Ο καημός της Φραγκοσυριανής
Η διάλεξη για το ρεμπέτικο
Αν θα έπρεπε να ορίσουμε μια ημερομηνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί επετειακή και συμβολική για το ρεμπέτικο τραγούδι, πιστεύω ότι θα ήταν η χθεσινή. Η 31η Ιανουαρίου. Εκείνη η ημέρα του 1949 που ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε στο Θέατρο Τέχνης μια διάλεξη με θέμα όχι ακριβώς το ρεμπέτικο, αλλά την «Ερμηνεία και τη θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού» (όπως, τουλάχιστον, προαναγγέλθηκε σε εφημερίδα της 30ής Ιανουαρίου 1949). Και ανέβασε στη σκηνή τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Τη διάλεξη εκείνη σήμερα την ονομάζουμε «εμβληματική», «θρυλική», «ιστορική». Κρίνοντας, ίσως, από τη μετέπειτα αίγλη και αναγνώριση των «πρωταγωνιστών» της. Ομως, για να σκεφτούμε λίγο τα δεδομένα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ο Χατζιδάκις τότε δεν ήταν καλά καλά ούτε 24 ετών. Ενας «νεαρός συνθέτης» όπως τον ανέφεραν οι εφημερίδες της εποχής. Το Θέατρο Τέχνης (που, τότε, στεγαζόταν στο «Αλίκη», σημερινό «Μουσούρη», στην πλατεία Καρύτση) ήταν μια υπόθεση έξι χρόνων, το όραμα ενός «τρελού» που μέσα στην Κατοχή, τον σκληρό χειμώνα του 1942, μαζεύοντας συνδρομές απ’ όπου μπορούσε, έφτιαξε μια από τις σημαντικότερες «σχολές» του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Και η Ελλάδα, με τις κατοχικές πληγές της ακόμη χαίνουσες, διχαζόταν από τον Εμφύλιο. Η δε συγκεκριμένη ομιλία – που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά πλήρης το 2002 στο επίσημο σάιτ για τον Μάνο Χατζιδάκι – ήταν στο πλαίσιο μιας σειράς διαλέξεων που είχε οργανώσει το Τέχνης.
Οπως μου έχουν πει άνθρωποι παρόντες σε εκείνη τη διάλεξη, το θέατρο ήταν φίσκα. Κάτι που η αστυνομία της εποχής, η οποία θεωρούσε απειλητικές για «την τάξη και την ασφάλεια» τις μεγάλες, αυθόρμητες συναθροίσεις, δεν είδε με καλό μάτι. Και, την επόμενη μέρα, ειδοποίησε τη μητέρα του Χατζιδάκι να «προσέχει» τον γιο της. Ακόμη όμως και διανοούμενοι της εποχής, όπως ο Σπύρος Μελάς, διευθυντής του περιοδικού «Ελληνική Δημιουργία», βρίζει, με τον τρόπο του, τον «νεαρό συνθέτη» για την επιλογή του να υπερασπισθεί «των αλητών τα τραγούδια». Το ρεμπέτικο ήταν, τότε, ένα τραγούδι κομματικά εξόριστο. Η Δεξιά το έβριζε, η Αριστερά το περιφρονούσε.
Τι σημασία έχει όμως η «ελίτ» και η «αντιελίτ» (το ίδιο πράγμα είναι στην ουσία) όταν μιλάει ο παλμός του κόσμου; Η Σωτηρία Μπέλλου, τη δεκαετία του 1970, θα μιλήσει στον Γιώργο Παπαστεφάνου για εκείνη τη βραδιά. Θα θυμηθεί πώς τα έχασε ο Βαμβακάρης και οι μουσικοί όταν είδαν αυτόν τον κόσμο στην πλατεία του θεάτρου. Και πώς λίγες μέρες μετά, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν για να τους δουν και να τους ακούσουν, στην ταβέρνα του Παναγάκου, στον Αγιο Παντελεήμονα, όπου τραγουδούσαν. Ή, μάλλον, «λειτουργούσαν» όπως είχε πει ο Χατζιδάκις όταν τους παρουσίασε.
Η «πόρτα» είχε πια ανοίξει. Για πολλά χρόνια βέβαια έμεινε μισάνοιχτη. Με τέτοιον τρόπο ώστε χρειάστηκε να επινοηθούν τα «αρχοντορεμπέτικα». Και μετά, όταν άνοιξε διάπλατα, συνωστίστηκαν τόσο πολλοί και τόσο άτσαλα στο «έμπα» της, ώστε φράκαρε.
Ρεμπέτικα και ρεμπετοειδή
Και τι δεν έχω διαβάσει και τι δεν έχω ακούσει για το τι είναι το ρεμπέτικο. Εχει όμως καμία σημασία; Η Τέχνη υπάρχει για να συγκινεί, όχι για να εξηγείται. Και το ρεμπέτικο συγκινεί με τον ίδιο τρόπο που συγκινεί η αρχαία τραγωδία. Χωρίς να συγκινούνται οι ήρωές του. Είχα την τύχη να προλάβω να «εισπράξω» αυτήν τη συγκίνηση όταν μεγάλωνα, στη δεκαετία του 1960, στις γειτονιές της Σύρου. Δεν ήξερα τι ήταν το ρεμπέτικο, ένιωθα όμως τους κραδασμούς του όταν στεκόμουν έξω από κάτι «απαγορευμένα» ταβερνεία στο λιμάνι. Τότε που υπήρχε ακόμη μετέωρος ο «καημός της Φραγκοσυριανής» όπως τον αναφέρει ο μέγας Μάνος Ελευθερίου στους «Μπαξέδες».
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ρεμπέτικο έκανε τη «μεγάλη έξοδο». Τότε, περίπου, που ο Χατζιδάκις είπε ότι έγινε «αφόρητα νόμιμο όπως και το ΚΚΕ». Τότε που άρχιζαν να εμφανίζονται παιδικές χορωδίες όπου 12χρονα με τραγιάσκες τραγουδούσαν τη «Φραγκοσυριανή». Κι εμείς, στα ρεμπετάδικα της Πατησίων, χορεύαμε ιδρωμένα τσιφτετέλια υπό τους ήχους του «Ακρογιαλιές δειλινά». Χάλια…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις