«Εδώ τρώω κλοτσιές απ’ τους δικούς μας»
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
Πριν από επτά χρόνια, στις 3 Φεβρουαρίου 2016, απεβίωσε στο Παρίσι, πλήρης ημερών, η ποιήτρια, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου, σύζυγος του σπουδαίου λογοτέχνη και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου από το 1959 έως το θάνατό του, το 1978.
Στενός φίλος της Δρόσου αλλά και του Αλεξάνδρου, σε καιρούς χαλεπούς, στα χρόνια του μετεμφυλιακού ζόφου αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος.
Στην αλληλογραφία ανάμεσα στους τρεις επιστήθιους φίλους και ομοτέχνους είναι αφιερωμένο ένα ιδιαίτερα αξιόλογο μελέτημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 2008 και έφερε τον τίτλο «Γιάννης Ρίτσος – Τροχιές σε διασταύρωση».
Στον πρόλογο του εν λόγω μελετήματος, που συνέγραψε η ίδια η Δρόσου, αναφέρονται τα εξής:
Στον Μούδρο της Λήμνου, ο Άρης πίνει τα τσάγια του. Αλλά επειδή βρίσκεται, ευτυχώς, εκεί και ο Τάσος Λειβαδίτης να κουβεντιάζουν περί ποίησης, ψήνει και καφέ. Και ξαφνικά, χωρίς εξήγηση, ο Λειβαδίτης αποφεύγει και επισκέψεις, και συζητήσεις, και βεβαίως και τον καφέ. Ώσπου, μια μέρα, επίσης ξαφνικά και μετανιωμένος για τη στάση του, εξομολογείται στον Άρη τα εξής: «Θα παρατήρησες βέβαια ότι ο κύκλος στένεψε γύρω σου· οι σύντροφοι σε αποφεύγουν και όχι μόνον εγώ. Θυμήσου την τελευταία συνεδρίαση: καθόμασταν γύρω γύρω κι ένας φίλος μάς διάβαζε την Εισήγηση του Ζαχαριάδη. Μας δόθηκαν πέντε λεπτά στον καθένα για να εκφραστεί. Ήσουν ο μόνος που αμφισβήτησες τα λόγια του Αρχηγού. Στη θέση των καθηκόντων που έβαζε ο Ζαχαριάδης, αντέταξες την κριτική. — Ακούω καλά, ξεστόμισες, ή έχω παραισθήσεις; Εδώ έπεσε ο Γράμμος, ναι ή όχι, κι εσείς μας λέτε με το όπλο, ποιο όπλο, με το όπλο παρά πόδα. Παραδεχθείτε την ήττα, πέστε στους συντρόφους πως θα κάτσουν εδώ πέρα άλλα είκοσι ή και τριάντα χρόνια. Εγώ έκαψα τη γούνα μου, μα είμαι μόνος· υπάρχουν όμως ανάμεσά μας φαμελίτες, σπιτικά ρημαγμένα. Πέστε τους πως νικηθήκαμε, να πάρει ο καθένας την απόφασή του. Κι έπεσε η κατηγορία για ηττοπάθεια ως στοιχείο που διαβρώνει συνειδητά το αγωνιστικό πνεύμα των συντρόφων».
Η απόφαση να απαγορευτεί κάθε επαφή μαζί του, να απομονωθεί, κοινοποιήθηκε σε όλη την επικράτεια, δηλαδή σε όλους τους τόπους εξορίας, φυλακές, κρατητήρια, τμήματα μεταγωγών. Ο Ρίτσος, που είναι στο πλαϊνό χωριό, το Κοντοπούλι, μόλις το ’μαθε, ταράχτηκε και ανέλαβε την υπεράσπιση του Άρη. Και ο Λειβαδίτης συνεχίζει: «Ο Άρης —είπε ο Ρίτσος— στη σημερινή κατάσταση που βρισκόμαστε υπερέβαλε. Όμως είναι τίμιος και ποτέ δεν θα βλάψει το κόμμα. Εγγυώμαι». Τα πνεύματα καταλάγιασαν, μα καθώς έπρεπε να ανακοινωθεί η «κόντρα απόφαση», αντικατέστησαν, για την περίσταση, τον κανονικό ταχυδρόμο με τον διανοούμενο και λογοτεχνικό κριτικό Μ. Μ. Παπαϊωάννου, όστις θα μετέφερε τη νέα εντολή. Αυτήν ανακοίνωσε ο Λειβαδίτης στον Άρη και του δήλωσε, εν μέσω λυγμών (όχι, δεν εφευρίσκω) και πραγματικής συντριβής και μετάνοιας πως, του λοιπού, στο μέλλον, δεν θα επιτρέψει σε κανέναν Ρίτσο να υπερασπιστεί τον Άρη· το ρόλο αυτόν τον επωμίζεται ο ίδιος. «Μην εξάπτεσαι, του απαντά ο Άρης, καλύτερα κάτσε στα αυγά σου. Αυτά τα λέει ο Ρίτσος και το ότι εισακούστηκε θεώρησέ το ως προσωρινή κατάσταση. Ο Ρίτσος είναι ο Ρίτσος, αλλά δεν είναι η Κεντρική Επιτροπή και αυτά που είπα εγώ θα τα ξαναπώ. Αν δεν θες να βρεθείς στη θέση μου, απομακρύνσου από μένα και μην ξανάρθεις».
Ο Τάσος Λειβαδίτης εξομολογήθηκε τα παραπάνω και στον Αλέξανδρο Αργυρίου — και είναι προς τιμήν του. Την εποχή, πάντως, που συνέβησαν τα αγνοούσα. Ένα δελτάριο πήρα μόνο από τον Άρη, όπου μου έγραφε «εδώ τρώω κλοτσιές απ’ τους δικούς μας» — και δεν κατάλαβα λέξη.
Και πράγματι, ο Αλεξάνδρου τα ξανάπε. Ήλθε σε πλήρη ρήξη με τη διαβόητη «επίσημη κομματική γραμμή», παραμένοντας έως το τέλος του βίου του ένας αγνός ιδεολόγος, ένας άδολος αγωνιστής της Αριστεράς.
Το πολιτικό του στίγμα είχε φροντίσει να το δώσει ο ίδιος με συνέντευξή του στο περιοδικό «Ηριδανός» το 1975, τρία χρόνια πριν από τον αδόκητο, πρόωρο θάνατό του:
«Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κομματικές ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες. […] Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. Όπως το ’χω ξαναπεί, δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και σε όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων».
Στην ίδια συνέντευξη ο Αλεξάνδρου συμπύκνωνε ως εξής την κοσμοαντίληψή του:
«Αν κατόρθωνα να ρίξω και τον ελάχιστο κόκκο τσιμέντου για να στρωθεί ο δρόμος από τον homo sapiens στον homo humanus, θα έλεγα πως η ζωή μου δεν πήγε του κάκου».
Ποιο ήταν, λοιπόν, το θανάσιμο σφάλμα, το βαρύ αμάρτημα του Αλεξάνδρου; Αυτό που είχε προκαλέσει την περιθωριοποίησή του, την απομόνωσή του;
Μα τι άλλο από την αμφισβήτηση του σοφού Αρχηγού (προσοχή στο κεφαλαίο Α), την κριτική, την απόρριψη των παραισθήσεων, την παραδοχή της ήττας, την προσγείωση στην πραγματικότητα.
Οι «σύντροφοι», οι συναγωνιστές του και συνεξόριστοι, έλαβαν την απόφαση να τον τιμωρήσουν, επειδή διέσπειρε δήθεν την ηττοπάθεια.
Στην πραγματικότητα, έλαβαν την απόφαση να τον τιμωρήσουν μόνο και μόνο επειδή ήταν πνευματικά και ψυχικά αδέσμευτος, μολονότι βρισκόταν στην εξορία, υπό διωγμόν από εχθρούς και φίλους.
Επειδή αγαπούσε το διάλογο, τρεφόταν από το διάλογο, το διάλογο με τον εαυτό του και με τους άλλους.
Επειδή αντιστεκόταν σθεναρά στον αυθαίρετο δογματισμό, επειδή τασσόταν υπέρ της ελευθερίας του στοχασμού και της ελευθερίας της έκφρασης του στοχασμού.
Επειδή πίστευε ότι –δανείζομαι λόγια του Ευάγγελου Παπανούτσου, από ένα άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» το 1960– «καμιά ιδέα δεν απαλλάσσεται από τον έλεγχο με την αιτιολογία ότι η πηγή, τα πρεσβεία ή οι έως τώρα υπηρεσίες της προς την ανθρωπότητα εγγυώνται την αξία της».
Επειδή, τέλος, θεωρούσε ότι θα του επέτρεπαν οι «σύντροφοι» και να μην είναι μαζί τους…
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Καίτη Δρόσου και ο Άρης Αλεξάνδρου στο Παρίσι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις