Διαφέρω, άρα (νομίζω ότι) υπάρχω
Ποιο είναι σήμερα το «ποιοτικόμετρο» ενός σίριαλ; Το Netflix. Ενδιαφέρθηκε η συγκεκριμένη πλατφόρμα για κάποιο άλλο ελληνικό σίριαλ; Οχι. Πήρε το «Maestro»; Το πήρε.
Η ταινία του Χίτσκοκ «Life boat» (ελληνικός τίτλος «Στον ίσκιο του θανάτου» ή «Ναυαγοί») διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου μεσοπέλαγα, μέσα σε μια σωσίβια λέμβο. Και το εκπληκτικό είναι ότι ο ιδιοφυής σκηνοθέτης τη γύρισε σε ένα στούντιο, το μικρότερο μάλιστα στο Χόλιγουντ του 1944. Οταν λοιπόν ο Χίτσκοκ συζητούσε με τον συνεργάτη του που ήταν υπεύθυνος για τη μουσική επένδυση της ταινίας, του είπε ότι δεν ήθελε τέτοιου είδους ηχητική επένδυση. «Πώς βρέθηκε η μουσική καταμεσής της θάλασσας;» λέγεται ότι ήταν το επιχείρημά του. Και εκείνος του απάντησε: «Θα σου εξηγήσω αν μου πεις και εσύ πώς βρέθηκε η κάμερα καταμεσής της θάλασσας».
Θέλω να πω ότι ο κινηματογράφος είναι μια πολύ ειδική συνθήκη. Αν ήταν απόλυτα ρεαλιστική καταγραφή, δεν θα ήταν τέχνη. Θα ήταν «παίρνω μια κάμερα στον ώμο και όπως κάτσει». Ούτε το μοντάζ δεν θα είχε θέση αφού το ανθρώπινο μάτι δεν μοντάρει. Και φυσικά, το ίδιο ισχύει και για την τηλεόραση.
Γιατί το γράφω τώρα αυτό; Διότι και τι δεν έχω ακούσει και διαβάσει από αυτούς που μέσα στην αγωνία τους να καταγραφούν διαφορετικοί – άρα καλύτεροι – από το μεγάλο κοινό προσπαθούν, με απίθανα εφευρήματα, να αποδομήσουν το «Maestro» του Παπακαλιάτη. Θα μπορούσα να βρω πολλές λέξεις και εκφράσεις για να χαρακτηρίσω όλο αυτό με έναν κάπως κομψό τρόπο. Διαλέγω τον ντιρέκτ. Θεωρώ ότι πρόκειται για συμπλεγματικό, πνευματικό σουσουδισμό που σέρνει πίσω του ελλείμματα και απωθημένα. Θα μου πεις «μα δεν δικαιούται κάποιος να μην του αρέσουν το «Maestro» και ο Παπακαλιάτης;». Βεβαίως και δικαιούται και παραδικαιούται. Ο τρόπος όμως που προσπαθεί να το τεκμηριώσει, οι λόγοι που «ανακαλύπτει» και επισημαίνει και, κυρίως, το διαφαινόμενο άγχος να τα «πακετάρει» όλα αυτά ως ένα άτομο που ξέρει από τέχνη, σε αντίθεση με τους άλλους που τρώνε καλλιτεχνικό και πνευματικό κουτόχορτο, είναι απόλυτα ενδεικτικός.
Για παράδειγμα, συγκρίνουν το «Maestro» με κινηματογραφικές ταινίες. «Γιατί το έκανε έτσι ενώ ο τάδε σκηνοθέτης στη δείνα ταινία το έκανε αλλιώς;» και κάτι τέτοια. Μιλάμε για σίριαλ. Σ-ί-ρ-ι-α-λ. Που παίζεται στην τηλεόραση. Που σημαίνει ότι απευθύνεται σε ένα τεράστιο και ανεξέλεγκτο κοινό. Οι ταινίες που το συγκρίνουν απευθύνονται σε εκπαιδευμένους θεατές. Ταινίες ειδικού καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, που ουδείς αμφισβητεί την αξία τους, κάνουν βουτιές θεαματικότητας όταν προβάλλονται στην τηλεόραση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλές. Εξαιρετικές είναι. Απλώς δεν κάνουν για τηλεόραση.
Και ύστερα είναι όλες αυτές οι επισημάνσεις περί φωτισμού των πλάνων, περί γωνιών λήψης, περί λουστραρισμένων σκηνικών και προσώπων, περί δραματουργικών ασυνεπειών και αμηχανιών και άλλα τέτοια, τραβηγμένα από τα μαλλιά. Νομίζω ότι η απάντηση του μουσικού επενδυτή του Χίτσκοκ είναι η καλύτερη για αυτούς. Για να ξαναθυμηθούν την, εξ ορισμού, συνθήκη του κινηματογράφου μεταξύ αληθοφάνειας και τέχνης.
Είναι όμως αυτή η αγωνία να δείξουν ότι είναι «μακριά από το αγριεμένο πλήθος». Να πούνε κάτι αντίθετο από αυτό που λένε οι πολλοί. Το θεωρούν ελιτισμό αλλά τους βγαίνει σε σουσουδισμό. Οταν, δε, αναφέρουν ότι το απωθητικό στη σειρά είναι η διανόηση «τύπου Καραγάτση» – εννοώντας ότι η διανόηση και ο Καραγάτσης είναι ασύμβατες έννοιες -, απλά δεν έχουν διαβάσει Καραγάτση.
Κι ύστερα ήρθε το Netflix
Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα. Ποιο είναι σήμερα το «ποιοτικόμετρο» ενός σίριαλ; Το Netflix. Ενδιαφέρθηκε η συγκεκριμένη πλατφόρμα για κάποιο άλλο ελληνικό σίριαλ; Οχι. Πήρε το «Maestro»; Το πήρε. Από εκεί και πέρα, τα βιτριολικά και δήθεν εξυπνακίστικα ή αφ’ υψηλού σχόλια φανερώνουν μια εμπάθεια που θέλει να φορέσει το ένδυμα του εστετισμού αλλά μυρίζει αρχοντοχωριατιά. Και απωθημένα παρεών και φορέων (που πολλές φορές, τις περισσότερες, ταυτίζονται) επειδή δεν μπορούν να ελέγξουν ή να «υιοθετήσουν» τον Παπακαλιάτη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις