Τουρκία: Επαναπροσέγγιση με τη Συρία με μεσολάβηση Πούτιν
Τουρκία και Συρία κάνουν βήματα εκ νέου συνεννόησης με τη Ρωσία να παίζει ρόλο μεσολαβητή
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Airbnb: Ρεκόρ ανόδου στις βραχυχρόνιες μισθώσεις το 2024
- Συνελήφθη ένας από τους ανήλικους για την επίθεση με μαχαίρι στα δύο αδέρφια στην Πάρο
- Ζελένσκι: Είχαμε πολλές συναντήσεις με τον διευθυντή της CIA και είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά του
Η εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας υπήρξε εξαρχής μια σύνθετη διαδικασία. Ας μην ξεχνάμε ότι η έναρξη του εμφυλίου πολέμου συνέπεσε μια περίοδο όπου η Τουρκία επέμενε στην πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες. Ακόμη και όταν ξέσπασε η «Αραβική Άνοιξη» και παρότι το AKP ιστορικά συνδέεται με το ρεύμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δηλαδή του ρεύματος που διεκδίκησε να εκπροσωπήσει την «Αραβική Άνοιξη, η Τουρκία ήταν προσεκτική στα βήματα που έκανε και απέναντι στην Αίγυπτο, όπου τελικά θα υποστηρίξει την κυβέρνηση Μόρσι, και στη Συρία.
Ειδικά στη Συρία, η εξέγερση κατά της κυβέρνησης Άσαντ ήρθε στο τέλος μιας περιόδου όπου η Τουρκία ακόμη επέμεινε στην οικοδόμηση καλών σχέσεων με την κυβέρνηση της Δαμασκού. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι καλές σχέσεις αφετηρία είχαν τη λεγόμενη συμφωνία των Αδάνων του 1998 ύστερα από το τέλος της αντιπαράθεσης των δύο χωρών γύρω από τη φιλοξενία που προσέφερε η Δαμασκός στον ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, μια συμφωνία που κατά βάση δέσμευε τη Συρία στο να μην διευκολύνει τη δράση του PKK.
Στη συνέχεια η Τουρκία επέλεξε να στρατευτεί στην υπόθεση της «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία και δη αφού φάνηκε ότι αυτή ήταν η βούληση και των ΗΠΑ. Μάλιστα, η κλιμάκωση της στρατιωτικής εμπλοκής της Τουρκίας στη Συρία είχε να κάνει με το γεγονός ότι μέσα στον εμφύλιο πόλεμο οι Κούρδοι της Συρίας, πολιτικά και οργανωτικά συνδεδεμένοι με το PKK, προσπάθησαν να διαμορφώσουν τις δικές του οιονεί κρατικές μορφές. Ακόμη χειρότερο ήταν για την Τουρκία το γεγονός ότι οι ΗΠΑ άρχισαν να εξοπλίζουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές, καθώς τις θεωρούσαν τους κρίσιμους συμμάχους για την πάλη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.
Η εξέλιξη αυτή, που εξηγεί και μεγάλο μέρος της τουρκικής δυσπιστίας έναντι των ΗΠΑ έκτοτε, οδήγησε στην κλιμάκωση της τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Συρία για την αντιμετώπιση αυτού του «υπαρξιακού κινδύνου». Ταυτόχρονα, αυτή η εξέλιξη έφερε την Τουρκία αντιμέτωπη με τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, καθώς η Μόσχα είχε αποφασίσει ότι δεν θα άφηνε να «πέσει» η Δαμασκός και ταυτόχρονα να χάσει η ίδια μια από τις σημαντικότερες βάσεις της και δη στη Μεσόγειο. Αποκορύφωμα αυτή της πρώτης συγκρουσιακής φάσης ήταν η κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους στις 24 Νοεμβρίου 2015 από τουρκικό αεροσκάφος
Η αναγκαστική στροφή της Τουρκίας στη συνεννόηση με τη Ρωσία
Ωστόσο, αργότερα και καθώς φάνηκε ότι η ρωσική παρουσία στη Συρία ήταν μάλλον αποφασιστικά και καθώς η Μόσχα επίσης δεν έβλεπε με καλό μάτι την αμερικανική υποστήριξε στις κουρδικές, η Τουρκία στράφηκε περισσότερο στη συνεννόηση με τη Ρωσία, κάτι που οδήγησε και συμμετοχή της Τουρκίας στη διαδικασία της Αστάνα.
Παρότι τυπικά Ρωσία και Τουρκία είχαν διαφορετικές τοποθετήσεις, αφού η Τουρκία στήριζε και στηρίζει τις ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις της αντιπολίτευσης που ανήκουν στον Συριακό Εθνικό Στρατό, ενώ η Ρωσία την κυβέρνηση Άσαντ, υπήρχε το κοινό στοιχείο που ήταν η άρνηση του ενδεχομένου της διαμόρφωσης κουρδικής κρατικής οντότητας, στοιχείο που ήταν και η θέση του Ιράν.
Στοιχείο που συνέβαλε σε αυτή τη συμπόρευση Τουρκίας και Ρωσίας και το γεγονός ότι μετά το πραξικόπημα του 2016 ο Ερντογάν έβλεπε με αυξημένη δυσπιστία τη Δύση και ιδίως τις ΗΠΑ. Έκτοτε η Τουρκία θα χρησιμοποιεί τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία ως ένα αντιστάθμισμα απέναντι στη Δύση, ακόμη και αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η επαναπροσέγγιση με τη Συρία
Παρά τη συμμετοχή της Τουρκίας στη διαδικασία της Αστάνα υπήρχε πάντα ένα σημείο απόστασης ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία που αφορούσε τη στάση απέναντι στην κυβέρνηση Άσαντ. Την ίδια στιγμή ήταν η μεσολάβηση της Ρωσίας που εξασφάλιζε την παρουσία των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων εντός της Συρίας, με την έννοια ότι απέτρεπε το ενδεχόμενο να συγκρουστούν αυτές με τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ, που έχουν σε μεγάλο βαθμό αποσυρθεί από την περιοχή, πέραν της συνεχιζόμενης υποστήριξης στους Κούρδους, δεν μπορούσαν να προσφέρουν αντίστοιχες εγγυήσεις στην Τουρκία, την ώρα που αντιθέτως την πίεζαν με κινήσεις όπως ο αποκλεισμός από το πρόγραμμα για την απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Παράλληλα η Τουρκία διαρκώς πίεζε για να αυξήσει τη στρατιωτική της παρουσία στην Τουρκία, με το να αποκτήσει μία «ζώνη ασφαλείας» εντός συριακού εδάφους που θα εξασφάλιζε ότι δεν θα αποτελούσαν απειλή οι κουρδικές δυνάμεις. Παρότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία είχαν ανεχτεί προηγούμενες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της κατάληψης της Αφρίν αλλά και επόμενων προωθήσεων, δεν συναινούσαν σε νέα μεγάλη επιχείρηση, με τη Ρωσία να αντιπροτείνει την πάγια θέση για αποκατάσταση της εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας της Συρίας, με όρους που θα ακυρώνουν κάθε σκέψη για κουρδική κρατική οντότητα, αντιπροτείνοντας και προς τους Κούρδους αυξημένα δικαιώματα και τοπική αυτονομία.
Η ιστορική συνάντηση των υπουργών Άμυνας Τουρκίας και Συρίας στις 29 Δεκεμβρίου
Όλα αυτά εξηγούν γιατί ήταν ιδιαίτερης σημασίας η συνάντηση που έγινε στις 28 Δεκεμβρίου ανάμεσα στον Τούρκο υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και τον Σύριο ομόλογό του Αλί Μαχμούντ Αμπάς, σε μια συνάντηση που οργάνωσε στη Μόσχα ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού. Στην συνάντηση συμμετείχαν επίσης ο επικεφαλής της τουρκικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ) Χακάν Φιντάν και οι ομόλογοί του από τη Συρία και τη Ρωσία. Άλλωστε, μέχρι τώρα οι συναντήσεις ανάμεσα στον Φιντάν και τον Σύριο ομόλογό του Αλί Μαμλούκ ήταν οι μόνες επίσημες επαφές που είχαν οι δύο χώρες.
Της συνάντησης της 28ης Δεκεμβρίου είχαν προηγηθεί διάφορα ανοίγματα από τη μεριά του Ερντογάν συμπεριλαμβανομένης και δήλωσης του Ερντογάν ότι ήταν ανοιχτός στο ενδεχόμενο συνάντησης με τον Μπασάρ αλ Άσαντ στο πλαίσιο μιας τριμερούς συνάντησης Τουρκίας, Ρωσίας και Συρίας.
Το γεγονός ότι είναι σε εξέλιξη μια συνολικότερη προσπάθεια επαναπροσέγγισης επιβεβαίωσε και η δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι το επόμενο βήμα θα είναι μια συνάντηση του ιδίου με τον Σύριο ομόλογό του, πιθανότατα στις αρχές του 2023. Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο Ακάρ όσο και ο Τσαβούσογλου στις δηλώσεις τους επιμένουν να σημειώνουν ότι οι τουρκικές στρατιωτικές δράσεις στη Συρία δεν αποτελούν αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.
Όπως υπογράμμισε και ο ίδιος ο Ακάρ: «Στη συνάντηση [στη Μόσχα] συζητήσαμε τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε την κατάσταση στη Συρία και την περιοχή όσο το δυνατόν πιο σύντομα, εξασφαλίζοντας την ειρήνη, την ηρεμία και τη σταθερότητα […] Επαναλάβαμε το σεβασμό μας για την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των γειτόνων μας, ειδικά της Συρίας και του Ιράκ και ο μόνος σκοπός μας είναι η πάλη κατά της τρομοκρατίας. Δεν έχουμε άλλο σκοπό».
Γιατί η Τουρκία επιδιώκει την επαναπροσέγγιση
Η Τουρκία έχει αρκετούς λόγους να θέλει αυτή την επαναπροσέγγιση με τη Συρία. Η τουρκική κοινή γνώμη θα έβλεπε με ιδιαίτερα θετικό τρόπο μια διαδικασία ειρήνευσης που θα σήμαινε σταδιακή απαγκίστρωση της Τουρκίας από την εμπλοκή στη Συρία, ιδίως εάν συνδυαζόταν με τη σταδιακή επιστροφή των Σύριων προσφύγων που σήμερα βρίσκονται στην Τουρκία στην πατρίδα τους. Επιπλέον, θα μπορούσε να σημαίνει τις εγγυήσεις που η Τουρκία ζητάει σε σχέση με τη δράση των κουρδικών πολιτοφυλακών, σε μια σύγχρονη εκδοχή της συμφωνίας των Αδάνων.
Όλα αυτά θα επέτρεπαν και στον Ερντογάν να επενδύσει μπροστά στις εκλογές του 2023 στην εικόνα του ηγέτη που έχει μεγάλο διεθνές κύρος και διασφαλίζει την ασφάλεια της χώρας του.
Για την ίδια τη Συρία τυχόν επαναπροσέγγιση θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς αυτή τη στιγμή η Τουρκία όχι μόνο κατέχει συριακό έδαφος, αλλά αποτελεί και τον βασικό υποστηρικτή και χρηματοδότη σημαντικού μέρους των ένοπλων αντιπολιτευτικών δυνάμεων που συνεχίζουν να δρουν στο συριακό έδαφος.
Τυχόν συμφωνία ανάμεσα σε Τουρκία και Συρία θα σήμαινε μεγάλη πίεση προς τις κουρδικές πολιτοφυλακές YPG, γιατί είναι σαφές ότι βασική της πλευρά θα είναι η απόσυρσή τους από τις περιοχές κοντά στα σύνορα και ο έλεγχος των συνοριακών περιοχών από τις κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις σε αντάλλαγμα για την αποχώρηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων από το συριακό έδαφος.
Όμως, η απόσυρση των κουρδικών πολιτιφυλακών και η αντικατάστασή τους από συριακές κυβερνητικές δυνάμεις δεν θα ασκήσει πίεση μόνο στους Κούρδους αλλά και προς την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτόν τον λόγο και η επίσημη θέση των ΗΠΑ παραμένει ότι δεν πρόκειται να αναβαθμίσουν τις διπλωματικές σχέσεις τους με το «καθεστώς Άσαντ» και καλούν και άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο. Μόνο που την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ έχουν εδώ καιρό σταματήσει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την επίλυση του συριακού προβλήματος, έχοντας ντε φάκτο εκχωρήσει χώρο στη Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, ιδίως όσες προσβλέπουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προεξοφλούν ότι η συριακή κρίση θα τελειώσει χωρίς κάποια «αλλαγή καθεστώτος».
Και αυτό είναι το όριο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα, όση δυσαρέσκεια και εάν εκφράσουν για αυτή την τουρκο-συριακή επαναπροσέγγιση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις