, στο Χούλντα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, εκεί έκανε τα παιδιά του, εκεί απόκτησε τους πιο καρδιακούς του φίλους. Και ξαφνικά έπρεπε να φύγει, να εγκαταλείψει μια καταπράσινη όαση που έφτιαξαν αυτός και οι άλλοι σύντροφοί του στο κιμπούτς –μου δείχνει γεμάτος καμάρι μερικά δένδρα που είχε φυτέψει ο ίδιος πριν από είκοσι πέντε, τριάντα χρόνια–, για να πάει σε μια πόλη από αυτές που κτίστηκαν κατ’ εντολήν του Μπεν Γκουριόν από το τίποτα, σε μια έρημο δίπλα στην έρημο της Ιουδαίας, χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο δένδρο, χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πηγή, χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πόλη. (Καταπληκτικές οι ασπρόμαυρες, ιστορικές φωτογραφίες που δείχνουν τη μεταμόρφωση αυτού του χέρσου κομματιού γης σε πόλη, με τους άντρες και τις γυναίκες και τα παιδιά να κτίζουν με το ίδιο πείσμα που πρέπει να είχαν και οι πρώτοι άποικοι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Γκουριόν, πιστός στις αριστερές καταβολές του, δεν ήθελε να πάρει εδάφη των Παλαιστινίων, ήθελε να κτίσει τις πόλεις του λαού του στην έρημο, στη γη του κανενός, κι ο ίδιος έδωσε το παράδειγμα, πήγε να ζήσει σε ένα μικρό κιμπούτς μέσα στην έρημο, σε ένα σπιτάκι που δεν θύμιζε με τίποτα πρωθυπουργική κατοικία, ένα μικρό τριάρι, καθιστικό, δωμάτιο της γυναίκας του, βιβλιοθήκη. Ο ίδιος κοιμόταν στον διάδρομο, προτιμούσε να έχει το δικό του δωμάτιο γεμάτο βιβλία και προτομές αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και τραγικών.)
Η λέξη κιμπούτς, μας εξηγεί ο Οζ, είναι συνώνυμο των λέξεων συντροφικότητα, κοινωνία. Με την επιθετική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών του Ισραήλ, τείνουμε να ξεχάσουμε ότι αυτό το κράτος αλλιώς δημιουργήθηκε, με άλλες προδιαγραφές και άλλες προσδοκίες, και ότι τα κιμπούτς ήταν ουσιαστικά η πρώτη εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών για μια νέα συλλογικότητα σε όλο τον κόσμο. Στο κιμπούτς κατέφυγε ο Οζ όταν ακόμα ονομαζόταν Άμος Κλάουσνερ και ήταν δεκαπέντε χρονών. Δυόμισι χρόνια πριν, η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει και από τότε είχε χαθεί κάθε ισορροπία ανάμεσα στους δύο άρρενες, ανάμεσα στον πατέρα και τον δωδεκάχρονο γιο του. Κατά πάσα πιθανότητα ο γιος επέρριπτε την ευθύνη της μητρικής απονενοημένης πράξης στον πατέρα, ο οποίος πρέπει να ήταν εξαιρετικά γοητευτικός και ευαίσθητος στα θέλγητρα του γυναικείου φύλου. Η σύγκρουση αναπόφευκτη. Μόλις νιώθει ικανός να φύγει από το σπίτι ο νεαρός Άμος παρουσιάζεται στο κιμπούτς Χούλντα και ζητάει να γίνει μέλος της κοινότητας. Μαθαίνει να δουλεύει το τρακτέρ, αλλάζει το όνομά του (Οζ στα εβραϊκά σημαίνει θάρρος, δύναμη, αποφασιστικότητα) και κρυφά τη νύχτα αρχίζει να γράφει τα πρώτα του κείμενα, ποιήματα κυρίως αλλά και κάποια μικρά διηγήματα.
[…]
Όταν δημοσίευσε μετά πολλών επαίνων τα πρώτα του κείμενα σε μια δυο εφημερίδες, ο νεαρός Οζ πήγε στη Γραμματεία του κιμπούτς και ζήτησε να εξαιρεθεί από τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά μια φορά την εβδομάδα για να μπορέσει να συνεχίσει και να βελτιώσει τα γραψίματά του. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση. Όποιος δεν δούλευε, δεν έτρωγε και δεν είχε θέση στο κιμπούτς. Πώς να εξαιρεθεί ο Οζ, έστω για μια μέρα; Το θέμα πέρασε στη γενική συνέλευση, όπου έγινε και η σχετική ψηφοφορία. Εντάξει, αφού τόσο σοβαρές εφημερίδες δημοσίευσαν κείμενά του σημαίνει πως κάτι αξίζει, ας του δοθεί ένα απόγευμα ελεύθερο για να γράφει. Η απόφαση είναι ομόφωνη. Όταν εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο, ο Οζ ζήτησε να αφήνει το τρακτέρ για δύο μέρες. Το δέχτηκαν. Ύστερα, όταν με το βιβλίο του Ο Μιχαέλ μου άρχισε να γίνεται γνωστός συγγραφέας σε όλο τον κόσμο, και τα χρήματα συνέρρεαν άφθονα στο ταμείο του κιμπούτς, ο ταμίας έκανε τους υπολογισμούς του, βρήκε ότι τα βιβλία ήταν πολύ πιο αποδοτικά από το τρακτέρ και τότε αποφάσισαν να του δώσουν όλη την εβδομάδα για γράψιμο. Πρότειναν, μάλιστα, να του δώσουν και δύο βοηθούς ώστε να γράφει περισσότερο!
[…]
Ο Άμος Οζ είναι ένας εξαιρετικός ομιλητής. Όπως όλοι οι πολύ καλοί συγγραφείς, έχει μια άψογα οργανωμένη σκέψη, και κάποια λεκτικά σχήματα τα οποία έρχονται κι επανέρχονται και αποτελούν τμήμα της πολιτισμικής του αποσκευής. Θα έλεγε κανείς –το ίδιο παρατηρώ και σε άλλους συγγραφείς, π.χ. στον Ταμπούκι– ότι πριν εμφανιστεί δημόσια είτε για να μιλήσει για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, είτε για να παρουσιάσει ένα βιβλίο του, έχει μελετήσει τις φράσεις-κλειδιά που θα πει και που θα τον βοηθήσουν να ξετυλίξει τη σκέψη του.
Ο Άμος Οζ είναι ένας γοητευτικός ομιλητής. Ανήκοντας χρόνια σε μια μειοψηφία που βάλλεται από παντού (όλοι όσοι έχουν σκύψει πάνω από το μπερδεμένο αυτό κουβάρι που λέγεται Μέση Ανατολή ξέρουν ότι οι προοδευτικοί Ισραηλινοί συγγραφείς –με προεξάρχουσα την «αγία τριάδα», όπως αποκαλούν, τους Οζ, Γεοσούα και Γκρόσμαν– βάλλονται τόσο από τους δεξιούς εθνικιστές συμπατριώτες τους, όσο και από τους ακραίους Παλαιστίνιους της Χαμάς, που τους θεωρούν, ακριβώς επειδή είναι ειρηνιστές, «χειρότερους» και «πιο επικίνδυνους» από το επίσημο και σφόδρα επιθετικό προς τους Παλαιστίνιους Ισραήλ…), μοιάζει να έχει αναπτύξει έναν ήρεμο τρόπο να εκθέτει τα επιχειρήματά του, με τα οποία πείθει, αργά ή γρήγορα, το κοινό ή τους συνομιλητές του. Ο Οζ λέει πράγματα που δεν χαϊδεύουν τα αυτιά των άλλων, όμως δεν γίνεται προκλητικός, δεν θέλει να σε πείσει, θέλει να πειστείς μόνος σου από τα λεγόμενά του. Αν το Ισραήλ ήταν ένα διαφορετικό κράτος, θα έπρεπε, αντί να επιτίθεται στον Οζ, να τον έχει ως τον υπ’ αριθμόν ένα πρεσβευτή του στο εξωτερικό.
Ο Άμος Οζ είναι ένας έντονα πολιτικοποιημένος συγγραφέας, ο οποίος όμως διαχωρίζει το λογοτεχνικό κείμενο από το πολιτικό μανιφέστο. Στην εκπομπή είπε κάτι που επανέλαβε σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης: ότι έχει δύο στιλό πάνω στο γραφείο του, ένα μπλε και ένα μαύρο. Με το μπλε γράφει τα λογοτεχνικά του έργα, με το μαύρο τα πολιτικά του άρθρα. Τον διαχωρισμό αυτόν, που με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, τον χρησιμοποίησα, με τη μορφή ερωτήματος, σε αρκετές άλλες συνεντεύξεις, με άλλους συγγραφείς, χωρίς όμως να έχω πάντα εξίσου ενδιαφέρουσες απαντήσεις.
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική και η ιστορία λείπουν από τα μυθιστορήματά του. Το αντίθετο, υπάρχουν παντού. […]
«Όταν ήμουν μικρό παιδί στη δεκαετία του ’40, στην Ιερουσαλήμ, η ζωή ήταν εξαιρετικά αβέβαιη. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι στην Ευρώπη σχεδιαζόταν η σφαγή όλων των Εβραίων, και ότι το ίδιο θα γινόταν και στο Ισραήλ, ότι οι Άραβες δεν θα άφηναν Εβραίο ζωντανό. Ήμουν μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, όμως οι φήμες αυτές μου δημιουργούσαν ανασφάλεια, φοβόμουν ότι μπορεί να μη μεγάλωνα ποτέ, να μην ενηλικιωνόμουνα ποτέ. Κι έβλεπα γύρω μου βουνά τα βιβλία του πατέρα μου, αυτά δεν θα τα πείραζε κανείς σκεφτόμουν, κι έτσι ήθελα να γίνω βιβλίο. Δεν σκεφτόμουνα να γίνω συγγραφέας, όχι, σκεφτόμουν να γίνω βιβλίο.
»Όχι, δεν πιστεύω αυτό που λέγεται, ότι ένας συγγραφέας μπορεί να ζήσει για πάντα. Ίσως λίγο περισσότερο από τους άλλους, άντε το πολύ μια διακοσαριά χρόνια. Η έκφραση “για πάντα” είναι πολύ βαριά ακόμα και για τον Σαίξπηρ, πόσο μάλλον για συγγραφείς σαν κι εμένα. Βέβαια, όταν γράφω τα βιβλία μου, ο νους μου πηγαίνει καμιά φορά στους ανθρώπους που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί. Σκέφτομαι ποια άραγε γνώμη θα έχουν για μας, αν τύχει να μας διαβάσουν. Αν θα μας αγαπήσουν ή αν θα μας αντιμετωπίσουν ως τους απόλυτους ηλίθιους.
»Τι σημαίνει για μένα συγγραφέας; Κατά τη γνώμη μου δεν έχει μεγάλη διαφορά από το να είσαι ένας προφορικός αφηγητής ιστοριών. Ακόμα και σήμερα μου αρέσει να κάθομαι με κόσμο και να αφηγούμαι ιστορίες. Αυτό είναι κάτι που το έκανα από μικρό παιδί, το χρησιμοποίησα μάλιστα πολλές φορές για να εντυπωσιάσω τις κοπέλες, αφού δεν μπορούσα να τις εντυπωσιάσω με το παρουσιαστικό μου. Το γράψιμο είναι περίπου η ίδια διαδικασία αλλά με μεγαλύτερο κοινό. Ουσιαστικά ξεκινώ πάντα από εκείνο το κλασικό “μια φορά κι έναν καιρό” κι ύστερα προσθέτω, ανάλογα την περίπτωση, “ήταν ένας άντρας, μια γυναίκα, μια έρημος, ένα σπίτι…”
»Πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την εξομολόγηση. Εγώ δεν γράφω εξομολογήσεις, εγώ επινοώ. Οτιδήποτε όμως επινοώ είναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτοβιογραφικό. Ακόμα κι αν γράψω μια ερωτική ιστορία, ας πούμε ανάμεσα στη Μητέρα Τερέζα και τον Τζορτζ Μπους, θα είναι κι αυτή αυτοβιογραφική. Οτιδήποτε μπορώ να επινοήσω προέρχεται πάντα από τις εμπειρίες μου.
»Πιστεύω ότι είμαι ένας “οικογενειακός” (domestic) συγγραφέας. Βρίσκω ότι η οικογένεια είναι ο πιο μυστήριος, ο πιο παράδοξος, ο πιο σουρεαλιστικός, ο πιο τραγικοκωμικός θεσμός που υπάρχει στη ζωή μας. Για μένα η οικογένεια, η δική μου και των άλλων, είναι η πηγή από όπου αντλώ τα θέματά μου. Βεβαίως, όταν λέμε οικογένεια πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες τις πολιτικές και κοινωνικές της παραμέτρους, το ιστορικό φόντο στο οποίο αυτή κινείται. Ιδιαίτερα στο Ισραήλ, όπου η Ιστορία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας της κάθε οικογένειας».
Θα είχε γίνει συγγραφέας αν δεν είχε αυτοκτονήσει η μάνα του, κι αν η πράξη της αυτή δεν τον πετύχαινε σε τόσο ευαίσθητη ηλικία; Ναι, απαντά, θα είχε γίνει. Η αυτοκτονία έπαιξε ρόλο στο είδος του συγγραφέα που έγινε, θα συμπληρώσει.
(Πάλι αυτοί οι υπέροχοι αφορισμοί του Οζ. «Αν μου ζητήσεις να σου περιγράψω με μια λέξη γύρω από τι στρέφονται τα βιβλία μου, θα σου απαντήσω: Την οικογένεια. Αν μου ζητήσεις να κάνω το ίδιο με δυο λέξεις, θα σου απαντήσω: Τη δυστυχισμένη οικογένεια. Κι αν μου ζητήσεις με τρεις λέξεις, θα σου ζητήσω με τη σειρά μου να διαβάσεις τα βιβλία μου».)
[…]
«Δεν ξεκινώ ποτέ ένα μυθιστόρημα βασισμένος σε κάποια ιδέα. Ξεκινώ πάντα από τους χαρακτήρες. Τους ακούω στο κεφάλι μου. Μου μιλάνε και τους μιλώ. Για αρκετό καιρό δεν γράφω τίποτα. Ύστερα αρχίζω να τους βλέπω: πώς ντύνονται, ποιος φοράει γυαλιά, ποιος είναι κοντός και ποιος ψηλός. Και συλλέγω τις στιγμές που συγκρούονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση αυτή θα αποτελέσει το κουκούτσι της πλοκής του βιβλίου».
[…]
«Μια λευκή σελίδα είναι στην πραγματικότητα ένας ασβεστωμένος τοίχος χωρίς πόρτα και παράθυρο. Το να ξεκινήσεις μια ιστορία είναι σαν να προσπαθείς να πιάσεις κουβέντα σε ένα εστιατόριο με κάποιον που σου είναι τελείως άγνωστος. Θυμάστε τον Γκούροφ του Τσέχοφ στην Κυρία με το σκυλάκι; Ο Γκούροφ γνέφει στο σκυλάκι κουνώντας το δάχτυλό του πάνω κάτω, μέχρι που η κυρία λέει κοκκινίζοντας “Δεν δαγκώνει”, οπότε ο Γκούροφ ζητάει την άδειά της να δώσει στον σκύλο ένα κόκαλο. Τόσο ο Γκούροφ όσο κι ο Τσέχοφ έχουν τώρα στη διάθεσή τους από κάπου να πιαστούν για να προχωρήσουν· το φλερτ αρχίζει και η ιστορία απογειώνεται. Το ξεκίνημα σχεδόν κάθε ιστορίας είναι, στην πραγματικότητα, ένα κόκαλο, κάτι για να καλοπιάσεις τον σκύλο, γεγονός που μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στην κυρία».
[…]
«Το βασικό πρόβλημα του 21ου αιώνα θα είναι ο φανατισμός. Ο φανατισμός έχει σχέση με το γεγονός ότι είμαστε συνεχώς και απόλυτα πεπεισμένοι ότι οφείλουμε να αλλάξουμε τον άλλον. Ο φανατικός είναι πάντα αλτρουιστής: θέλει να σε αλλάξει, ακόμα κι αν εσύ δεν το θέλεις. Κι αν δεν σε σώσει, σε σκοτώνει για το καλό σου, επειδή θεωρεί ότι σε αγαπάει…»
Η λύση δεν βρίσκεται στον φανατισμό, βρίσκεται στην κατανόηση της αξίας του συμβιβασμού. Νομίζω ότι από τον καιρό του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και του περίφημου Ιστορικού Συμβιβασμού, δεν άκουσα ποτέ άλλο άνθρωπο να μη φοβάται να εκθειάζει μια έννοια που στην Ελλάδα (αλλά και στο Ισραήλ και σε δεκάδες άλλες χώρες και πολιτισμούς) ακούγεται σχεδόν ως ύβρις. «Ο συμβιβασμός είναι ζωή. Το αντίθετο του συμβιβασμού είναι ο φανατισμός και ο θάνατος. Συμβιβασμός σημαίνει να βρεις μια λύση η οποία δεν θα κάνει καμιά πλευρά ευτυχή, αλλά θα επιτρέψει και στις δύο πλευρές να ζήσουν».
[…]
«Πολέμησα σε δύο πολέμους, επειδή με ανάγκασαν να το κάνω, επειδή έπρεπε να υπερασπιστώ τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Αρνούμαι όμως να πολεμήσω για οτιδήποτε άλλο, για παραπάνω εδάφη του Ισραήλ, για τους Άγιους Τόπους, για τα εθνικά συμφέροντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία του πολέμου, διότι σε μεταμορφώνει σε κάτι που δεν είσαι. Βλέπεις ταινίες για τον πόλεμο, διαβάζεις βιβλία για μάχες, ακούς ιστορίες για το πεδίο της μάχης, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς την μπόχα του πολέμου. Η πιο δυνατή μου ανάμνηση είναι αυτή, η μπόχα από καμένο μέταλλο, από καμένα λάστιχα, από καμένα ανθρώπινα σώματα. Ακόμα και σήμερα ξυπνώ συχνά τις νύχτες από εφιάλτες που έχουν τη βάση τους στη μύτη μου, στα ρουθούνια μου. Τώρα ξέρω ότι ο πόλεμος βρομάει. Όχι μεταφορικά, αλλά αληθινά».
[…]
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη «Οι κεραίες της εποχής μου» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2012). Ένας από τους 33 διάσημους συγγραφείς με τους οποίους συνομιλεί ο Χρυσοστομίδης στο βιβλίο αυτό είναι ο ισραηλινός Άμος Οζ, ένας «οικογενειακός» συγγραφέας, όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος στον τίτλο του κεφαλαίου που είναι αφιερωμένο σε αυτόν.
Ο Άμος Οζ (Κλάουσνερ ήταν το πραγματικό του επώνυμο) γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ στις 4 Μαΐου 1939 και πέθανε στο Τελ Αβίβ στις 28 Δεκεμβρίου 2018. Υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους παγκοσμίως λογοτέχνες της εποχής μας, κορυφαίος πεζογράφος, διεισδυτικός δοκιμιογράφος και παρεμβατικός διανοούμενος του σύγχρονου Ισραήλ. Σταθερός διεκδικητής του Νομπέλ Λογοτεχνίας και γνωστός για τους αγώνες του υπέρ της ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή, ο Άμος κατάφερε να αποσπάσει πολυάριθμες εθνικές και διεθνείς διακρίσεις για το συγγραφικό έργο του, που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες.
Ο συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος Ανταίος Χρυσοστομίδης γεννήθηκε στο Κάιρο το 1952 και πέθανε στην Αθήνα στις 14 Αυγούστου 2015. Το 2003 είχε τιμηθεί με το κρατικό βραβείο μετάφρασης έργου ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα (για το μυθιστόρημα του ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι «Είναι αργά, όλο και πιο αργά»).
- Ποιο ρόλο έχουν τα smartphone στην εκπαίδευση; Απαγορεύσεις και αντίλογος
- Κίεβο: Τουλάχιστον ένας νεκρός και εννέα τραυματίες από την πυραυλική επίθεση της Ρωσίας
- Η σχέση Τουρκίας – Συρίας και οι ανησυχίες σε Ελλάδα και Κύπρο
- Έρευνα: Χρόνια λοίμωξη εντέρου μπορεί να προκαλέσει Αλτσχάιμερ – Τι είναι ο κυτταρομεγαλοϊός
- Ταβάρες για Λεσόρ: «Ταχεία ανάρρωση στον καλύτερο σέντερ της Euroleague»
- «Μα γκραν’ μα»: Ένα έργο – αφιέρωση στη σχέση γιαγιάς- εγγονών στο Θέατρο REX