Δημήτρης Φραγκιόγλου: «Κάθε γωνία στην Ελλάδα έχει έναν Χλαπάτσα»
Με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια και σαράντα χρόνια διαδρομή ως ηθοποιός, θυμάται την πορεία του, την εποχή της βιντεοκασέτας, τα σενάρια που έγραψε για τους «Απαράδεκτους» και «Της Ελλάδος τα παιδιά» και μιλά για το κόστος της αναγνωρισιμότητας λίγο πριν ανέβει στο «Εκτο πάτωμα», στο θέατρο Ακροπόλ
- Πατέρας βίαζε και εξέδιδε την ανήλικη κόρη του σε άγνωστους άνδρες - Σοκάρει υπόθεση στη Γαλλία
- Πολάκης: Τη Δευτέρα θα είμαι μπροστάρης σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ
- Φάμελλος: Τυχοδιώκτης ο Κασσελάκης – Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σταματήσει το πάρτι δισεκατομμυρίων του Μητσοτάκη
- Το «εστιατόριο των λανθασμένων παραγγελιών» στην Ιαπωνία έχει να μας διδάξει πολλά
Καθόμαστε με τον γνωστό ηθοποιό Δημήτρη Φραγκιόγλου σε καφέ του κέντρου και σκέφτομαι πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος και τα φίλτρα αναγνωρισιμότητας και για τη χώρα μας τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αν κάποτε το μοναδικό λούκι ήταν ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, σήμερα έχει προστεθεί ο οδοστρωτήρας των κοινωνικών δικτύων αλλά και του YouTube, της πλατφόρμας και των συνδρομητικών καναλιών.
Τόσο που σε μια χώρα οι μισοί είναι αναγνωρίσιμοι influencers ή youtubers, οι άλλοι μισοί είναι στην αναμονή να γίνουν, θα έλεγε κάποιος με μια δόση υπερβολής! Ο Φραγκιόγλου είναι, νομίζω, ένα από τα πιο κατάλληλα πρόσωπα να μιλήσουν και για αυτή τη μετάβαση. Μετράει σήμερα περίπου σαράντα χρόνια ως ηθοποιός, με ταινίες, σειρές, σενάρια, θέατρο.
Κι όμως, εκείνος ο ρόλος του περίφημου σμηνίτη Χλαπάτσα στη σειρά «Της Ελλάδος τα παιδιά» τον ακολουθεί ακόμη και σήμερα, και σκεφτείτε πως το σίριαλ παίχτηκε στην ιδιωτική τηλεόραση τη διετία 1993-1995 (Αnt1), δηλαδή σχεδόν τριάντα χρόνια πριν.
Ο ίδιος βέβαια έχει μια αξιοσημείωτη και εξαιρετική πορεία στο θέατρο και τον κινηματογράφο, τώρα μόλις τελειώνει η παράσταση όπου πρωταγωνιστεί, πάνω σε δύο μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, είχε για χρόνια ομάδα που ανέβαζε αμερικανικά έργα off Broadway με την ομάδα «Χρυσοθήρες» που ακόμη υπάρχει, μεταφράζει, γράφει σενάρια (συμμετείχε, για παράδειγμα, στη σεναριακή γραφή των «Απαράδεκτων»), θα τον δούμε και στο «Εκτο πάτωμα» προσεχώς.
Κι όμως, πολλοί στον δρόμο τον αναγνωρίζουν, χαμογελούν από μια σειρά προ 30 ετών. Για όλα αυτά συζητούμε με τον Φραγκιόγλου ξεκινώντας από τον τόπο γέννησής του, την Αλεξάνδρεια, και τα παιδικά του χρόνια. Από ‘κεί που ξεκίνησαν όλα δηλαδή.
Κύριε Φραγκιόγλου, υπάρχει και «ν» στο επίθετό σας τελικά; Το βρήκα και έτσι.
Στα διαβατήρια, στα αγγλικά βάζαν και «n» και «h». Λέω για διαβατήρια ως κάποιος που ερχόταν συχνά από την Αίγυπτο λόγω καταγωγής.
Εχετε γεννηθεί εκεί.
Ναι. Η μητέρα μου από εκεί και ο πατέρας μου από Μικρά Ασία, ειδικότερα από τη Σμύρνη.
Τι εποχή ζήσατε στην Αίγυπτο;
Είχε προηγηθεί η επανάσταση του Νάσερ και είχε αρχίσει η σταδιακή πτώση της χώρας και η συρρίκνωση της ελληνικής κοινότητας. Η Αίγυπτος, αλλάζοντας τότε στρατόπεδο, πηγαίνοντας με τη Σοβιετική Ενωση, μοιραία απομονώθηκε. Τα λεφτά που διατίθεντο ήταν λίγα. Υπήρχε πρόβλημα, παίρναμε από συνεταιρισμούς ρύζι, ζάχαρη, τα ξέρω και τα θυμάμαι αυτά ως παιδί.
Σε τι γειτονιά;
Μεγάλωσα σε πολύ κεντρικό σημείο της Αλεξάνδρειας, στην οδό Νέμπι Ντανιέλ ή Προφήτη Δανιήλ. Θεωρείται ότι είναι μία από τις δύο κάθετες οδούς που χάραξε ο Μέγας Αλέξανδρος για να σχηματιστεί η πόλη. Εικάζεται πως στο σημείο όπου έμενα ήταν ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά επειδή είναι ένα τζαμί δεν μπορούν να γίνουν ανασκαφές. Ερχονταν διάφοροι ερασιτέχνες που σκάβανε τη νύχτα και το πρωί τους συλλαμβάνανε. Εφυγα από εκεί το 1980, τελείωσα το ελληνικό σχολείο βέβαια.
Σε τι Ελλάδα φτάνετε;
Δεν μου ήταν άγνωστη η Ελλάδα, αφού πάντα ερχόμασταν. Τη στιγμή της Μεταπολίτευσης, ας πούμε, ήμουν στην Αθήνα. Δοκιμάζω να μπω στο Πολυτεχνείο. Δεν μπαίνω, αλλά εισάγομαι το 1981 στο Οικονομικό της Νομικής. Και υπήρχε τότε το θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου αλλά και θεατρική ομάδα ανά σχολή. Ηταν ένα είδος πειραματικού θεάτρου. Πολλοί μετέπειτα σημαντικοί σκηνοθέτες κάνουν τότε εκεί τα πρώτα τους βήματα. Και ο Κακλέας, και ο Μουμουλίδης, και ο Καραχισαρίδης, για παράδειγμα. Χονδρικά, γενιά μου. Το τοπίο, δε, το θεατρικό ήταν πολύ διαφορετικό από τώρα.
Ανεβάζετε τότε έναν Καμπανέλλη, διάβασα…
Ναι, συμμετέχω στο «Παραμύθι χωρίς όνομα». Και να που φέτος παίζω πάλι έργο του, στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Τότε έγινε η εξής πλάκα: λέει η ομάδα πως θα πρέπει να πάρουμε την άδεια του Ιάκωβου για να το ανεβάσουμε. Και λέει μια νεαρή φοιτήτρια: «Α, θα του το πω εγώ, είναι ο μπαμπάς μου». Τον γνώρισα, ερχόταν στο Πανεπιστήμιο και είχαμε αναπτύξει σχέση, με ενθάρρυνε. Πολύ ωραίος άνθρωπος. Μετά με βοήθησε να κάνω στην ΕΡΑ, στο Β’ Πρόγραμμα, την εκπομπή «Πάμε γυρεύοντας».
Πάτε ταυτόχρονα και σε σχολή θεάτρου;
Παίζω πρώτα το «Παραμύθι», την επόμενη χρονιά το «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» και εκεί είχα πια προτάσεις επαγγελματικές. Ξεκίνησα από το θέατρο Μοντέρνοι Καιροί με το έργο του Μπρεχτ «Η εξαίρεση και ο κανόνας». Το θέατρο το είχαν οι Κώστας και Γιάννης Νταλιάνης με τον Βύρωνα τον Παπασπύρου. Καλοκαίρι του 1983 κάνω την επαγγελματική μου είσοδο.
Η ταινία «Ροζ γάτος»;
Την κάνω το 1985, αφού έχω πρώτα γίνει γνωστός με το σίριαλ «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του».
Νομική, επαγγελματικές προτάσεις, Μοντέρνοι Καιροί και ΕΡΑ2. Τι εκπομπή ήταν αυτή;
Πώς ήταν τα «Κακά παιδιά» των Λάλα – Ταγματάρχη; Κάπως έτσι. Πολλή φάρσα. Ημασταν η Αθηνά Τράντου, ο κολλητός μου Αντώνης Βεκρής, η κόρη του Καμπανέλλη και εκείνη που έμεινε και δώσαμε στίγμα ήταν η Δήμητρα Παπαδοπούλου. Αλεξανδρινή κι αυτή. Δεν είχαμε σχέση όμως από την Αίγυπτο, αλλά διάβασα μια μέρα σε ένα έντυπο αριστερίστικο ένα κείμενο δικό της χιουμοριστικό και λέω, να, αυτό μου ταιριάζει. Είχε τότε ένα μπαρ, το Εναλλάξ, στα Εξάρχεια, εκείνη το δούλευε. Και πάω και της λέω, έλα να κάνουμε ράδιο. Η εκπομπή κράτησε 26 επεισόδια. Ηθελα πάντα να δημιουργώ, όχι απλά να παίζω. Δεν γινόταν πάντα τα σχέδιά μου να τα υλοποιήσω μόνος μου. Δεν είχα τη δυνατότητα. Αυτή η εκπομπή δημιούργησε θέμα στην ΕΡΤ.
Γιατί;
Το χιούμορ αυτό δεν άρεσε σε όλους. Ας πούμε, δεν άρεσε στον Καμπανέλλη που ήταν τότε διευθυντής ραδιοφωνίας. Κάθε μέρα ήταν να φύγουμε. Αρεσε όμως στη Σοφία Μιχαλίτση που ήταν διευθύντρια του Β’ Προγράμματος. Και υπήρχε ένα αμήχανο κλίμα.
«Ο Ανδροκλής»; Πότε έρχεται ως σειρά;
Είμαι στο πρώτο έτος της Σχολής Θεοδοσιάδη και με στέλνουν από τη σχολή στο κάστινγκ. Εμένα η τηλεόραση σε εκείνη τη φάση δεν με ενδιέφερε καθόλου. Θεωρείτο δεύτερο πράγμα. Με πήραν όμως. Χωρίς να μπορώ να φανταστώ τι θα επακολουθούσε.
Γίνεστε αμέσως γνωστός;
Αμέσως και με τραγικό τρόπο. Μόλις προβάλλεται το πρώτο επεισόδιο, την άλλη μέρα είναι η κηδεία του πατέρα μου. Και με δείχνουν «αυτός». Αρχικά είμαι πολύ μικρός για να φιλτράρω τόσο πολύ στο κεφάλι μου την αλλαγή. Το κάνω καλά (εννοώ τον ρόλο μου, τη δουλειά μου), μου αρέσει που έχει επιτυχία, αλλά η αναγνωρισιμότητα αυτή ήταν πολύ δύσκολη. Τότε ο ηθοποιός ακόμη ήταν συνώνυμο του «λεφτά» και όλα αυτά. Βρέθηκε η ζωή μου να αλλάζει από τη μία μέρα στην άλλη. Να μην μπορώ να μπω σε ένα τρόλεϊ.
Ηταν αλλιώς από σήμερα η έννοια της αναγνωρισιμότητας;
Εντελώς αλλιώς! Οι άνθρωποι που δούλευαν τότε ήταν πολύ λίγοι.
Ναι, τώρα έχουμε και το Ιντερνετ. Γίνεσαι γνωστός με δεκάδες τρόπους.
Ή γίνεσαι ειδικά γνωστός σήμερα. Εννοώ, σε ένα είδος και σε ένα ειδικό κοινό και μόνο. Ζούσα μια αντίφαση τότε. Και ήμουν πολύ νέος. Και ολίγον αμφισβητίας. Ο «Ροζ γάτος» ήταν επακόλουθο του «Ανδροκλή».
Προλαβαίνετε και την παλιά γενιά ηθοποιών.
Και γι’ αυτό είμαι χαρούμενος. Πρόλαβα Βλαχοπούλου, Γκιωνάκη, Μουστάκα, τον μέγα ηθοποιό Ντίνο Ηλιόπουλο. Τον ξεχωρίζω διότι σε μια ηλικία προχωρημένη, με προβλήματα να διαβάσει το κείμενο, ο τρόπος παρουσίας του και το πώς εργαζόταν ήταν τρομερά. Οχι όπως άλλοι που έρχονταν για την αρπαχτή. Εδειχνε μια άλλη ποιότητα ανθρώπου.
Τι κενό καλύπτανε τότε οι βιντεοταινίες; Ηταν μια φτηνή εκδοχή της τέχνης; Εσείς παίξατε σε πολλές.
Κοίτα, υπήρχαν και πολύ κακές και καλές. Αρχικά δημιουργήθηκε η αγορά του βίντεο που διαμόρφωσε την ανάγκη να γίνουν και ελληνικές ταινίες. Δεν θα είχε προκύψει αλλιώς αυτό το είδος. Κάλυπτε το κενό και της τηλεόρασης και του σινεμά. Ο «Ροζ γάτος», ας πούμε, ή ο «Λόρδαν ο βάρβαρος» αλλά και τα «Στραβάδια», το «Αδελφή μου, αγάπη μου», όπου επίσης έπαιζα, ήταν σε μια εποχή που είχαν αρχίσει οι κινηματογράφοι να γίνονται σουπερμάρκετ. Ηταν σε μια καμπή το σινεμά. Η βιντεοκασέτα δεν βοηθήθηκε από την τότε τεχνολογία. Μια αντίστοιχη δουλειά σήμερα είναι πολύ καλύτερη λόγω τεχνολογίας.
Εχω ακούσει ηθοποιούς πάντως να υπερασπίζονται τις κασέτες.
Ηταν και μια επιλογή που σε βοηθούσε να ζήσεις. Μόλις άνοιξαν τα ιδιωτικά κανάλια, η εποχή της κασέτας εκπνέει. Ημουν τυχερός που δεν έφαγα τη ρετσινιά. Οσοι υπηρέτησαν την κασέτα, έμεναν απ’ έξω οι πιο πολλοί. Εγώ συνεργάστηκα στο σενάριο των «Απαράδεκτων», λίγο μετά πιο βαθιά στο σίριαλ «Της Ελλάδος τα παιδιά», είχα στήσει κι ένα τηλεπαιχνίδι δικής μου επινόησης στην ΕΡΤ2, το «Κυνηγώντας το 13άρι», με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου – το ξεκίνησε η Μαλβίνα, αλλά εξαφανίστηκε επειδή ερωτεύθηκε τον Χαριτόπουλο. Δεν έμεινα εκτός κύματος.
Είναι ακόμη άγνωστο πως συμμετείχατε σε σενάρια πολλών εκ των επεισοδίων των «Απαράδεκτων».
Δική μου ήταν η ευθύνη. Απ’ το 11ο επεισόδιο γράφω τους σκελετούς του σεναρίου. Στην ατάκα ήταν πολύ καλή η Δήμητρα. Και στο «Της Ελλάδος τα παιδιά» ήμουν. Είναι ο χαρακτήρας μου, δεν αξιολογούσα τα πράγματα τότε. Τι επιτυχία θα είχαν μετά. Μ’ άρεσε το σενάριο, αλλά ως συλλογική δουλειά, ως παρέα. Μόνος μου θα ήμουν ανεπαρκής. Ακόμη και τώρα που γράφουν φασόν, μια ομάδα το κάνει. Εγώ πήγα όταν ο αείμνηστος Βενιζέλος είχε γράψει το πρώτο επεισόδιο στο «Της Ελλάδος» και το ξαναγράψαμε.
Και πώς προκύπτει ο χαρακτήρας που και εσάς σας καθόρισε, ο Χλαπάτσας; Εσείς τον γεννάτε;
Βλέποντας την αποδοχή που είχε, αγαπήθηκε, τον πήγαμε στα άκρα, τον εξελίξαμε ως χαρακτήρα. Για ένα διάστημα αυτός ο χαρακτήρας όμως λειτουργούσε περιοριστικά για μένα. Ο κόσμος του θεάτρου δεν το ξεπερνούσε αυτό. Ενώ εγώ ξεκίνησα, όπως σου είπα, απ’ το ποιοτικό θέατρο. Δεν είχα τη δυνατότητα να αλλάξω αυτό το προφίλ. Το ‘κανα συνειδητά μετά το 1996, αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχει αυτός ο χαρακτήρας του Χλαπάτσα πάνω μου. Κάνω πια θέατρο βέβαια. Οπως φέτος με τον Καμπανέλλη. Τα δύο μονόπρακτά του. «Η μυστική ζωή του Γουόλτερ Μίττυ» και «Ο πανηγυρικός» σε μια ενιαία παράσταση και σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου (σ.σ.: τελειώνει αύριο). Το πρώτο το ‘χε παίξει μόνο μία φορά ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Νιώθω σαν να μηδενίζω το κοντέρ. Γιατί ξεκίνησα φοιτητής με έργο του Καμπανέλλη. Και τώρα είμαι πάλι με αυτόν. Τώρα κάνω πρόβες και πάνω στο «Εκτο πάτωμα», σε σκηνοθεσία του Βάλαρη. Χαίρομαι που ξανακουνιέται κάτι.
Θα ήσασταν υπέρ του να ξαναγίνει το «Της Ελλάδος τα παιδιά» ή οι «Απαράδεκτοι»;
Με τίποτε. Το ίδιο το θέμα είναι πολύ περιοριστικό, ενώ δημιουργεί μια προσδοκία που συνήθως δεν έρχεται. Κάθε σειρά είναι και η εποχή της.
Γιατί αυτές οι σειρές είχαν τέτοια επιτυχία; Αγγίξανε κάτι στον Νεοέλληνα, κάποια χορδή;
Η τηλεόραση, νέα τότε, δεν είχε θωρακιστεί με τα «πρέπει» της και άφηνε περισσότερο χώρο. Τώρα έχει περισσότερους κανόνες που πολλές φορές ξεζουμίζουν την αρχική ιδέα και την τρέλα. Και δεν μιλώ για το πολιτικώς ορθό αλλά για εκείνους που είναι στα κανάλια και επιλέγουν.
Πάντως έχουμε άνθηση στις σειρές πια…
Μα είμαι υπέρ, να υπάρχουν δουλειές. Τα υπηρετώ όλα με την ίδια αγάπη. Ακόμη και οι δραματικοί ρόλοι μού αρέσουν. Δεν πιστεύω στο στερεότυπο ενός μόνο κωμικού ή μόνο δραματικού.
Κινδυνεύει το θέατρο από το Netflix ή το streaming;
Από τίποτα δεν κινδυνεύει. Κάθε τέχνη έχει τη δική της υπόσταση, τον τρόπο, και είναι μοναδικός. Δεν το πιστεύω αυτό. Το θέατρο και η γοητεία του είναι πως είσαι εκεί και καμία παράσταση δεν είναι ποτέ ίδια.
Κάτι τελευταίο, Χλαπάτσες υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα;
Εκατομμύρια υπάρχουν. Παντού. Κάθε γωνία έχει έναν Χλαπάτσα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις