Το μοτίβο στην ζωή του Καποδίστρια υπήρξε τραγικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Το «τραγικό» το αντιλαμβανόμαστε στην περίπτωσι αυτή στην έννοια της αρχαίας τραγωδίας: τα στοιχεία της τελικής, της αναπόφευκτης συγκρούσεως υπάρχουν από την αρχή, κυοφορούνται από τις ιδιοσυγκρασίες και τις καταστάσεις. Την κατακεραύνωσι του ήρωα της αρχαίας τραγωδίας την ετοιμάζει πάντοτε η Ύβρις προς το θείον. Στην περίπτωσι του Κερκυραίου το τραγικό το συνθέτουν οι γυμνοί και πεινασμένοι του αιμόφυρτου από τον αγώνα για την ελευθερία ελληνικού λαού, που δεν σκέπτονται να ντύσουν πρώτα την γύμνια τους και να χορτάσουν την πείνα τους, αλλά θέλουν να ξεδιψάσουν πρώτα από την λευτεριά, να την χαρούν έπειτα από τόσον καιρό σαν δική τους, αφού την κέρδισαν μόνοι τους.

Δεν αμφιβάλλομε ότι στο πνεύμα και την καρδιά του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος είχε αρχίσει να ανθή δειλά κάποιος φιλελευθερισμός, οι ρίζες ωστόσο του νέου του προσανατολισμού δεν είχαν ακόμη αποφασιστικά απομακρυνθή από το υπέδαφος της φεουδαρχικής Ευρώπης, εξακολουθούσαν να βυζαίνουν από το παλιό χώμα. Θα έπρεπε και ο ίδιος του να υποφέρη από την διχασμένη αυτή συνείδησι. Τα γράμματα που εκδίδουμε είναι το σχόλιο και η τεκμηρίωσι στην τέτοια ζωή. Και αυτό είναι το γενικό και ουσιώδες κέρδος από την έκδοσι των επιστολών για τον ιστορικό του Καποδίστρια και της εποχής του. Οι περισσότερες αποτελούν την εξομολόγησι ενός νεκρού.

[…]

Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι το γενικό ελληνικό πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι το κεντρικό του πρόβλημα, γι’ αυτό και οι όροι «Ελλάς» και «Έλληνες» σπάνια αναφέρονται στα γράμματά του, ενώ συνηθέστατα τα «Νησιά» και οι «συμπολίτες» του, που είναι οι κάτοικοι των Ιονίων Νήσων. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει να οδηγηθούμε αμέσως στις εύκολες όσο και φθηνές κρίσεις για μια «αντι-ελληνική» πολιτική του Καποδίστρια. Την αποστροφή του προς το «Ελληνικό Ζήτημα», με τις κατοπινές βαρυσήμαντες επεκτάσεις στο θέμα της Ελληνικής Επαναστάσεως, θα την τοποθετήσουμε σωστότερα και ίσως να της δείξουμε και κατανόησι, αν σκεφθούμε ότι για τον Καποδίστρια, όπως αργότερα για τον Βίσμαρκ, πολιτική εσήμαινε την τέχνη του εφικτού. Το ανθρωπίνως εφικτόν για την εποχή του φαινόταν να είναι για τον Καποδίστρια η ανεξαρτησία της Επτανήσου, όχι της Ελλάδος.

[…]

Θα καταλάβουμε, έχω την γνώμη, πολύ καλύτερα την όλη προσωπικότητα του κατοπινού πολιτικού Καποδίστρια, αν μπούμε στο πνεύμα των σχέσεων «Αυθέντου – Υπηρέτου» (δηλαδή υπαλλήλου) της φεουδαρχικής Ευρώπης. Και αν ακόμη δεχθούμε ότι ο Καποδίστριας ευνοούσε στο βάθος της ψυχής του τον ανατέλλοντα φιλελευθερισμό των λαών, ωστόσο ήταν θρέμμα της φεουδαρχικής Ευρώπης, την οποίαν υπηρέτησε σαν άψογος υπάλληλος.

Στην Ελλάδα το γενικό κλίμα ήταν πάντα αισθητά δημοκρατικό, αλλά η δημοκρατία δεν λειτουργούσε σωστά. Αυτό υπήρξε και το πρόβλημα του Καποδίστρια που δεν το έλυσε, πολλού γε και δει, η δολοφονία του. Αντίθετα: το μετέδωσε σαν εθνική σκυτάλη η μια πολιτική γενεά στην άλλη μέχρι σήμερα.

[…]

Να η δική μας ερμηνεία για το βαθύτερο νόημα της εμφανίσεως του Καποδίστρια στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος και τον ρόλο του που κόπηκε απότομα, πριν τελειώση καν η πρώτη πράξι.

Στην προεπαναστατική Ελλάδα απασχόλησε το ζήτημα του νέου δρόμου πορείας τους πνευματικούς και πολιτικούς στοχαστές. Τελικά έδειξε στους Έλληνες τον σωστό δρόμο για την εποχή του ο Ρήγας Βελεστινλής. Όταν χάθηκε το Βυζάντιο και η Ελλάδα ξανάγινε πολιτιστική και θρησκευτική δύναμι υπό την μορφή του οικουμενισμού της Ορθοδοξίας με αρχηγό τον πατριάρχη στο Φανάρι, όταν ξαναγεννήθηκε η Δημοκρατία στην Ευρώπη –αυτήν την φορά από Γαλλίδα μητέρα– τότε ο απλός εκείνος συμπατριώτης μας από την Θεσσαλία πήρε την μεγάλη απόφασι να σώση την οικουμενικότητα της ορθοδόξου πίστεως με την Δημοκρατία, και να αναστήση την πολυεθνικότητα ενός κράτους που έζησε επί χίλια χρόνια, ενός κράτους με ελληνική γλώσσα, ελληνικό πολιτισμό και χριστιανική θρησκεία.

Και τώρα έρχεται στην Ελλάδα ο Καποδίστριας με την δική του απόφασι: δεν είναι ο οικουμενισμός που τον ενδιαφέρει, ούτε η πολυεθνική Ομοσπονδία του Ρήγα, δεν είναι ο οραματιστής, είναι ο Realpolitiker, ο άκαμπτος θιασώτης του εφικτού μέχρι της τελευταίας συνεπείας. Ο ίδιος του ευγενής είναι φυσικό να έχη αντιρρήσεις βασικές για το γεγονός της Γαλλικής Δημοκρατίας και το πνεύμα της που μεταδόθηκε σαν φωτιά και για πολλά χρόνια έκαιγε στις καρδιές των υποδουλωμένων λαών και κρατούσε ζωντανές τις ελπίδες τους. Τελικά κάηκε από την φωτιά και ο εμπρηστής και ένα μέρος σεβαστό του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Στο Συνέδριο της Βιέννης συμμετέχει στον απολογισμό και την εκκαθάρισι της ναπολεοντείου κληρονομίας και ο ίδιος ο Καποδίστριας. Γίνεται ένας από τους συνοικοδόμους της Νέας Τάξεως πραγμάτων στην Ευρώπη, ο περιοδεύων πρέσβυς των αρχών της Ιεράς Συμμαχίας.

Η ελληνική ελευθερία είχε πάντοτε έναν αποφασιστικό χαρακτήρα, στην έννοια ότι δεν ανεγνώριζε τους στόχους της – έδινε την εντύπωσι να είναι αυτοσκοπός, ήταν καθαρή ιδέα, εζούσε σαν ιδεολογία αδιάφορη προς τις πρακτικές της επιδιώξεις. Ήταν το έμβλημα των πολιτικών κομμάτων, όχι ο στόχος τους. Το αποτέλεσμα ήταν να υποφέρουν και η ελευθερία και τα κόμματα. Σ’ αυτήν την κατάστασι βρίσκει την Ελλάδα ο Καποδίστριας, όπου πολλή η ελευθερία και λίγη η σκοπιμότητα.

Και παίρνει την απόφασι: να δημιουργήση τον ρυθμιστικό παράγοντα για την σωστή λειτουργία της δημοκρατικής ελευθερίας, να δημιουργήση το σύγχρονο κράτος που εγνώρισε στις ευρωπαϊκές χώρες. Ο Καποδίστριας, ο άνθρωπος που γνωρίζει το πώς λειτουργεί μέχρι και του τελευταίου επαρχιακού γραφείου ο κρατικός μηχανισμός, θέλει να μεταβάλη πρώτα απ’ όλα τους «Ρωμιούς» σ’ Έλληνες πολίτες, θέλει την Ελλάδα κράτος ανεγνωρισμένο και προστατευόμενο με τις συνθήκες των Μεγάλων της εποχής. Η απόφασί του είναι να ενώση την Ελλάδα με την Ευρώπη – όχι να την επιστρέψη στο Βυζάντιο.

Το γράψαμε και άλλη φορά στα βιβλία μας: «Ο Καποδίστριας κατήλθεν εις την Ελλάδα τουλάχιστον πενήντα χρόνια ενωρίτερα. Επήρε από το χέρι την πολυπληγωμένην Ελλάδα διά να την ανεβάση στον καθαρό αέρα του βουνού που ελέγετο ευρωπαϊκός τρόπος τού σκέπτεσθαι και του ζην. Ο Ασθενής τον ηκολούθησε κατ’ αρχάς, αν και με δισταγμόν. Αλλ’ όταν εις τον ανήφορον, εστραμμένος προς τον ήλιον που ανέβαινε οπίσω από κατάμαυρα βουνά, αισθάνθηκε ο Ευρωπαίος μέσα του την φωνήν του Ζαρατούστρα, τότε τον έσπρωξε από πίσω ο Άρρωστος και τον εγκρέμισε».

Δεν είναι μόνο ο θάνατος ενός ανθρώπου που πρέπει να θυμηθούμε. Είναι ο θάνατος της ιδίας της Δημοκρατίας που με υπομονή και περίσκεψι ήθελε να ξαναφέρη στην Ελλάδα ο Καποδίστριας. Το κράτος δικαίου και ευνομίας ήταν ένας από τους τρόπους για την εγκαθίδρυσι της Νέας Δημοκρατίας. Με το άδικο φονικό του Ναυπλίου κόπηκε και η δημοκρατική παράδοσι που σιγά-σιγά και μέσα στην σκλαβιά είχε βρη καταφύγιο στις ελληνικές κοινότητες. Αυτή η παράδοσι, που βρίσκει αργότερα την έκφρασί της στις Εθνοσυνελεύσεις της Επαναστάσεως, είχε ριζώσει αρκετά στον κορμό και την συνείδησι του Έθνους. […] Χωρίς το φονικό του Ναυπλίου θα είμασταν από τότε αφέντες στο σπιτικό μας, έστω σ’ αυτό το άθλιο και μεμψίμοιρο, το αποπνικτικό από τα πολιτικά πάθη που οδηγούν στην αμηχανία και συχνά την απόγνωσι – αλλά πάντως το δικό μας. Με το φονικό όμως μπήκε στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος ένας νέος παράγοντας, η νέα πολιτειακή μορφή, ξένη προς την δημοκρατική παράδοσι του τόπου, επομένως ξένη προς την συνείδησι του Έθνους – παραμέρισε το πραγματικό πρόβλημα, πήρε την θέσι του έκτοτε και έγινε το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής ζωής των Ελλήνων.


Τα ανωτέρω δημοσιεύονται με αφορμή τη συμπλήρωση 195 ετών από τις 26 Ιανουαρίου 1828, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ορκίστηκε πρώτος κυβερνήτης του νεότερου ελληνικού κράτους στη μητρόπολη της Αίγινας είναι αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου του ιστορικού και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνη Ενεπεκίδη (1917-2014) «Ιωάννης Καποδίστριας: 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του 1809-1820» (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1972).