Πόλεμος στην Ουκρανία: Μετατόπιση της εξουσίας στο εσωτερικό της ΕΕ προς τα… ανατολικά;
Οι παραδοσιακά «ισχυροί» της ΕΕ είδαν την ισχύ τους να μειώνεται στη διάρκεια του πολέμου
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Για μετατόπιση ισχύος στο εσωτερικό της Ευρώπης με κατεύθυνση προς τα… κεντροανατολικά μιλά ο Στίβεν Ερλάνγκερ, επικεφαλής διπλωματικός ανταποκριτής των New York Times στην Ευρώπη σε πρόσφατη ανάλυσή του. Αιτία για αυτό, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, είναι φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία, στη διάρκεια του οποίου η ΕΕ κατέληξε παρά τους αρχικούς της δισταγμούς να υιοθετεί την άποψη των χωρών της Βαλτικής και της Πολωνίας, αποδεικνύοντας την αύξηση της επιρροής τους.
Ο Ερλάνγκερ κάνει λόγο για σχετικό κενός εξουσίας στην Ευρώπη τις πρώτες ημέρες του πολέμου, αναφερόμενος στην αρχικά διαφοροποιημένη στάση Γαλλίας και Γερμανίας σε σχέση με την κατάλληλη στρατηγική του μπλοκ. Τότε, η μεν νεοεκλεγείσα γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις, όχι μόνο εξαιτίας της λεγόμενης «Ostpolitik» που εφάρμοζε ήδη από τη δεκαετία του ’70, αλλά και λόγω της ενεργειακής της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, ο δε γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, επέμενε στην άσκηση μιας πολιτικής που δεν θα στρίμωχνε στη γωνία τη Ρωσία και σίγουρα δεν θα κατέληγε στην ταπείνωσή της, καθώς εκτιμούσε πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει νέα αρχιτεκτονική ευρωπαϊκής ασφάλειας χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας.
Σκληρές δηλώσεις, μεγάλα εξοπλιστικά πακέτα
Για τις χώρες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, η κατάσταση δεν χωρούσε τόσο «γκρι». Έχοντας διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, αλλά και συνορεύοντας με τη Ρωσία, οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία άρχισαν από πολύ νωρίς να προχωρούν σε σκληρές δηλώσεις, ενώ δεν έλειψαν και οι δυσοίωνες προβλέψεις των υπουργών άμυνάς τους, που υποστήριζαν ότι σε περίπτωση που δεν ανακοπεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Κρεμλίνο δεν θα σταματούσε εκεί τις στρατιωτικές του επιδιώξεις.
Η Πολωνία συγκεκριμένα διευρύνει πλέον με ραγδαίους ρυθμούς τον στρατό της (η κυβέρνησή της δήλωσε πέρσι ότι σχεδιάζει να διπλασιάσει τις ένοπλες δυνάμεις της ώρας) και προχωρά σε μεγάλες παραγγελίες εξοπλισμού, αποκτώντας μεγαλύτερη ισχύ τόσο στην ΕΕ, όσο και στο ΝΑΤΟ.
Μιλώντας στους Times, η Γιάνα Πουγκλιέριν, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις με έδρα το Βερολίνο, ξεκαθάρισε ότι πρόκειται κυρίως για ζήτημα «ηθικής ηγεσίας», με τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης να αναλαμβάνουν τον ρόλο των «μαχητών της ευρωπαϊκής ελευθερίας και της υπεράσπισης των αρχών της κόντρα στη δικτατορία». Εξάλλου, η ρωσική εισβολή επιβεβαίωσε τις πάγιες προειδοποιήσεις τους περί νεοϊμπεριαλισμού του προέδρου της χώρας, Βλαντίμιρ Πούτιν, και τις εκκλήσεις τους για απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούν ότι οι εξελίξεις αποδεικνύουν πως η Ευρώπη έδρασε με αφέλεια αναπτύσσοντας διπλωματικούς και εμπορικούς δεσμούς με τη Μόσχα.
Κάπως έτσι, όταν ακόμη στο εσωτερικό της ΕΕ επικρατούσε διχογνωμία σε σχέση με την ενδεδειγμένη αντίδραση, τα κράτη αυτά παρείχαν στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία και καλωσόρισαν τους ουκρανούς πρόσφυγες – στάση που ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τις κινήσεις τους κατά τη διάρκεια των αυξημένων προσφυγικών ροών του 2015-16.
Διπλό χτύπημα για τη Γαλλία
Σύμφωνα με τον Ερλάνγκερ, ο πόλεμος στην Ουκρανία υπήρξε διπλό πλήγμα για τη Γαλλία, αφού πέραν της αποτυχημένης κατά τον αρθρογράφο διπλωματικής της διαχείρισης, βρέθηκε αντιμέτωπη και με το ναυάγιο των φιλοδοξιών του Μακρόν για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, μιας και η ρωσική εισβολή ενίσχυσε τον ρόλο τόσο του ΝΑΤΟ όσο και των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η Πουγκλιέριν επεσήμανε στους Times ότι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και η Γερμανία, ήδη δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις απέναντι σε ένα τέτοιο σενάριο, καθώς θεωρούσαν πιο ασφαλή επιλογή τη στήριξη στους Αμερικανούς, έστω και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των δικών τους επιμέρους στρατών.
Σύμφωνα με την ανάλυση των Times, αποτέλεσμα εντέλει είναι η ευρύτερη αποδυνάμωση της Γαλλίας, που βλέπει την επιρροή της να μειώνεται στο εσωτερικό ενός πιο δραστήριου και αποφασιστικού ΝΑΤΟ. Η αναμενόμενη διεύρυνσή του, με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας (στο βαθμό τουλάχιστον που αρθεί το τουρκικό βέτο), απλώς θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του Μακρόν, που υποστήριζε στο παρελθόν πως η Συμμαχία ήταν «εγκεφαλικά νεκρή».
Η Γερμανία, από την πλευρά της, πέρα από το «σοκ» της ξαφνικής απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, τώρα είναι αντιμέτωπη με την εμπορική εξάρτησή της από την Κίνα, η οποία σύμφωνα με μεγάλο μέρος των δυτικών κρατών θα μπορούσε στο μέλλον να την οδηγήσει σε αντίστοιχα προβλήματα.
Δεξιά στροφή της ΕΕ;
Άλλη μια απόδειξη της αύξησης της επιρροής των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έπειτα από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με τον Λούκ βαν Μίντελααρ, ιστορικό της ΕΕ, είναι και το ότι το μπλοκ έχει μειώσει σε αυτό το διάστημα τις πιέσεις που ασκούσε στην Ουγγαρία και την Πολωνία σε σχέση με το έλλειμμα Κράτους Δικαίου. Αυτό οφείλεται τόσο στα γενναιόδωρα εξοπλιστικά προγράμματα της Πολωνίας, όπως εξήγησε στην αμερικανική εφημερίδα ο Βόιτσεκ Πρζιμπίλσκι της Res Publica, ενός ερευνητικού ιδρύματος με έδρα τη Βαρσοβία, όσο και στην «επιθετική» στάση των κρατών της περιοχής από την πρώτη στιγμή.
Από την πλευρά του, ο Χανς Κουντνάνι του Chatham House προειδοποίησε μιλώντας στους Times ότι η επιρροή των Ανατολικοευρωπαίων δεν περιορίζεται στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά έχει παρασύρει το μπλοκ προς τα δεξιά, οδηγώντας σε επάνοδο του νεοσυντηρητισμού. Κάτι τέτοιο, όπως τόνισε, είναι πιο πιθανό να φέρει τον διχασμό παρά την ομόνοια στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, ασχέτως του «ηθικού πλεονεκτήματος» που υποστηρίζουν ότι έχουν τα κράτη που καλούσαν εξ αρχής σε σκληρή αντιμετώπιση της Ρωσίας, ο Κουντνάνι σχολίασε μάλλον σκωπτικά ότι το κέντρο της εξουσίας των Βρυξελλών θα παραμείνει στη Δύση, λόγω των ισχυρών οικονομιών της και του μεγέθους του πληθυσμού της. Και ο βαν Μίντελααρ συμφωνεί μαζί του, υπογραμμίζοντας ότι σε ζητήματα που δεν αφορούν τον πόλεμο, αλλά, για παράδειγμα, την ευρωπαϊκή οικονομία, η Γαλλία και η Γερμανία εξακολουθούν να ηγούνται.
Ωστόσο, ο ιστορικός της ΕΕ υπογράμμισε επίσης, μιλώντας στους Times, ότι το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν Γαλλία και Γερμανία είναι η περιορισμένη μεταξύ τους συνεννόηση, που οφείλεται στο γεγονός ότι βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια τεράστια διεθνή κρίση, λίγους μήνες μετά την εκλογή της κυβέρνησης Σολτς, με αποτέλεσμα οι δυο ηγέτες σχεδόν να μην γνωρίζονται μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό, καταλήγει η ανάλυση των Times, ήταν και η αιτία για το κενό εξουσίας που οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έσπευσαν να καλύψουν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις