Γιάννης Κορδάτος: Χρειάζεται και για της πεντάρας την κατάκτηση ο αγώνας
Ο Κορδάτος ανέπτυξε πολυσχιδή δράση, με κύρια χαρακτηριστικά το ήθος, την ακλόνητη πίστη στην ιδεολογία του, την έμφυτη κλίση στη μελέτη και την υψηλή συγγραφική παραγωγικότητα
Ο Γιάννης Κορδάτος, πολυγραφότατος μαρξιστής ιστορικός και διανοούμενος της Ελλάδας του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στη Ζαγορά Πηλίου το 1891 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1961.
Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, ο Κορδάτος φοίτησε σε σχολεία της Μαγνησίας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, πριν εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (κατέστη πτυχιούχος αυτής το 1917).
Στα κατοπινά χρόνια, στην ταραχώδη για τη χώρα μας περίοδο πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέπτυξε πολυσχιδή δράση, με κύρια χαρακτηριστικά το ήθος, την ακλόνητη πίστη στην ιδεολογία του, την έμφυτη κλίση στη μελέτη και την υψηλή συγγραφική παραγωγικότητα.
Με το δημοσιογραφικό και συγγραφικό έργο του ο Κορδάτος, επίγονος του Γεωργίου Σκληρού, πατέρα του ελληνικού μαρξισμού, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διαφώτιση του κοινού για πολλά κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα. Μείζονος σημασίας υπήρξε η συμβολή του αυτοδίδακτου ιστορικού Κορδάτου στη διαμόρφωση της ελληνικής μαρξιστικής ιστορικής σχολής.
Τα σημαντικότερα έργα του Κορδάτου («Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», η πρώτη ιστορική μονογραφία με την οπτική του ιστορικού υλισμού, «Νεοελληνική πολιτική ιστορία», «Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας το 1821», «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», «Εισαγωγή εις την ιστορίαν της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας», «Ο Ρήγας Φεραίος και η εποχή του», «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός») διακρίνονται για τη γνωστική δύναμη και το εκτεταμένο ερευνητικό έργο του συγγραφέα, αλλά και για τη μονοδιάστατη κριτική, τη μονόπλευρη αντιμετώπιση των προβλημάτων από πλευράς του ιδίου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η θέση του Κορδάτου στο γλωσσικό ζήτημα, όπως αυτή προβάλλεται στη μελέτη «Δημοτικισμός και λογιωτατισμός».
Αγωνιστής και αγνός ιδεολόγος, υπέρμαχος μιας κοινωνικής πολιτικής στην οποία πίστευε και για την οποία εργάστηκε με θέρμη, ο Κορδάτος κατέλαβε μια από τις κορυφαίες θέσεις στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής του. Εξελέγη μέλος και ακολούθως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), προδρόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ).
Το 1922 οδηγήθηκε στη φυλακή εξαιτίας της δράσης που είχε αναπτύξει ως ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ και διευθυντής της εφημερίδας «Ριζοσπάστης». Στη συνέχεια, όμως, οι διαφωνίες του επί ιδεολογικών ζητημάτων (μεταξύ αυτών, το ζήτημα της αυτονόμησης της Μακεδονίας) είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του και αργότερα τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική ο Κορδάτος αφοσιώθηκε στην ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα, δημοσιεύοντας αυτοτελείς μελέτες, άρθρα, σχόλια και βιβλιοκρισίες.
Η κηδεία του Κορδάτου έλαβε χώρα στο Νεκροταφείο Καλλιθέας την επομένη του θανάτου του, το απόγευμα της 29ης Απριλίου 1961. Σύμφωνα με όσα αναφέρονταν στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 3ης Μαΐου 1961, την κηδεία, που έγινε με δαπάνες της ΕΔΑ, παρακολούθησαν άνθρωποι των γραμμάτων, επιστήμονες, πολιτικοί, εκδότες, πολλοί φίλοι και συμπατριώτες του αποθανόντος, καθώς και πλήθος κόσμου, αλλά ούτε ένας επίσημος.
Στο συγγραφικό έργο του Γιάννη Κορδάτου «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος» είχε αφιερώσει ένα από τα αναρίθμητα κείμενά του στην εφημερίδα «Το Βήμα» ο Παύλος Παλαιολόγος. Στις 20 Ιουνίου 1956, σε άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Ιστορία του μόχθου», ο Παλαιολόγος έγραφε τα εξής για τον Κορδάτο και τους διαχρονικούς αγώνες των ελλήνων εργατών:
Οι αγώνες του Έλληνα εργάτη είναι από τις πιο άγνωστες σελίδες της ιστορίας μας. Πόσα στάδια από το 1832, που ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος με τις 500-600 χιλιάδες κατοίκους του, ως σήμερα, με τα οχτώ εκατομμύριά μας. Τ’ αγνοούμε και στις γενικές γραμμές ακόμα. Ποιος να μας τα πη; Το σχολείο διδάσκει το πώς ο Θρίμβων και ο Δερκυλλίδας εβάδισαν εναντίον των Περσών. Το πώς όμως ο εργαζόμενος άνθρωπος έφθασε βήμα-βήμα στις σημερινές κατακτήσεις του, βρίσκεται έξω από τη σφαίρα της μαθήσεώς μας. Η άγνοια δε αυτή δίνει τροφή στη φαντασία που συνθέτει το παραμύθι των «παλιών καλών καιρών». Καλοί καιροί… Πολύ χειρότεροι από τους σημερινούς ήταν για τον Έλληνα εργάτη οι «καλοί» καιροί του παρελθόντος. Θα σας έπαιρναν για βλαμμένο αν πριν από μισόν αιώνα μιλούσατε για θερινές διακοπές, για εφτάωρο, για Κυριακή αργία, για ταμείο υγείας, για αποζημίωση, για σύνταξη… Δώδεκα ώρες στους «καλούς» καιρούς η δουλειά. Καμμιά πρόνοια. Μέρα εργασίας και η Κυριακή. Και μάλιστα εργασίας που δεν πληρωνόταν – η λεγόμενη αγγαρεία.
Δεν έγινε βέβαια παράδεισος η κόλαση εκείνη. Υποσιτισμένος, κακοντυμένος και κακοστεγασμένος είναι και σήμερα ο εργάτης. Αλλά καμμιά σύγκριση με το παρελθόν.
Την πορεία αυτή μας δίνει ο κ. Γιάννης Κορδάτος με την τρίτη έκδοση της «Ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος». Έκδοση «ξαναδουλεμένη και συμπληρωμένη». Ιστορικός της Αριστεράς, από τη δική του σκοπιά παρακολουθεί το δρόμο του έθνους ο κ. Κορδάτος. Αλλά τι μ’ αυτό; Όπου κι’ αν είναι το παρατηρητήριό σου, το γεγονός δεν αλλάζει. Η ιδεολογική σου τοποθέτηση επιδρά στις κρίσεις σου. Το γεγονός όμως, απ’ όπου κι’ αν το βλέπη ο τίμιος ιστορικός, είναι το ίδιο. Από τους ερευνητές που σέβονται το έργο τους ο κ. Κορδάτος, παίρνει τον Έλληνα εργάτη από τα πρώτα του βήματα, τον συνοδεύει στους αγώνες του, μιλεί για τους προδρόμους του σοσιαλισμού και φθάνει ως το 1920, τότε που «το εργατικό κίνημα της χώρας μας ανδρώνεται».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.6.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Να μείνουμε όμως καλύτερα στο ξεκίνημα. Η πρώτη αίτηση για καταβολή πασχαλινού δώρου. Υπάρχει στα κρατικά αρχεία ένα έγγραφο των τυπογράφων με χρονολογία 1822. Δεύτερο έτος της Επαναστάσεως. Στην Κόρινθο βρίσκεται η προσωρινή Διοίκηση. Και οι εργάτες απευθύνονται «προς το Μινιστέριον της Οικονομίας». «Επειδή και κατ’ αυτάς έφθασαν αι του Πάσχα ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, διά τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια…»
Θα βαδίσουμε στο 1879 για να βρούμε το πρώτο εργατικό σωματείο. Έδρα του η Σύρα. Είναι στις δόξες της και στις αρχοντιές της η κουρασμένη σήμερα πολιτεία. Η πιο εμπορική, η πιο βιομηχανική, η πιο κοσμική ελληνική πόλη. Ασήμαντη τότε η Πάτρα, παλιοχώρι ο Πειραιάς. Στη Σύρα ο πλούτος.
Με τον τίτλο «Αδελφικός σύνδεσμος ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου», συνασπίζονται οι εργάτες. Κυριώτερη δε επιδίωξή τους η κατάργηση του δωδεκαώρου.
Ύστερ’ από τρία χρόνια, το 1882, οι τυπογράφοι της Αθήνας ιδρύουν το πρώτο σωματείο τους. Θα τους ακολουθήσουν οι ράφτες, οι τσαγγαράδες, οι μηχανικοί και θερμαστές των πλοίων.
Η σύμπηξη σωματείων συμβαδίζει με την κήρυξη απεργιών. Η Σύρα πάντα πρώτη. Δεν είναι φρούτο των σημερινών καιρών οι διαδηλώσεις, οι φωνές, τα πανώ με τα αιτήματα, ο πετροπόλεμος και οι συμπλοκές με την αστυνομία. Τα γνώρισε η Σύρα εδώ και εβδομήντα εφτά χρόνια.
Θάρθη η σειρά του Λαυρίου. Φοβερές δείχνουν οι περιγραφές τούς όρους διαβιώσεως των εργατών. Θάνατοι μέσα στις στοές των μεταλλείων. Σε μια καμάρα, λέει, κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος τα μετέφερε και τα παράχωνε στα πεύκα του Αγίου Κωνσταντίνου. Ούτε κουβέντα για αποζημίωση. Το 1896 ξεσπά η απεργία. «Οι χωροφύλακες», περιγράφει η «Εφημερίς» του Κορομηλά, «πυροβολούσι εις τον αέρα, οι εργάται αντιπυροβολούσι, ακούονται ύβρεις, φωναί, πίπτουσι βροχηδόν λίθοι… Ο κ. Σερπιέρης και οι μηχανικοί ετράπησαν εις φυγήν, μεταμφιεσθέντες εις Δωριείς εργάτας». Δεκαπέντε μέρες κράτησε η απεργία, με αποτέλεσμα ν’ αυξηθή το μεροκάματο κατά μία πεντάρα…
Χρειάζεται και για της πεντάρας την κατάκτηση ο αγώνας. Να κάτι για το οποίο δεν μπορεί να σεμνύνεται το Κεφάλαιο. Και δεν είναι ανάγκη να μας το πη από το ακραίο παρατηρητήριό του ο κ. Κορδάτος. Τόση ορατότητα την έχει και ο δικός μας ορίζοντας, όταν τον ανιχνεύουμε από την κεντρώα σκοπιά της μεσότητας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις