Τι αντέχει η επιχείρηση
Η αύξηση του κατώτατου μισθού
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό δεν είναι νέα. Αποτελεί μια από τις πλέον δημοφιλείς θεωρητικές διαμάχες στην ιστορία της οικονομικής σκέψης. Διαγκωνίζονται από τη μια οι ανάγκες των εργαζομένων για μια αμοιβή που θα καλύπτει τα βασικά για τη ζωή τους και από την άλλη οι δυνατότητες της οικονομίας (της ιδιωτικής) και κυρίως των επιχειρήσεων να δώσουν αυτές τις αυξήσεις χωρίς να πλήττεται η ανταγωνιστικότητά τους και συνακόλουθα η βιωσιμότητά τους.
Το ύψος του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προκύπτει χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Ως κριτήρια χρησιμοποιούνται συνήθως ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, το επίπεδο κάλυψης των εργαζομένων από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, το επίπεδο των υφιστάμενων μισθών, το μέγεθος της απασχόλησης και της ανεργίας, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Θα πρέπει επίσης να συνδέεται με την εξέλιξη του επιπέδου τιμών ώστε να εξασφαλίζονται τα αναγκαία μέσα διαβίωσης, αλλά και με την ικανότητα καταβολής του από τις επιχειρήσεις. Συνεπώς η ευρωστία, η χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων αλλά και το οικονομικό κλίμα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στην Ελλάδα ζήσαμε στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν τα πάντα.
Την περίοδο 1984-1996 ανακοινώνονταν συνεχώς αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, όμως οι πραγματικές αποδοχές μειώνονταν λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Την περίοδο 2000-2012 αυξανόταν ο κατώτατος μισθός τόσο σε ονομαστικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο, φτάνοντας στο ρεκόρ των 876 ευρώ, ωστόσο η υψηλή παραγωγικότητα της περιόδου σήκωνε μεγαλύτερη αύξηση και οι εργαζόμενοι δεν πήραν αυτό που τους αναλογούσε. Την περίοδο 2012-2018 η ανταγωνιστικότητα – και όχι μόνο – της οικονομίας μειώθηκε τόσο πολύ οδηγώντας όχι μόνο σε μείωση του κατώτατου, αλλά και σε καθιέρωση του υπο-κατώτατου με σκοπό τη συγκράτηση της ανεργίας και τη μείωση του κόστους.
Από το 2019 και μετά η τάση άλλαξε. Η άνθηση του τουρισμού, των επενδύσεων και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης δημιούργησε προϋποθέσεις ξεπαγώματος του κατώτατου και με την παρένθεση της πανδημίας αυτή η τάση συνεχίζεται καθώς η οικονομία της χώρας – παρά τα παγκόσμια υφεσιακά σύννεφα – βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
Η ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού, γενικά των μισθών στη χώρα, παραμένει και η οικονομία δείχνει ότι το αντέχει. Αλλά πρέπει να γίνει λελογισμένα.
Να μην προκαλέσουν οι όποιες αποφάσεις περισσότερη ακρίβεια. Μεγαλύτερο πληθωρισμό και ανεργία. Να μην γίνουμε Τουρκία του Ερντογάν, ο οποίος, εκτός κάθε οικονομικής κανονικότητας και με επίσημο πληθωρισμό που λέει ότι μειώθηκε στο 64% από 84% τον προηγούμενο μήνα και ανεπίσημο 135% (!), ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 55%. Βύθισε με αυτόν τον τρόπο σε μεγαλύτερη ανυποληψία την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της χώρας του, προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά οφέλη.
Μια επιχείρηση όχι απαραίτητα ακμάζουσα αλλά με λίγα προβλήματα, που κατάφερε να δώσει την περσινή αύξηση και επιβίωσε, πρέπει τώρα η αρμόδια επιτροπή που θα εισηγηθεί το ύψος της νέας αύξησης να αναρωτηθεί με ποιο ύψος αύξησης θα συνεχίσει αυτή η επιχείρηση να αντέχει. Αν αποτύχει στην εκτίμησή της, τότε η επιχείρηση θα κλείσει με τον χειρότερο τρόπο στον καπιταλισμό, ύστερα από κρατική παρέμβαση. Αρα όσοι θα λάβουν τις αποφάσεις θα πρέπει να σκεφτούν διπλά και τρίδιπλα πριν καταλήξουν στο ύψος του νέου κατώτατου μισθού…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις