Βασίλης Τσιτσάνης: Η λαϊκή έμπνευση, η ένταση του ήχου
Στερνός τρανός εκπρόσωπος μιας μεγάλης κουλτούρας, που εμείς οι ίδιοι αφανίσαμε
Η αναπόφευχτη ρουτίνα της κριτικής συχνά δεν αφήνει να εκφράσουμε βαθύτερους καημούς μας για τη μουσική του τόπου. Κι όμως αυτή τη ρουτίνα λίγο-πολύ ταυτίζει ο κόσμος με την όποια προσωπικότητα ενός κριτικού, ταγμένου να παρασταθεί (μη ξεγελιόμαστε πια!) το ψυχομαχητό μιας ετοιμοθάνατης – της εν Αθήναις Έντεχνης Νεοελληνικής Μουσικής.
Ξέρω πως τούτο το κείμενο θα ξαφνιάσει εκείνους που πίσω από τα γραφτά μου συνήθισαν να φαντάζονται έναν άτεγκτο σχολαστικό, ίσως προχωρημένο στα χρόνια. Αν το γράφω είναι γιατί τώρα μόλις νιώθω συναισθηματικά ώριμος ν’ ανταποκριθώ σ’ ένα επίμονο αίτημα πλήθους μουσικών, αναγνωστών και φίλων: να πω τη γνώμη μου για τη λαϊκή μας μουσική. Να που αρχίζω σήμερα να τη λέω. Όχι για να την κρίνω, μα για να κριθώ εγώ ο ίδιος, διαφορετικά η εικόνα μου, καλή-κακή, θα ’ταν λειψή. Φυσικά θα ’μουν ο τελευταίος που θ’ αξίωνε να μιλήσει έγκυρα για το «ρεμπέτικο»: το ’καμαν τόσοι και τόσοι καλύτερα και πιο υπεύθυνα από μένα. Κι ίσως ακόμα ν’ απομένει να μάθω τα πάντα γι’ αυτό. Με τη φωνή της καρδιάς μιλώ για την ώρα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.4.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είναι τάχα και γι’ αυτήν η στιγμή κατάλληλη; Θαρρώ πως ναι. Χρόνια αγωνίστηκα να βγάλω πάνωθέ μου μιαν ανατροφή από κείνες που μας φυλακίζουν σε φιλντισένια καστέλια βικτωριανής ψευτοευπρέπειας κι εμπνέουν φριχτές ρυπαροφοβίες, απ’ εκείνες που, τελικά, καταντάν τον άνθρωπο εχτρό του ίδιου του τού κορμιού. Μ’ είχαν μάθει να βλέπω στη λαϊκή χειρονομία μονάχα τη «βιαιότητά» της (αρχέτυπο κι έκφραση της «βιαιότητας» που όλοι κλείνομε μέσα μας) και να εθελοτυφλώ στο κάλλος της, ενάντια στην όποια μου μουσική φύση. Για να ξανάβρω το ρεμπέτικο χρειάστηκε να ταξιδέψω στην Ασία, να βιώσω τις μουσικές της και να γυρίσω πίσω.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς φέτος βρέθηκα σε σπίτι όπου δε χαρτόπαιζαν: άκουγαν μαγνητοφωνημένα παλιά, προπολεμικά ρεμπέτικα τραγούδια, Μάρκο Βαμβακάρη κι άλλους. Η μύησή μου είχε αρχίσει, βέβαια, παλιότερα, χάρη και στον αγαπητό Μάρκο Δραγούμη – από δω τού λέω ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Κι ένιωσα ν’ αναβλύζει μέσα μου βαθειά συγκίνηση από τη μεγαλειώδη απλότητα και τη στοιχειακή σοφία της μουσικής αυτής, που ο καημός της θα μπορούσε ν’ απλωθεί μες στο χρόνο όσο κι εκείνος μιας ινδικής «ράγκα», κι όμως γνώριζε να τον συστέλλει περίτεχνα χάρη σε μελωδικές φόρμουλες που μ’ άπειρη μαστοριά και γούστο πειθανάγκαζαν τη μουσική στη μικρή διάσταση του τραγουδιού. Και κάποιο Σαββατόβραδο, πριν μερικές βδομάδες, βρέθηκα στην Καισαριανή, όπου άκουσα σε «ζωντανή» εμπειρία τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Σωτηρία Μπέλλου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.4.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ολόγυρα ένας κόσμος παραλήδων που επέμεναν να «διασκεδάσουν» σ’ ένα χώρο που σε σωστές ευαισθησίες θα ’πρεπε ν’ απορριπίζει συναισθήματα πολύ βαθύτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης τραγούδησε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»: μ’ ένα σπαραχτικό κουόζι στακκάτο στο κόψιμο κάθε φράσης, που αφαιρούσε από το υπέροχο αυτό τραγούδι (και τι αριστούργημα «αφαίρεσης»!) ακριβώς εκείνο με το οποίο έχουν συνηθίσει να το ταυτίζουν – το εκφραστικό του άπλωμα. (Παρενθετικά αναφέρω πως τούτο το λυγμικό κόψιμο της φράσης, πιο αναπάντεχο μόνο, απαντά και στην ενόργανη παραδοσιακή βιρμανική μουσική.) Και μοιραία ίσως συνδύασα μέσα μου τούτο το κοφτό «φραζάρισμα» με τις περιοριστικές της μορφής φόρμουλες που ανάφερα πιο πάνω. Να ’χω τάχα δίκιο; Ας με δικαιώσουν ή ας με διαψεύσουν άλλοι, οι επαΐοντες της μεγάλης αυτής μουσικής μας. Το «ρεμπέτικο» μού φάνηκε κάποια στιγμή και σαν προσπάθεια να περιοριστούν σε διαστάσεις ταπεινές καημοί και λαχτάρες και δίψες ψυχής γεννημένης για τ’ άπειρο. Σαν τους καημούς και τα πεπρωμένα του λαού μας; Ποιος ξέρει; Έτσι ο πόνος που το γεννά δε λυτρώνεται μ’ ατέλειωτα μελωδικά απλώματα, γίνεται σκέτη ένταση ήχου – ένταση που τρομάζει όσους απ’ τα μικράτα τους πειθαναγκάστηκαν να πνίγουν τις κραυγές του πόνου τους και των ψυχών τους τη δίψα και ν’ αυτοφυλακίζονται στα φιλντισένια καστέλια που ανάφερα. Κι όμως μέσα σ’ αυτή την ένταση νιώθεις τη λαϊκή έμπνευση, την ίδια τη μουσική να σφυρηλατιέται σαν πάνω σ’ αμόνι πελώριο, να καθαρίζεται από κάθε σκουριά, από κάθε τι ψεύτικο, ν’ αυτοεξαγνίζεται μες στην ίδια της τη φωτιά.
Βρισκόμουν μπροστά στους στερνούς τρανούς εκπρόσωπους μιας μεγάλης κουλτούρας, που μεις οι ίδιοι αφανίσαμε. Άκουγα λαϊκά χορδόφωνα σε μια υψηλού επιπέδου δεξιοτεχνία. Μήπως, αλήθεια, χαράμισα τη ζωή μου παρακολουθώντας τα στραβοπατήματα στο κλαβιέ ή στην ταστιέρα δυστυχισμένων παιδιών που θάρρεψαν πως θα ’βγαιναν βιρτουόζοι απ’ τα ωδεία μας; (Γι’ αυτά ο χρόνος σταμάτησε κάπου στα 1900 κι οι πιο άξιοι απόφοιτοί τους ξαναρχίζουν περίπου από το άλφα στο εξωτερικό όπου κι εγκαθίστανται!) Να πού είχε υπάρξει η μεγάλη τεχνική, η μεγάλη μαστοριά, η μεγάλη τέχνη. Ας πουν άλλοι αρμοδιότεροι αν το ρεμπέτικο πέθανε από την επαφή του με τα εμπορικά κυκλώματα, από τις αναπόφευκτες μεταβολές του ψυχοκοινωνικού κλίματος ή από την περιβόητη αποδοχή του (;) από μια αστική και μεγαλοαστική τάξη μοναδικά παχύδερμη σε κάθε κουλτούρα. (Μήπως η ίδια, ως ένα σημείο, δεν επέβαλε το σαλονίστικο ερασιτεχνισμό και τα… μέτρα επιεικείας που αφάνισαν και την έντεχνη μουσική μας;)
Αν πάλι πέθανε επειδή ήταν αδύνατο να ξεφύγει απ’ τους κινδύνους που το τριγύριζαν; Μερικοί το παραμόνευαν μόλις γεννήθηκε. Λ.χ. η λύσσα όλων των «πολιτισμένων» κι εχθρών της «βιαιότητας», που αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτό ένα κομμάτι της ίδιας της εθνικής μας ψυχής, αιώνια κομματιασμένης ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση. (Ίσως να μην είναι άσχετο με το κομμάτιασμα αυτό το ότι το ρεμπέτικο αρχίζει να βλασταίνει την ίδια περίπου εποχή με την καντάδα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Μάρκος Δραγούμης, στο πρόσφατο δημοσίευμά του «Ρεμπέτικο Τραγούδι», αναφέρεται κάπως έμμεσα στο θέμα, και στην «Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος» του Αντ. Χατζηαποστόλου, Αθήνα 1949, στις σ. 7 και 8, διαβάζουμε για τάσεις εξόντωσης από τους κανταδόρους αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί «αμανέ».) Κι επειδή δεν μπόρεσαν να το πολεμήσουν με μουσικά επιχειρήματα, κατάφυγαν σε μια ύποπτη «ηθικολογία». Το «κατηγόρησαν» ακόμη, δίχως να θελήσουν να ερευνήσουν επιστημονικά το θέμα, για ασιατική καταγωγή. Τυφλοί, μικρόχαροι Πενθείς, που ξεχνούσαν πως από την Ασία είχε έρθει ο Διόνυσος, ο θεός της τραγωδίας! Κι όμως ο νέος αυτός Διόνυσος, όποια κι αν ήταν η καταγωγή του, ήταν πολύ πονεμένος κι ευγενικός για να εκδικηθεί. Και δεν ξέρω (αν κάνω λάθος ας με διορθώσουν οι ειδικοί) να στράφηκαν οι άνθρωποι του ρεμπέτικου ενάντια στη δυτική κουλτούρα που δήθεν πρέσβευαν οι εχθροί του (τελικά την κακομεταχειρίστηκαν κι αυτήν εξίσου!) Θαρρώ όμως πως σώπασαν ευγενικά κι είπαν ό,τι είχαν να πουν με τη μουσική τους.
Άκουγα, ταραγμένος, τη Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδά. Φωνή βιβλική, στήλη μετάλλου που ο καημός της εγκαλούσε το στερέωμα. Έκλεισα τα μάτια κι ονειροπόλησα. Φαντάστηκα ένα τέτοιο συγκρότημα ν’ αντιπροσωπεύει τη Ρωμηοσύνη, τον καημό του ν’ αντηχεί σ’ όλο το μεγαλείο, πρώτα στην Περσέπολη και στην Ινδική, εκεί όπου ο άνθρωπος κάνει ακόμα μουσική σα συνέχεια του κορμιού του, κι έπειτα στη Δύση… Και σκέφτηκα και μιαν άλλη φωνή (ανήκει στην ίδια «όχθη», όσο κι αν υπηρετεί άλλα είδη μουσικής), εκείνη του Ξυλούρη, που όμοιά της δεν ξέρω αν έχει να δείξει η Ινδία ανάμεσα στους βιρτουόζους των παραδοσιακών της ασματικών τεχνών. Όχι, δεν έπρεπε τέτοια «κουλτούρα» μουσική να πέσει στα χέρια στοιχείων αδιάφορων για τέχνη.
Ίσως οι άνθρωποι που τη γνώμη τους στα θέματα αυτά σέβομαι βαθειά και λογαριάζω, να χαμογελάσουν συγκαταβατικά γι’ αυτό μου το κείμενο. Όμως προτιμώ να με καταδικάσουν γι’ αυτό παρά να με δικαιώσουν για οποιοδήποτε άλλο. Γιατί ίσως κανένα απ’ τα γραφτά μου για τη μουσική δε βγήκε τόσο μες από την καρδιά μου όσο τούτος ο τόσο θλιβερά όψιμος (τ’ αναγνωρίζω) καημός λόγος για το ρεμπέτικο.
*Επιφυλλίδα του επιφανούς μουσικολόγου και μουσικοκριτικού Γιώργου Λεωτσάκου, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Απριλίου 1974, έφερε δε τον τίτλο «Για το ρεμπέτικο».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους κορυφαίους της ελληνικής λαϊκής μουσικής του περασμένου αιώνα, γεννήθηκε στην πόλη των Τρικάλων στις 18 Ιανουαρίου 1915 και απεβίωσε στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1984.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις