Η κινεζική πολιτική βασίζεται παραδοσιακά στη συνέχεια. Οσο λιγότερα αλλάζουν τόσο καλύτερα για το Κομμουνιστικό Κόμμα που επενδύει στη σταθερότητα. Ωστόσο, οι προκλήσεις πλέον είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων καταγράφηκε η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Κίνας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τη διεθνή αβεβαιότητα, που εμποδίζει την ασφαλή και ήρεμη πορεία του παρελθόντος. Στο πλαίσιο αυτό, η κινεζική πολιτική γίνεται ενδεχομένως λιγότερο προβλέψιμη και η κατανόηση της χώρας μετατρέπεται σε περίπλοκη διαδικασία.

Το 2022 αποτέλεσε ενδεικτική χρονιά της καινούργιας κατάστασης. Η επίδοση της κινεζικής οικονομίας δεν θα μπορούσε εύκολα να εκτιμηθεί σε ένα περιβάλλον όπου το Πεκίνο επέμενε με την πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων κατά του COVID-19. O εθνικός στόχος για ανάπτυξη 5,5% θα εξαρτηθεί τελικά από την αξιολόγηση, από τη μία πλευρά, του αντίκτυπου που είχαν τα αυστηρά μέτρα κατά του κορωνοϊού τους πρώτους έντεκα μήνες του έτους και από την άλλη της μερικής χαλάρωσης των μέτρων αυτών που παρατηρείται τον Δεκέμβριο. Η ανανέωση της θητείας του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος βρίσκει την Κίνα αντιμέτωπη με την ανάγκη επίτευξης ισορροπίας μεταξύ της επανεκκίνησης της οικονομίας και της προστασίας της ανθρώπινης ζωής.

Παράλληλα, το 2022 έκλεισε με την Κίνα να καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, ιδίως σε ό,τι αφορά την επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες η προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος να καλύψει τις ανάγκες 1,4 δισεκατομμυρίων πολιτών θα γίνει πιο δύσκολη, ενώ η καχυποψία στη Δύση για το πολύ καλό επίπεδο των σινορωσικών σχέσεων και την αμφιλεγόμενη στήριξη που προσφέρει το Πεκίνο στη Μόσχα αυξάνεται. Πέρα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το ζήτημα της Ταϊβάν κυριάρχησε στην ατζέντα. Η επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων στο νησί τον περασμένο Αύγουστο οδήγησε την Κίνα στην πραγματοποίηση στρατιωτικών γυμνασίων και τις σινοαμερικανικές σχέσεις στο χειρότερο σημείο των τελευταίων ετών. Παρ’ όλα αυτά, η πιθανότητα έναρξης ενός δεύτερου πολέμου, μετά την Ουκρανία, στο στενό της Ταϊβάν παρέμεινε περιορισμένη.

Το 2023 αρχίζει με ένα βασικό ερώτημα για την πορεία της Κίνας. Αυτό σχετίζεται με το αν τα μέτρα χαλάρωσης για την αντιμετώπιση του COVID-19 θα συνεχιστούν. Το μεγάλο πρόβλημα για την κινεζική κυβέρνηση είναι ότι η χαλάρωση αυτή θα φέρει αύξηση του αριθμού των νεκρών. Από τη διαχείριση της πανδημίας θα εξαρτηθεί το ύψος του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Ηδη το Economist Intelligence Unit και η Morgan Stanley κάνουν λόγο για ανάπτυξη 5,2% και 5,4% αντίστοιχα. Ωστόσο, κάθε πρόβλεψη είναι επισφαλής, καθώς δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο ποιο θα είναι το εύρος των μέτρων χαλάρωσης. Ούτε είναι ξεκάθαρο αν η Κίνα προγραμματίζει να ανοίξει προς τον έξω κόσμο καταργώντας την καραντίνα. Αν πράγματι ανοίξει, τα νούμερα θα αναθεωρηθούν, καθώς ο τουρισμός θα αποτελέσει παράμετρο των υπολογισμών ύστερα από τρία χρόνια.

Αναφορικά με τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, οι σινοαμερικανικές σχέσεις αναμένεται να επιδεινωθούν. Το Κογκρέσο ετοιμάζει νόμο για την περαιτέρω στήριξη της Ταϊβάν με το αμερικανικό πολιτικό σύστημα να παρουσιάζεται αρραγές στην αξιολόγηση της Κίνας ως απειλής. Η προσπάθεια των προέδρων Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ να ρίξουν τους τόνους και η αναμενόμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν στο Πεκίνο το 2023 είναι μεν σημαντικές, αλλά η ουσία των σινοαμερικανικών διαφορών παραμένει ίδια. Μάλιστα, η αμερικανική στρατηγική που έχει στόχο να εμποδίσει την τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας δεν πρόκειται να μεταβληθεί, δημιουργώντας κραδασμούς στις διμερείς σχέσεις.

Το 2023 η Κίνα θα επιδιώξει να βελτιώσει τη διεθνή της εικόνα ύστερα από τρία χρόνια πανδημίας. Γι’ αυτό ίσως διοργανωθεί το τρίτο διεθνές συνέδριο για τον Δρόμο του Μεταξιού ύστερα από αυτά του 2017 και του 2019. Αυτό, τουλάχιστον, προαναγγέλλουν κινεζικές εφημερίδες. Βέβαια, οι σχέσεις του ασιατικού γίγαντα με τη Δύση έχουν ήδη κλονιστεί σε τέτοιο βαθμό, που η επαναφορά σε ένα σχετικό επίπεδο κανονικότητας κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρείται βέβαιη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, για παράδειγμα, που χρειάζεται την Κίνα για οικονομικούς λόγους, δυσκολεύεται να ισορροπήσει στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Πάντως, η τοποθέτηση κινέζου πρέσβη στις Βρυξέλλες ύστερα από την επίσκεψη του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ στο Πεκίνο δείχνει πως θα εντατικοποιηθεί η αμοιβαία προσπάθεια να διατηρούνται δίαυλοι επικοινωνίας ανοιχτοί. Προφανώς, πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση της Κίνας στο Ουκρανικό αλλά και από τις εντάσεις στο Στενό της Ταϊβάν. Ενα νέο κύμα αστάθειας το 2023 θα φέρει την Ευρώπη ακόμα πιο κοντά στην Αμερική. Η Κίνα το γνωρίζει, όπως επίσης γνωρίζει πως η οικονομία της παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή της Ευρώπης.

Για την οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, το περιθώριο ελιγμών υπό τέτοιες συνθήκες είναι περιορισμένο. Το ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση δεν αμφισβητείται και θα αποτελέσει πυλώνα της ελληνικής προσέγγισης το 2023 και στο μέλλον γενικότερα. Ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού η χώρα μας ενδιαφέρεται για τη βελτίωση των διμερών σινοελληνικών σχέσεων. Πέρα από την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, η ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών και η προσέλκυση κινέζων τουριστών δεν μπορούν να αφήσουν την Αθήνα αδιάφορη. Η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και μια χώρα με αυξανόμενη γεωπολιτική ισχύ. Από το ενδεχόμενο άνοιγμά της το 2023 θα εξαρτηθεί η πραγματοποίηση περισσότερων κοινών δράσεων. Το 2022, αν και χρονιά εορτασμού των 50 ετών από τη σύναψη των διπλωματικών σχέσεων, ήταν άχρωμο λόγω της πανδημίας.