Η οθωμανική τέχνη στο αθηναϊκό κέντρο, οι νέοι άγιοι στο εορτολόγιο
Κομμάτια ενός παζλ που, αν και πλήρως αυτόνομα, όταν ενωθούν διαμορφώνουν μια ουσιαστική και πέρα από την επιφάνεια εικόνα του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Κομμάτια ενός παζλ που, αν και πλήρως αυτόνομα, όταν ενωθούν διαμορφώνουν μια ουσιαστική και πέρα από την επιφάνεια εικόνα του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Είναι τα 32 κείμενα που συνθέτουν την έκδοση «Μικρασιατικός Ελληνισμός, σκέψεις και δοκίμια», η οποία είναι συνοδευτική του καταλόγου της μεγάλης επετειακής έκθεσης «Μικρά Ασία: Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία» που διοργανώνουν το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στο κτίριο του πρώτου επί της οδού Πειραιώς.
Την επιμέλεια της έκδοσης, όπως και της έκθεσης, έχει η ιστορικός τέχνης, μέλος της διοικητικής επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Εβίτα Αράπογλου.
Στις σελίδες του τόμου, ιστορία και πολιτική, οικονομία και θεολογία, κοινωνιολογία και λαογραφία «συναντούν» την ιστορία της τέχνης, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τον αθλητισμό τόσο μέσα από τα κείμενα κορυφαίων στο είδος τους επιστημόνων – ενδεικτικά αναφέρονται οι Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Θάνος Βερέμης, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Μαρκ Μαζάουερ, Μπρους Κλαρκ, Κώστας Κωστής, Αντώνης Κωτίδης, Ειρήνη Οράτη – όσο και μέσα από τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα.
«ΤΑ ΝΕΑ» σταχυολόγησαν ορισμένα από τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στον τόμο.
Αλλάζοντας τον δημογραφικό χάρτη της χώρας
«Ο ακριβής αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι δύσκολο να καθοριστεί», σημειώνει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης στο κείμενό του υπό τον τίτλο «Πρόσφυγες στην Ελλάδα πριν και μετά το 1922. Τα αριθμητικά δεδομένα».
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 αναφέρεται ότι στην Ελλάδα βρίσκονταν περίπου 200.000 πρόσφυγες, ενώ στα τέλη του ίδιου μήνα είχαν ξεπεράσει τις 500.000. Η πρώτη συστηματική εκτίμηση έγινε στα τέλη Οκτωβρίου και οι αριθμοί κάνουν λόγο για 800.000 πρόσφυγες. Εκτιμήσεις στελεχών της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων στο τέλος του 1923 υπολόγιζαν τον αριθμό σε 1,3 με 1,4 εκατ. άτομα.
Η γενική απογραφή του 1928 κατέγραψε 1.221.849 πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα από το τέλος του 1922 έως τον Μάιο του 1928, οπότε και πραγματοποιήθηκε η απογραφή. Υπολογίζεται ότι σε σχέση με τον αριθμό των γεννηθέντων ένας μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων απεβίωσε το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα ή μετανάστευσε στο εξωτερικό.
Το 52% απογράφηκε στη Μακεδονία και το 22% στην Αττική, με τους μισούς εξ αυτών στον Δήμο Αθηναίων. Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι μεταξύ των προσφύγων υπερτερούσαν οι γυναίκες (51,8%), οι οποίες σε μεγάλο ποσοστό ήταν χήρες, καθώς τα στοιχεία δείχνουν πως 12,1% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού είχαν χάσει τις συζύγους τους, ποσοστό που στις γυναίκες πρόσφυγες ανέβαινε στο 17,5%.
Οι αχθοφόροι της μνήμης μιλούν
Την αόρατη αφετηρία – από ποιους και γιατί κατασκευάστηκαν, πώς και σε ποια κοινωνία χρησιμοποιήθηκαν – των αντικειμένων που σήμερα θαυμάζουμε στις προθήκες των μουσείων αλλά και τη διαδρομή τους ως εκεί αποκαλύπτει μέσα από τη «φωνή» των εκπατρισμένων η ιστορικός, συνεργάτρια του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Ιωάννα Πετροπούλου στο άρθρο της «Αχθοφόροι της μνήμης: δέκα μαρτυρίες από την Καππαδοκία».
«Σαράντα μεγάλα κιβώτια γεμίσαμε με τα πράγματα της εκκλησίας μας, της Αγίας Τριάδας», έλεγε ο Σίμος Αποστολίδης από το Εντιρλίκ (Ανδρονίκι).
«Χρυσαφικά της εκκλησίας, εικόνες, άμφια κι έναν θαυμάσιον επιτάφιο… Δεκαπέντε μέρες διαλέγαμε τι θα μπορούσαμε να πάρουμε από τα πράματα της εκκλησίας. Οταν ξεχωρίσαμε τα πιο πολύτιμα, όλα τ’ άλλα που μείνανε – το πιο πολύ εικόνες – τα βάλαμε σε έναν λάκκο στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας. Ανάψαμε φωτιά και τα κάψαμε να μην τ’ αφήσουμε στους Τούρκους. Ολοι είχαν έρθει στην αυλή της εκκλησίας και προσκυνούσανε τη φωτιά».
Κάποιοι άλλοι πάλι θέλησαν να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον τόπο για τις μελλοντικές γενιές. Και όπως μαρτυρά η Ελισάβετ Ξηροστυλίδου από τα Σίλατα, «βάλανε οι δημογέροντες και τέσσερα μπουκάλια, όπου μέσα σε χαρτιά γράψανε την ιστορία του χωριού, τη χρονιά που έγινε η Ανταλλαγή και κάτι τέτοια. Βουλώσανε τα μπουκάλια και τα βάλανε στον λάκκο. Από πάνω ρίξανε χώμα. Το γυαλί, βλέπεις, δεν λιώνει. Οσα χρόνια κι αν περάσουν, άμα σκάψεις τον λάκκο, βρίσκεις τα μπουκάλια, τα ξεβουλώνεις και διαβάζεις την ιστορία του χωριού…».
Από το Γιοφύρι της… Σίλλης έως τον πρόσφυγα νομπελίστα Σεφέρη
Από τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μελέτες του τόμου μεταξύ άλλων μαθαίνουμε ότι στα πρόθυρα του 1922 οι Ελληνες στη Γαλατία, τη Λυκαονία και τη Λυκία ως μειονότητες δεν γνώριζαν ελληνικά τραγούδια. Αυτό μαρτυρά ο Λάζαρος Τεπέογλου, τραγουδιστής από το Τσόρουμ της Γαλατίας (περιφέρεια Αγκυρας), ενώ η τραγουδίστρια Αννα Χατζηκλεομβρότου από τη Σίλλη της Λυκαονίας δήλωνε στη Μέλπω Μερλιέ (όπως αναφέρεται στο κείμενο του μουσικολόγου, διευθυντή του μουσικού λαογραφικού αρχείου Μέλπως Μερλιέ, Μάρκου Φ. Δραγούμη, υπό τον τίτλο «Μικρασιατικό τραγούδι: οι καταβολές και η αναβίωσή του στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή») ότι οι συμπατριώτες της γνώριζαν μόνο ένα ελληνικό τραγούδι, την «Καμάρα».
Τα λόγια του, στην τοπική διάλεκτο, διηγούνταν με κάποιες παραλλαγές τον θρύλο του Γεφυριού της Αρτας. Ο επίτιμος καθηγητής Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας της έδρας «Κοραής» στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον, στο δοκίμιό του «Η παρουσία της Μικράς Ασίας στη ζωή και στο έργο του Γιώργου Σεφέρη» εντοπίζει στους στίχους του έλληνα νομπελίστα τις προσφυγικές πληγές και μνήμες, όπως, επί παραδείγματι, στους δύο πρώτους στίχους της «Κίχλης»: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Ετυχε / να ‘ναι χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί […]».
Η οθωμανική παράδοση κοσμεί το ελληνικό κοινοβούλιο
Στην καρδιά του ελληνικού κοινοβουλίου, και μάλιστα στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής, έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους οι εξειδικευμένοι τεχνίτες – πρόσφυγες, αλλά και προσωπικότητες όπως ο συγγραφέας και καλλιτέχνης Στρατής Δούκας (γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας) καθώς ήταν εκείνοι που έδωσαν πνοή στο εγχείρημα του επίσης μικρασιάτη επιχειρηματία Μηνά Πεσμαζόγλου.
