Την περασμένη Παρασκευή, στο πλαίσιο της συζήτησης επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που είχε υποβάλει το κόμμα του, ο Αλέξης Τσίπρας είχε εγκαλέσει τον πρωθυπουργό για μειωμένη αντιληπτική ικανότητα και στάση που έχει γίνει ανέκδοτο, για μετατροπή της ΕΥΠ σε εγκληματική συμμορία, για εγκαθίδρυση καθεστώτος με παρακρατική δράση και για ένα πρωτοφανές κύμα τρομοκρατίας εναντίον όσων ξέρουν και υπήρχε κίνδυνος να μιλήσουν.

Σήμερα, προ ολίγου, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο Ζάππειο, ακολούθησε την ίδια γραμμή, κάνοντας λόγο για «καθεστώς Μητσοτάκη», πρωθυπουργό-καταχραστή της δημοκρατικής εξουσίας, εγκληματικό δίκτυο που λειτουργεί υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του ίδιου του πρωθυπουργού, μεθόδους μαφίας, πιθανώς εκβιαζόμενους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και κυβέρνηση εκτροπής.

Κι όλα αυτά από τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «του μεγάλου κορμού της δημοκρατικής παράταξης στον τόπο μας», κατά την ακριβή διατύπωση του ιδίου.

Τον ηγέτη της «προοδευτικής» παράταξης του τόπου, που κόπτεται για τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κοινωνική συνοχή.

Τον τέως πρωθυπουργό, που όρισε τις τύχες της χώρας επί τεσσεράμισι χρόνια, σε μια κρίσιμη το δίχως άλλο περίοδο.

Τον επίδοξο διάδοχο του νυν πρωθυπουργού, που θα έπρεπε πρώτιστα να ενώνει και όχι να διχάζει.

Είμαι της άποψης ότι τα κατωτέρω, προερχόμενα από τη γραφίδα ενός διακεκριμένου συνταγματολόγου και πανεπιστημιακού δασκάλου, του αειμνήστου Δημήτρη Θ. Τσάτσου (πριν από λίγο δημοσιεύσαμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στη θεματική ενότητα του Ιστορικού Αρχείου), φανερώνουν το σοβαρότατο σφάλμα που διαπράττει ο Αλέξης Τσίπρας όταν καταφεύγει σε τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς και διατυπώσεις:

Η ζωή μιας δημοκρατικής πολιτείας, κατά μεγάλο μέρος, βασίζεται στην ποιότητα της εκφοράς της διαφωνίας. Φυσικοί φορείς της διαφωνίας που καταξιώνει τη δημοκρατία είναι οι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις στη Βουλή. Αυτή όμως η αντιπαλότητα, που τροφοδοτεί τον έλεγχο, τη διαφάνεια, την κριτική, άρα και την πρόοδο της πολιτείας, έχει ως προϋπόθεση τη συνύπαρξη των αντιθέσεων και τον αλληλοσεβασμό των αντιτιθεμένων. Απλά απλά: το αγαθό της διαφωνίας το απολαμβάνουμε μόνον εφόσον φροντίζουμε να συνυπάρχουμε.

[…]

Είναι αυτονόητο το δικαίωμα της αντιπολίτευσης και των διακεκριμένων στελεχών της να προσδίδουν στη διαφωνία τους και την οξύτητα και την ένταση που κρίνουν αναγκαία. Μόνοι κριτές του βαθμού έντασης και οξύτητας είναι, σε πρώτη φάση, οι ίδιοι που ασκούν την κριτική. Λέω σε πρώτη φάση, διότι ο λόγος τους δεν είναι ιδιωτικός. Και άρα υπόκειται στην περί αξιοπιστίας άποψη της κοινής γνώμης.

[…]

Όταν εκφέρεται πολιτικός λόγος στη Βουλή και μάλιστα σε ηγετικό επίπεδο, δηλαδή από διακεκριμένες προσωπικότητες του πολιτικού μας βίου, είναι ανεπίτρεπτη η επιλογή όρων με στόχο όχι την ακριβή απόδοση των γεγονότων αλλά τη δημιουργία εντυπώσεων. Είναι δηλαδή ανεπίτρεπτο να δίνονται εικόνες στην κοινή γνώμη όχι εκείνου που πράγματι συνέβη, αλλά εκείνου που, μόνο αν συνέβαινε, θα δικαιολογούσε τη χρήση αυτών των όρων.

[…]

Το μεγάλο πρόβλημα είναι η βαρυσήμαντη εκτροπή του πολιτικού λόγου, που απογυμνώνεται πια από το στοιχείο της δημόσιας ευθύνης και που έτσι πια μεταπίπτει από το επίπεδο του πολιτικού λόγου στο επίπεδο της ιδιωτικής ύβρης.

Ο πολιτικός λόγος είναι διάσταση δημόσια. Πρέπει να προφυλάσσεται από τα θεμιτά πάθη των διανθρωπίνων σχέσεων, από τις θεμιτές φιλοδοξίες, ακόμη και από τις θεμιτές πικρίες. Ο πολιτικός λόγος είναι το βασικό οχυρό, είναι η προϋπόθεση μιας αξιόπιστης Βουλής, και η αξιόπιστη Βουλή δεν είναι μόνο το βασικό βήμα και ο ύψιστος θεσμός της δημοκρατίας, είναι και κάτι παραπάνω: τώρα που η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα εθνικού περιεχομένου, η αξιόπιστη Βουλή αποτελεί και εθνική θωράκιση.