Οι Βραζιλιάνοι αποχαιρέτησαν τον Πελέ όπως θα έπρεπε, δηλαδή με τριήμερο λαϊκό προσκύνημα. Χρειάστηκε να φύγει από τη ζωή για να του δείξουν την πρέπουσα αναγνώριση. Το μέγα το μυστήριο στην ιστορία του Πελέ είναι ότι στη χώρα του ήταν λιγότερο δημοφιλής από όσο στον υπόλοιπο κόσμο.

Για την ποδοσφαιρική ανθρωπότητα ο Πελέ υπήρξε ο πρώτος απόλυτος και καθολικά αναγνωρίσιμος ποδοσφαιριστής σούπερ σταρ – αυτός που τον ήξεραν ακόμα κι όσοι με το ποδόσφαιρο δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ. Για την πλειονότητα των Βραζιλιάνων ήταν ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Αλλά για τους μεγαλύτερους, χειρότερος από τον Γκαρίντσα και για τους μικρότερους χειρότερος από τον Ροναλντίνιο και τον Ρονάλντο – όχι τον Κριστιάνο, αλλά αυτόν που οι Βραζιλιάνοι (κι όλοι οι υπόλοιποι) αποκαλούσαν «Φαινόμενο».

Φουτεμπόλ

Το γεγονός ότι ο Πελέ ήταν στη Βραζιλία λιγότερο δημοφιλής από τον Γκαρίντσα το ανακάλυψα κάποτε διαβάζοντας το αριστουργηματικό «Φουτεμπόλ», ένα βιβλίο γραμμένο από τον Αγγλο Αλεξ Μπέλος, που είναι ένα είδος Βίβλου του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Σε αυτό το βιβλίο στο οποίο περιέχονται όλες οι αλήθειες, οι θρύλοι και οι παραξενιές του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ο Μπέλος τονίζει αυτό το μεγάλο παράδοξο. Δεν το πίστεψα. Μέχρι που το 2014 βρέθηκα στη Βραζιλία και κατάλαβα ότι το πράγμα ήταν έτσι ακριβώς: ο πρώτος παγκόσμιος σταρ του ποδοσφαίρου στη χώρα του ήταν σεβαστός, αγαπητός, αλλά πολύ μακριά από τον τίτλο του καλύτερου όλων των εποχών.

Σάντος

Προσπάθησα τότε, το όχι και τόσο μακρινό 2014, να καταλάβω το γιατί. Βρήκα πολλούς και διάφορους λόγους που η δημοφιλία του Βασιλιά δεν ήταν αυτή που περίμενα. Ο πρώτος είχε να κάνει με το γεγονός ότι διάλεξε να κάνει καριέρα στη Σάντος την οποία επί της ουσίας έβαλε στον χάρτη του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Δεν είναι ότι οι οπαδοί των παραδοσιακών μεγάλων ομάδων δεν του το συγχώρεσαν: συνέβη κάτι χειρότερο. Η έναρξη της καριέρας του Πελέ στη Σάντος συνέπεσε με το ξεκίνημα του εθνικού πρωταθλήματος Βραζιλίας – ο θεσμός δεν υπήρχε μέχρι το 1960. Οι Βραζιλιάνοι μέχρι τότε είχαν τοπικά πρωταθλήματα (το πρωτάθλημα του Ρίο, του Σάο Πάολο, του Σαλβαδόρ, του Πόρτο Αλέγκρε κ.λπ.) και η μόνη εθνική διοργάνωση ήταν το Κύπελλο.

Αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ένα εθνικό πρωτάθλημα για να μπορούν να έχουν εκπροσώπηση στο επίσης νεοσύστατο Κόπα Λιμπερταδόρες – το Κύπελλο των πρωταθλητών της Νοτίου Αμερικής. Η Σάντος του Πελέ κέρδισε τα 6 από τα οκτώ πρώτα πρωταθλήματα και κέρδισε και δύο χρονιές το Λιμπερταδόρες και δύο το Διηπειρωτικό Κύπελλο – δηλαδή το τρόπαιο που διεκδικούν ο πρωταθλητής Λατινικής Αμερικής και ο πρωταθλητής Ευρώπης.

Το 1962 η Σάντος, δηλαδή ο Πελέ, κέρδισε στον τελικό την Μπενφίκα και ένα χρόνο αργότερα τη Μίλαν. Οι νίκες αυτές εκτόξευσαν τη δημοφιλία του Πελέ στον κόσμο – πλην όμως για τους αντιπάλους της Σάντος ο τύπος ήταν ένας κακός μπελάς, που κέρδιζε διοργανώσεις που προηγουμένως δεν υπήρχαν!

Γκαρίντσα

Οι Βραζιλιάνοι αγαπούσαν και αγαπάνε τον Γκαρίντσα γιατί τον θεωρούν πιο δικό τους άνθρωπο – πρώτα από όλα πιο ταπεινό. Ο στραβοκάνης και αλκοολικός Γκαρίντσα επέτρεπε στον μέσο Βραζιλιάνο να ταυτιστεί πιο πολύ μαζί του: ο Πελέ έμοιαζε υπεραθλητής. Στη δημοφιλία του Γκαρίντσα μέτρησε και μια ήττα του από τον ίδιο τον Πελέ. Το 1962 η Σάντος του Πελέ και η Μποταφόγκο του Γκαρίντσα αγωνίστηκαν στους τελικούς του βραζιλιάνικου Κυπέλλου.

Το ματς χαρακτηρίστηκε ο «αγώνας του αιώνα». Η ομάδα του Γκαρίντσα κέρδισε με 3-1. Τότε λέγεται πως υπήρξε παρέμβαση της κυβέρνησης στο ματς να υπάρξει ρεβάνς. Στις 2 Απριλίου, ο Πελέ σκόραρε δύο φορές, η Σάντος κέρδισε με 5-0 και το ματς είχε γίνει στο Μαρακανά. Αλλά η Μποταφόγκο είχε μείνει με 9 παίκτες εξαιτίας τραυματισμών – αλλαγές τότε δεν επιτρέπονταν.

Οι παρόντες στο γήπεδο είδαν μια αδικία, το σκορ έδειχνε πως η Σάντος ήταν ασύγκριτα ανώτερη, αλλά την ιστορία δεν τη γράφουν πάντα οι νικητές. Οι Βραζιλιάνοι θεωρούν ότι ο Γκαρίντσα ήταν ο βασικός λόγος της κατάκτησης του Μουντιάλ του 1958 και του 1962 – όχι ο Πελέ. Ο Πελέ στη Σουηδία ήταν ο μικρός της παρέας και το 1962 ουσιαστικά δεν αγωνίστηκε.

Υπερβολές

Το άλλο που ενοχλούσε τους Βραζιλιάνους στην ιστορία του Πελέ είναι οι απερίγραπτες υπερβολές. Πρώτα από όλα το ζήτημα των γκολ του. Ο Πελέ (και οι άνθρωποι της Σάντος) ισχυρίζονται πως είχε σημειώσει 355 γκολ πριν γίνει είκοσι ετών! Ο ίδιος έλεγε πως έχει πάνω από χίλια στην καριέρα του – γεγονός που καμία υπηρεσία στατιστικής δεν έχει καταγράψει.

Ο Ρονάλντο είπε κάποτε πως του μετρούσαν και τα γκολ που έβαζε στην προπόνηση. Ωστόσο υπήρχαν κι άλλες υπερβολικές ιστορίες. Ο Πελέ ισχυριζόταν π.χ. πως ήταν εξαιρετικός τερματοφύλακας και πως τέσσερις φορές στην καριέρα του αντικατέστησε τον Ζιλμάρ, τερματοφύλακα της Σάντος, μετά από τραυματισμούς του, χωρίς ποτέ να δεχτεί γκολ.

Ισως να είναι κι αλήθεια – όμως με τον καιρό όλα αυτά άρχισαν να ακούγονται απίθανα! Το ίδιο συνέβαινε και με διάφορες δηλώσεις που κυκλοφορούσαν και εξυμνούσαν το μεγαλείο του. Στην ιστορία του Πελέ π.χ. ξεχωρίζει μια δήλωση του τερματοφύλακα της Μπενφίκα Κόστα Περέιρα, μετά τον τελικό του Διηπειρωτικού απέναντι στη Σάντος. «Αγωνίστηκα ελπίζοντας να σταματήσω έναν σπουδαίο παίκτη, αλλά φεύγω από το γήπεδο πεπεισμένος ότι έχω νικηθεί από κάποιον που δεν γεννήθηκε στον ίδιο πλανήτη με τους υπόλοιπους από εμάς» είναι η δήλωση του Περέιρα και είναι καταπληκτική. Αλλά δεν έγινε ποτέ.

Κόσμος

Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα των αντιπάλων του Πελέ ήταν η καριέρα του μετά τη Σάντος. Λίγοι του συγχώρησαν πως αντί να πάει στην Ευρώπη, όπως έκαναν ο Ντι Στέφανο, ο Αλταφίνι, ο Σκιαφίνο, ο Σίβορι κ.λπ., προτίμησε την Κόσμος της Νέας Υόρκης. Το 1960 ο Πελέ καμάρωνε γιατί είχε γίνει ο πρώτος Βραζιλιάνος με επαγγελματικό συμβόλαιο χωρίς να είναι ακόμα είκοσι ετών: για πολλούς από τους συμπατριώτες του ήταν πρόκληση.

Πάρα πολλοί δεν έβλεπαν επίσης με καλό μάτι τις αμοιβές του στις περιοδείες του Σάντος, τις σχέσεις του με τις ηθοποιούς της εποχής, το γεγονός ότι ήθελε να γίνει τραγουδιστής (έχει βγάλει τρεις δίσκους!), και φυσικά και την πολιτική του καριέρα. Εν ολίγοις ο Πελέ ήταν αδιαμφισβήτητα ο πρώτος σταρ ποδοσφαιριστής στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Αλλά όπως συμβαίνει συχνά με το σταριλίκι για πολλούς από τους συμπατριώτες του αυτό ήταν πρόβλημα. Τον έκλαψαν πολύ βέβαια. Ισως γιατί η ασθένειά του τον έκανε στο τέλος να μοιάζει αδύναμος. Κάτι δηλαδή που δεν ήταν ποτέ του.