Είναι εκείνος ο οποίος και ίδρυσε το εργοστάσιο παρασκευής κεραμικών Κιουτάχεια. Πρόκειται για την εταιρεία που κόσμησε 16 χώρους της Βουλής, όπως αναφέρει στη μελέτη του υπό τον τίτλο «Ιζνίκ παρά τας Αθήνας: κεραμικά πλακίδια οθωμανικής τεχνοτροπίας σε δημόσια κτίρια στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργης Μαγγίνης, με ζωφόρους από κεραμικά πλακίδια γεμάτες με άφθονους λαλέδες (τουλίπες), γαρίφαλα, φανταστικά λουλούδια και υακίνθους, τσαλαπετεινούς, φασιανούς και παπαγάλους, στοιχεία που παραπέμπουν στην ισλαμική εικονογραφία.
Τα πολύχρωμα αυτά μοτίβα πιθανόν να είχαν φτάσει στην Αθήνα αποτυπωμένα σε λεπτά φύλλα χαρτιού στις αποσκευές των προσφύγων τεχνιτών, ενώ κάποια δεν αποκλείεται να αντέγραψαν από τα πρωτότυπα έργα ισλαμικής τέχνης και την εικονογράφηση των βιβλίων που βρίσκονταν στο Μουσείο Μπενάκη. Ανάλογες κεραμικές ζωφόροι κοσμούν υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας στην Πρέβεζα, την Κοζάνη και τη Φλώρινα.
Πώς όμως μετά την επώδυνη εθνική τραγωδία χρησιμοποιήθηκαν σε κομβικής σημασίας δημόσια κτίρια πλακίδια ισλαμικής τεχνοτροπίας; Πέραν της πρόθεσης των ελληνικών κυβερνήσεων του Μεσοπολέμου να στηρίξουν την προσφυγική βιομηχανία, «ίσως οι ξεριζωμένοι κεραμείς μέσα από αυτά τα πλακίδια να οικειοποιήθηκαν ξανά την καλλιτεχνική παράδοση των χαμένων πατρίδων τους».
Δεν θα πρέπει ωστόσο να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι για ένα διάστημα επιβίωσαν υπό τη σκιά του μύθου ότι είναι ροδιακής προέλευσης.
Από την «αγιοτόκο Μικρά Ασία» στο εικονοστάσι της Ελλάδας
Ενα άρθρο σε έναν συλλογικό τόμο προφανώς και δεν μπορεί να χωρέσει τους 40.000 μικρασιάτες αγίους, μάρτυρες και νεομάρτυρες (όσοι μαρτύρησαν μετά την εικονομαχία) που αναγράφονται στο εορτολόγιο, επισημαίνει ο μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Γαβριήλ στο κείμενό του «Η αγιολογία των προσφύγων της Μικράς Ασίας».
Εξού και επιλέγει να δώσει έμφαση σε σύγχρονους άγιους νεομάρτυρες που είναι συνυφασμένοι με τον προσφυγικό Ελληνισμό και τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Ενας από τους πιο δημοφιλείς είναι ο όσιος νεομάρτυς Ιωάννης ο Ρώσος. Στρατιώτης του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας, συνελήφθη αιχμάλωτος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1711 από τους Τατάρους και πωλήθηκε σε έναν οθωμανό αξιωματικό από το Προκόπι της Μικράς Ασίας. Υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια για να αλλαξοπιστήσει και πέθανε το 1730.
Οι καππαδόκες πρόσφυγες έφεραν το ιερό λείψανο μαζί τους την περίοδο της Καταστροφής και του αφιέρωσαν τον ναό στο Προκόπι Εύβοιας. Κι αν ο δημοφιλής «Αϊ-Γιάννης ο Ρώσος», όπως είναι γνωστός στους περισσότερους, είχε ήδη τη θέση του στο εορτολόγιο, τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτέλεσαν αιτία ώστε να προστεθούν νέοι άγιοι.
Ο πιο γνωστός είναι πιθανόν ο άγιος εθνοϊερομάρτυρας Χρυσόστομος, ο επίσκοπος Σμύρνης που βασανίστηκε από τον τουρκικό όχλο και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.
Αγιος ανακηρύχτηκε, μεταξύ άλλων, και ο μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος, ο οποίος κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε να πάρει τη συγκατάθεση των Τούρκων για να καταφέρουν ελληνικά πλοία από τη Λέσβο υπό αμερικανική σημαία να παραλάβουν τους 20.000 από τους 35.000 Ελληνες που ζούσαν στις Κυδωνιές. Ο ίδιος αρνήθηκε να αποχωρήσει, φυλακίστηκε και στις 3 Οκτωβρίου 1922 βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις