Πριν 75 χρόνια, στις 30 Ιανουαρίου του 1948, ο 39χρονος φανατικός ινδουιστής, Νατουράμ Γκότσε, δολοφονεί τον πατέρα του Ινδικού εθνικισμού και κήρυκα της μη βίας στον 20ο αιώνα, Μαχάτμα Γκάντι, την ώρα που αυτός κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί. Η δολοφονία του μεγάλου Ινδού πολιτικού, φιλοσόφου και στοχαστή Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στον μεταπολεμικό κόσμο το οποίο επηρέασε καθοριστικά την ιστορία και το μέλλον της ινδικής χερσονήσου.
Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ξεκίνησαν νωρίς
Γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ινδίας στις 2 Οκτωβρίου 1869 και μεγάλωσε σε πολιτικό περιβάλλον αφού και ο πατέρας του και ο παππούς είχαν ηγετικές θέσεις στην περιοχή όπου μεγάλωσε. Στην πίστη γαλουχήθηκε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσω της μητέρας του που του μύησε στις ινδουιστικές παραδόσεις. Στην ηλικία των 13, η οικογένεια του αποφασίζει να τον παντρέψει με τη 10χρονη Καστουρμπάι.
Ενώ όταν εκείνος γίνεται 20 χρόνων πηγαίνει στο Λονδίνο για να σπουδάσει Νομική, όπου αποφοιτά το 1891 και επιστρέφει στην Ινδία. Δεν τα καταφέρνει να ασκήσει το επάγγελμα του νομικού και αποφασίζει να πάει στην Αφρική για να βρει εργασία. Εκεί όμως αρχίζουν οι πρώτες δυσκολίες για τη ζωή του. Αρχικά αρνείται να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των εκεί δικαστών για να βγάλει το παραδοσιακό τουρμπάνι που είχε στο κεφάλι του όταν εισερχόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου και έρχεται συχνά σε ρήξη για την καταγωγή του. Οι πολιτικές διακρίσεις που ακολουθούνται σε Ινδούς που ζουν εκεί κάνουν τον Γκάντι να ασχοληθεί ενεργά με τη πολιτική ζωή. Η θεωρία του είναι ανατρεπτική για τα δεδομένα της εποχής και των καταστάσεων.
Ο Γκάντι δήλωνε ότι «η χρήση βίας μπορεί να φαίνεται καμιά φορά ότι κάνει καλό, το καλό αυτό όμως είναι προσωρινό, ενώ το κακό που προξενεί είναι μόνιμο». Η θεωρία του, όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί, ήταν σαφώς επηρεασμένη, ανάμεσα σε άλλα, τόσο από τον Χριστιανισμό όσο και από τα γραφόμενα του Τολστόι.
Η επιστροφή στην Ινδία ως «μεγάλη ψυχή»
Στον τόπο του επιστρέφει το 1915, όπου αναλαμβάνει σταδιακά το ρόλο του ηγέτη του Εθνικού Κογκρέσου και κατ’ επέκταση του αντιαποικιακού αγώνα εναντίον των Βρετανών πρεσβεύοντας το δόγμα της παθητικής αντίστασης. Ηταν αυτή την περίοδο που δόθηκε στον Γκάντι το προσωνύμιο Μαχάτμα που σημαίνει «μεγάλη ψυχή».
Ο Γκάντι έγινε κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Η στάση των Βρετανών απέναντί του ήταν ένα κράμα θαυμασμού, θυμηδίας, αμηχανίας, καχυποψίας και μνησικακίας. Τα ίδια συναισθήματα έτρεφαν και αρκετοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Όσο, όμως, οι Ινδοί συνειδητοποιούσαν ότι μπορούσαν να αντισταθούν στη Μεγάλη Βρετανία, τόσο αυξανόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της αχανούς χώρας, τους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.
Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας. Συγχρόνως, δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φαίνεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή».
Σημαντικά μαθήματα ζωής
“Όταν απογοητεύομαι, θυμάμαι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας η αλήθεια και η αγάπη πάντοτε νικούσαν. Υπήρξαν τύραννοι και δολοφόνοι που για κάποιο διάστημα φαίνονταν ανίκητοι, αλλά στο τέλος, πάντοτε, όλοι γκρεμίζονται. Σκεφθείτε το, πάντοτε.”
“Μ’ αρέσει ο Χριστός σας. Δεν μ’ αρέσουν οι χριστιανοί σας. Οι χριστιανοί σας είναι τόσο διαφορετικοί από τον Χριστό.”
“Είναι καλύτερα να στέκεσαι όρθιος με σπασμένο και μπανταρισμένο κεφάλι, από το να σέρνεσαι με την κοιλιά για να γλιτώσεις το κεφάλι σου.”
“Κανείς δεν μπορεί να με πληγώσει χωρίς τη συγκατάθεση μου.”
“Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.”
Η δίαιτα του Γκάντι
To σώμα μας δεν προοριζόταν ποτέ να γίνει ένας κάδος απόρριψης για όλες τις τροφές που λαχταρά ο ουρανίσκος – Mahatma Gandhi.
Ο Γκάντι πίστευε ότι η τροφή είναι καίρια για τη διαμόρφωση της συνειδητότητας και ότι ο ρόλος της δεν περιορίζεται στην ικανοποίηση της πείνας. Πειραματίστηκε σε όλη του τη ζωή για να ανακαλύψει την τέλεια δίαιτα, έρευνα που διήρκεσε 35 χρόνια.
Είχε υιοθετήσει το δόγμα του Brachmacharaya που απορρίπτει κάθε προσκόλληση σε οτιδήποτε υλικό και αυτή η φιλοσοφία αντανακλάται και στην διατροφή του. Παρότι στα πρώτα χρόνια της ζωής του έτρωγε κρέας, σταμάτησε και έγινε χορτοφάγος γύρω στα 1906.
Έπειτα από δεκαετίες πειραματισμών, το 1929, ο Mahatma Gandhi, αποκάλυψε το περιεχόμενο της καθημερινής διατροφής του με επιστολή προς την εφημερίδα Young India:
8 τόλες* πράσινα φυλλώδη λαχανικά
8 τόλες γλυκά αμύγδαλα πολτοποιημένα
6 ξινά λεμόνια
2 ουγκιές (δηλαδή περίπου 57 γραμμάρια) μέλι
Σημειώνει μάλιστα ότι παρότι με αυτή τη διατροφή έχει χάσει μερικά κιλά, η ζωτικότητά του παραμένει αμείωτη.
* Η τόλα βασίζεται στο βάρος του παλιού νομίσματος της ρουπίας και αντιστοιχεί σε περίπου 11 γραμμάρια