Δημοκρατία δεν σημαίνει κοινοβουλευτικό σόου
Δημοκρατία δεν σημαίνει θέαμα σύγκρουσης, αλλά πραγματική αντιπαράθεση ιδεολογιών
- Ο Γουίλιαμ Σάντλερ για τον θάνατο της συζύγου του: «Δεν νομίζω ότι μπορώ να το εκφράσω με λόγια»
- Μπαράκ Ομπάμα: Οι ταινίες, οι μουσικές και τα βιβλία του 2024 που ξεχώρισε
- «The Bibi Files»: Το ντοκιμαντέρ που μισεί ο Ισραηλινός πρωθυπουργός γίνεται φιναλίστ των Όσκαρ
- Σοκ στην Πάρο: Άγρια επίθεση ανήλικων με μαχαίρι σε βάρος δύο ανδρών
Ζούμε και θα ζούμε μέχρι και το βράδυ της Παρασκευής μια ακόμη παραλλαγή του γνωστού θεάματος «κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία».
Αναφέρομαι στον τρόπο που διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή, κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μια αντιπαράθεση γεμάτη «υψηλούς τόνους», «συγκρούσεις», επιδείξεις «πολιτικής μαγκιάς», κυνήγι της ατάκας, ακόμη και «στιγμές όπου χάθηκε ο έλεγχος», προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού που θα κάνει viral τα σχετικά βίντεο.
Μόνο που αυτό δεν είναι πραγματική πολιτική συζήτηση.
Με αυτό που λέω δεν θέλω να υποτιμήσω το ζήτημα.
Έχω πει εξαρχής ότι υπάρχει σοβαρό θέμα δημοκρατίας με την υπόθεση των υποκλοπών. Επιμένω επίσης ότι μέχρι τώρα η κυβέρνηση δεν έχει δώσει τις απαντήσεις που απαιτούνται ούτε έχει ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση. Συμφωνώ ότι δεν μπορούν και δεν πρέπει να απαξιώνονται οι θεσμικές παρεμβάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών.
Και προφανώς θεωρώ ότι αποτελεί δικαίωμα της αντιπολίτευσης να κάνει χρήση του δικαιώματος να καταθέσει μια πρόταση δυσπιστίας.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όλο και περισσότερο τα κόμματα αποφεύγουν την ουσιαστική πολιτική συζήτηση.
Πηγαίνουν με προκατασκευασμένες επικοινωνιακές στρατηγικές, χωρίς καμία διάθεση να συζητήσουν και με σκοπό απλώς να «οχυρώσουν» το δικό τους ακροατήριο.
Αυτό οδηγεί σε μια πολύ συγκεκριμένη τακτική που τη βλέπουμε και τώρα και την έχουμε δει και στο παρελθόν.
Η κυβέρνηση να θεωρεί ότι δεν έχει λόγο να δώσει εξηγήσεις και απαντήσεις σε ανοιχτά ερωτήματα, αλλά βασικά να προσπαθεί να υπερασπιστεί το έργο της.
Η αντιπολίτευση να σφυροκοπά την κυβέρνηση, αλλά να αποφεύγει να πάρει θέση για τα δικά της πεπραγμένα όταν ήταν στην κυβέρνηση.
Και όλοι μαζί να προτιμούν τα συνθήματα από τα πολιτικά προγράμματα.
Μόνο που αυτό υπονομεύει ουσιαστικά την ίδια τη δημοκρατία.
Γιατί κάνει τους πολίτες να πιστεύουν ότι πολιτική δεν σημαίνει ιδεολογική αντιπαράθεση αλλά κόντρα για την εξουσία και «οπαδικές» φωνές και συνθήματα.
Γιατί εθίζει το εκλογικό ακροατήριο στην αντίληψη ότι τα κόμματα δεν έχουν προγράμματα αλλά μόνο επικοινωνία.
Γιατί εμπεδώνει την αντίληψη ότι «δεν τους νοιάζει πραγματικά το ζήτημα αλλά το “σηκώνουν” για προεκλογικούς λόγους».
Όμως, αυτό απομακρύνει και αποξενώνει τους πολίτες από την πολιτική και στο τέλος τους κάνει να απαξιώνουν και την ίδια τη σημασία και αξία της δημοκρατίας.
Καταλήγουμε έτσι να έχουμε ένα εκλογικό σώμα «μειωμένων προσδοκιών» που στην καλύτερη των περιπτώσεων επιλέγει με τη λογική του «μικρότερου κακού» ή της αναζήτησης απλώς μιας «ψήφου διαμαρτυρίας».
Αυτό, όμως, στο τέλος γεννά και τις κυβερνήσεις που θεωρούν ότι έχουν ασυλία ακόμη και όταν εμφανώς παραβιάζουν κανόνες, και τις αντιπολιτεύσεις που δεν κάνουν αυτοκριτική, και τους πολιτικούς που κυρίως νοιάζονται για την «εικόνα» που αποπνέουν.
Αυτή η συνθήκη μπορεί κάποιες φορές να οδηγεί σε μια δικομματική εναλλαγή με «μισή καρδιά», μπορεί όμως να οδηγήσει και σε συνολικότερη κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική. Μόνο που τότε καραδοκεί πάντα η μία ή η άλλη παραλλαγή ακροδεξιάς για να πει «η μόνη αντιπολίτευση είμαι εγώ».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις