Ουμπέρτο Έκο: Ένα μανιφέστο για τον πολιτισμό
Οι αληθινοί καλλιτέχνες δημιουργούν ζώντας και επιβιώνουν δημιουργώντας
Όταν μια άρνηση φέρει μαζί της και πρόταση-θέση, τότε αποκτά αξία ξεχωριστή. Ο Ουμπέρτο Έκο, καθηγητής Σημειολογίας, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, αρνήθηκε να αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού στην Ιταλία, δίνοντας όμως στη δημοσιότητα ένα είδος «μανιφέστου» για ζητήματα πολιτισμού. Το «όχι» του Ουμπέρτο Έκο ερμηνεύτηκε απλά από τον ίδιο: «Καλύτερα να προσπαθώ να βελτιώσω κάτι που ξέρω να κάνω καλά, παρά να ασχολούμαι με κάτι που δεν κατέχω». Η φράση αυτή δεν εξέπληξε όσους γνωρίζουν την πορεία του. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν έγραφε το βιβλίο του «Το νησί της προηγούμενης μέρας», πήγε στα νησιά Φίτζι για να δοκιμάσει ο ίδιος όλα τα συναισθήματα του ήρωά του και προσπάθησε να ξεμάθει να κολυμπά! «Βρήκα ένα εγχειρίδιο κολύμβησης που γράφτηκε στα τέλη του 17ου αιώνα. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι άνθρωποι ήξεραν κολύμπι, ούτε καν οι ναυτικοί δεν το θεωρούσαν απαραίτητο. Προσπάθησα λοιπόν να εκτελέσω τις κινήσεις που συνιστούσε το βιβλίο και που ήταν εντελώς παράλογες. Ήπια πολύ νερό! Ως την ημέρα όπου κινδύνευσα να με παρασύρει το ρεύμα, γιατί ήθελα να δω πόση ώρα μπορεί κανείς να αντέξει κολυμπώντας με αυτό τον τρόπο: δεν ήμουν πια σε θέση να γυρίσω πίσω!» Κινδύνευσε να πνιγεί «χάριν του ρεαλισμού», αρνούμενος να διηγηθεί κάτι που δεν το γνώριζε από πρώτο χέρι…
Σε όσους έκαναν λόγο για καθήκον προς την πατρίδα, με αφορμή την άρνηση της υπουργοποίησης, απάντησε μέσω μιας ρήσης του Μπενίτο Μουσολίνι: «Υπερασπίζεσαι την πατρίδα ακόμη και όταν φυλάς ένα μπιτόνι βενζίνη». Αντιπροτείνει, λοιπόν, τη συμπυκνωμένη εμπειρία του από τη ζωή του, την πανεπιστημιακή του καριέρα, τη συγγραφική του ενασχόληση. Με ένα άρθρο του στη «Ρεπούμπλικα» παρουσιάζει τις απόψεις του περί πολιτιστικής δημιουργίας και συντήρησής της. Σαν να λέμε το… «εγχειρίδιο για τον καλό υπουργό Πολιτισμού». Οι θέσεις του θα μπορούσαν να έχουν εξαιρετική παραπομπή και στην ελληνική πραγματικότητα, για ό,τι δεν γίνεται σε θέματα πολιτισμού.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.5.1996, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξεκινά με μια απορία ο Έκο: Σε τι χρησιμεύει ένα υπουργείο Πολιτισμού; Και εν τέλει τι είναι πολιτισμός; Κατά τη γνώμη του υπάρχουν τρεις κατηγορίες κουλτούρας: η πνευματική κληρονομιά —τα πολιτιστικά αγαθά του παρελθόντος—, η επιστημονική έρευνα και η εκπαίδευση και, τέλος, η «δημιουργία» που χτίζεται καθημερινά — ποιήματα και κείμενα που γράφονται, τραγούδια που ακούγονται από στόμα σε στόμα, φιλοσοφικές συζητήσεις, πινελιές σε ζωγραφιές. Ακριβώς η τελευταία δραστηριότητα, «στις καλές εποχές, δίνει το μεγαλείο σε μια χώρα. Την κάνει φάρο πολιτισμού». Δεν μπορεί, όμως, να λειτουργήσει με κανόνες επιβεβλημένους από το κράτος. Πρέπει να είναι θεμελιωδώς άναρχη και περιπετειώδης υπό τον αστερισμό μόνο ενός υγιούς αγώνα για επιβίωση. «Φαντάζεσθε» —λέει ο Έκο— «έναν υπουργό Πολιτισμού του 1907, που θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα ενθαρρύνει τη χρηματοδότηση ενός νεαρού με το όνομα Πικάσο, μόλις είχε ζωγραφίσει τις Δεσποινίδες της Αβινιόν;» Πώς να διακρίνεις τους μεγάλους δημιουργούς προτού καν δημιουργήσουν; Η εγγύηση που πρέπει να υπάρχει από την πλευρά του κράτους είναι η κατοχύρωση της ελεύθερης έκφρασης.
Η δημιουργία δεν μπορεί να είναι επιδοτήσιμη και οι δημιουργοί δεν πρέπει να είναι με ανοιχτό το χέρι, ζητώντας χρηματοδότηση. Οι αληθινοί καλλιτέχνες δημιουργούν ζώντας και επιβιώνουν δημιουργώντας. «Οι τρεις μεγάλοι ποιητές μας, ο Μοντάλε, ο Σόλμι, ο Σερένι, δεν παρακάλεσαν ποτέ για επιδόματα. Έπιασαν δουλειά, ο ένας σε εφημερίδα, ο άλλος σε τράπεζα, ο τρίτος σε εκδοτικό οίκο. Και έγραφαν ήσυχα τα βιβλία τους χωρίς να έχουν ανάγκη κανένα». Δεν είναι η πρώτη φορά όπου ο Έκο κάνει αυτή την επισήμανση. Την στηρίζει και με το προσωπικό του παράδειγμα. Πριν από δυο μήνες δήλωνε: «Έχω ανάγκη να κάνω και άλλα πράγματα για να μπορώ να γράφω με την ησυχία μου. Έχοντας την υποχρέωση να διδάξω, μου είναι αδύνατον να ριχτώ με μηχανικό τρόπο στη λογοτεχνική παραγωγή. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έναν συγγραφέα που δεν είναι παρά μόνο συγγραφέας! Γίνεται νευρωτικός. Σκέφτεται μόνο το έργο του. Περνά τη ζωή του υποστηρίζοντάς το. Μισεί τους συναδέλφους του…»
Ένας υπουργός Πολιτισμού, σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, οφείλει να ανοίξει σε όλο τον κόσμο τα μουσεία, να κάνει τον καθένα κοινωνό των πολιτιστικών αγαθών, να φέρει στην επιφάνεια τα έργα που είναι σε υπόγεια γκαλερί ή μουσείων, να ενισχύσει τις βιβλιοθήκες, να διαδώσει την πολιτιστική κληρονομιά. Άλλωστε, για τον ιταλό διανοητή «η μνήμη είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ανθρώπου… Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα σε μια περιορισμένης διάρκειας ζωή να ζούμε ό,τι δεν έζησαν χιλιάδες άνθρωποι χιλιάδες χρόνια πριν. Με τη μνήμη οι άνθρωποι πολεμάνε την περιορισμένη διάρκειά τους».
Μια σημαντική πρόταση του Έκο αφορά τη σχέση του πολιτισμού με την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Θεωρεί ότι πρέπει να υπαχθεί στο υπουργείο Πολιτισμού η κρατική τηλεόραση, με στόχο την αξιολόγηση της ποιότητας του εκπεμπόμενου προγράμματος. «Κουλτούρα δεν είναι μόνο η ζωγραφική ή τα λυρικά έργα. Είναι, επίσης, και κυρίως, το σύστημα της πληροφόρησης».
Στο πλαίσιο της διάδοσης του πολιτισμού θέτει σε σημείο ύψιστης σημασίας την ενίσχυση των ιταλικών ινστιτούτων του εξωτερικού. Το υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να απευθυνθεί σε εξέχουσες προσωπικότητες της ιταλικής ομογένειας και μαζί τους να οργανώσει επιτροπές για να συγκεντρώσουν την ιταλική δημιουργία. Τέλος, προτείνει τη δυνατότητα εναλλακτικής θητείας των στρατευσίμων, ώστε κάποιοι να δραστηριοποιούνται σε αρχαιολογικές ανασκαφές, βιβλιοθήκες, μουσεία, τα οποία μπορούν να μένουν ανοιχτά ακόμη και τη νύχτα.
Οι προτάσεις αυτές θα δώσουν έναυσμα για πολλές συζητήσεις και αφορμή για προβληματισμό. Ίσως αυτή είναι η προσφορά της άρνησής του να καθίσει σε υπουργική καρέκλα. Ο πολιτισμός, άλλωστε, είναι συνεχώς δρων και δεν βολεύεται εντός γραφείων…
*Άρθρο για τον Ουμπέρτο Έκο και τον πολιτισμό, που έφερε τον τίτλο «Ο υπουργός Πολιτισμού πρέπει…» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 12 Μαΐου 1996.
Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco), φημισμένος σημειολόγος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου 1932 και απεβίωσε στο Μιλάνο στις 19 Φεβρουαρίου 2016.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις