Ιωάννης Περγάμου (Ζηζιούλας): Η μοναδική προσωπικότητα με το σπουδαίο έργο
Η σκέψη του Ιωάννη Ζηζιούλα για το πρόσωπο επικεντρώνει στο πώς το πρόσωπο είναι μία μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα που προκύπτει από την επίσης μοναδική και ανεπανάληπτη σχέση με τους άλλους, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε φυσικές ιδιότητες.
O Διονύσιος Σκλήρης, Θεολόγος και Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο μιλά για τον μητροπολίτη Περγάμου και ακαδημαϊκό Ιωάννη Ζηζιούλα που εξεδήμησε χθες 2 Φλεβάρη.
«Ο μητροπολίτης Περγάμου και ακαδημαϊκός Ιωάννης Ζηζιούλας (1931-2023), που εξεδήμησε στις 2 Φεβρουαρίου, υπήρξε ένας από τους κύριους εκφραστές διεθνώς του υπαρξιακού στοχασμού για τη σημασία της έννοιας του προσώπου και είχε ευτυχήσει να είναι ο πλέον επιδραστικός Χριστιανός θεολόγος με πάνω από 200 διδακτορικές και διπλωματικές εργασίες να έχουν εκπονηθεί για τη σκέψη του. Από αυτήν την άποψη είναι και ένας από τους πιο επιδραστικούς Έλληνες στοχαστές στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, αν και στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που έχει δημοσιευτεί στα αγγλικά, παραμένει ανέκδοτο.
Η μεγάλη επιδραστικότητά του οφείλεται στο ότι η σκέψη του διαθέτει μια αποκαλυπτική απλότητα, δηλαδή πηγαίνει με τέτοια σαφήνεια στο ουσιώδες, εγκαταλείποντας τα δευτερεύοντα, ώστε αποκαλύπτει με βαθύτητα πτυχές που μπορεί να μένουν αθέατες για όσους ενδιατρίβονται με τα επουσιώδη. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς έναν «Σαιντ-Εξυπερύ της θεολογίας», καθώς, όπως ο Γάλλος συγγραφέας στον Μικρό Πρίγκιπα, προσπάθησε να αναδιατυπώσει με απλό αλλά βαθύ τρόπο το νόημα που έχουν όσα συνιστούν την ανθρώπινη συνθήκη, όπως η ελευθερία και η αγάπη.
Οι τρεις φάσεις του έργου του
Η σκέψη του θα μπορούσε να διακριθεί σε τρεις φάσεις, αν και τα βασικά στοιχεία της είναι παρόντα από πολύ νωρίς. Σε μια πρώτη φάση που ολοκληρώνεται στο έργο Το Είναι ως Κοινωνία (Being as Communion, 1985) βασικό της θέμα είναι η αγάπη (ή «κοινωνία» με τη θεολογική έννοια), δηλαδή τι σημαίνει να υπάρχεις επειδή αγαπάς, να βασίζεται η ίδια η ύπαρξη στην αγάπη και να μην είναι η αγάπη μια απλή προσθήκη στην ύπαρξη, αλλά το συστατικό της.
Σε μία δεύτερη φάση που ολοκληρώνεται στο έργο Κοινωνία και Ετερότητα (Communion and Otherness, 2006), το κύριο θέμα είναι η ετερότητα, δηλαδή τι σημαίνει να είναι κανείς απολύτως Άλλος, μία παρουσία τόσο διαφορετική, ώστε να μην μπορεί να υπαχθεί σε ιδιότητες και κατηγορίες με τις οποίες προσπαθούμε να εξημερώσουμε και εντέλει να αφομοιώσουμε όσους διαφέρουν. Οι δύο αυτές έννοιες «κοινωνία και ετερότητα» είναι στο φιλοσοφικό ιδίωμα ό,τι θα μπορούσαμε να πούμε πιο απλά «αγάπη και ελευθερία». Και αλληλοσυνδέονται, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς ελευθερία (αυτό θα ήταν καταβροχθιστικός ναρκισισμός), ενώ η ελευθερία χωρίς αγάπη θα ήταν απλά μια μάταιη αναζήτηση ισχύος.
Η τρίτη φάση έμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς το magnum opus του, που έγραφε κατά τα τελευταία χρόνια, έμεινε ανέκδοτο τη στιγμή της εκδημίας του, και αφορούσε στη σχέση του μέλλοντος με το παρελθόν. Ένας πιθανός τίτλος του θα μπορούσε να είναι: «Ανάμνηση του Μέλλοντος: Μια εσχατολογική οντολογία».
Και τα δύο ζευγάρια του τίτλου είναι παράδοξα. Προφανώς, το φυσικό είναι να θυμόμαστε το παρελθόν, αλλά υπάρχει και μια ορισμένη μνήμη του μέλλοντος, η οποία στους φιλοσόφους συνήθως παίρνει τη μορφή της μνήμης του θανάτου ως ενός ορίζοντα της ύπαρξής μας. Αλλά στους χριστιανούς λαμβάνει την εκδοχή της μνήμης της ανάστασης ως τελικού ορίζοντα, όπως στην ευχή της Θείας Λειτουργίας όπου οι πιστοί καλούνται να θυμηθούν την τελική ανάστασή τους και όλου του κόσμου και βάσει αυτής της υπέρβασης του θανάτου να διαμορφώσουν τη ζωή τους.
Το θεολογικό ερώτημα θα ήταν, λοιπόν, πώς θα ήταν να θυμάται κανείς όχι το παρελθόν του, αλλά το μέλλον του, ένα μέλλον, όμως, που έχει ήδη εισέλθει διά της αναστάσεως του Χριστού μέσα στην Ιστορία. Ο όρος «εσχατολογική οντολογία» που συνοψίζει τη σκέψη του είναι επίσης παραδοξολογικός: Συνήθως ως εσχατολογία εννοούμε τις «έσχατες μέρες» καταστροφής του κόσμου (παρεμπιπτόντως, κάτι ιδιαιτέρως επίκαιρο στις μέρες μας λόγω της οικολογικής καταστροφής και της πυρηνικής απειλής), ενώ ως οντολογία εννοείται στη φιλοσοφία αυτό που είναι και υπάρχει πραγματικά.
Ο πρωτότυπος συνδυασμός τους από τον Ιωάννη Ζηζιούλα σημαίνει ότι η πραγματική ύπαρξη, το πραγματικό είναι αποκαλύπτεται στο τέλος ενός όντος και όχι στην αρχή του και με αυτήν την έννοια το μέλλον ερμηνεύει και εξηγεί το παρελθόν αντί για το αντίστροφο. Το εν λόγω κομβικό έργο παραμένει ανέκδοτο, γεγονός που καθιστά την πνευματική παρακαταθήκη του ανοικτή.
Ποιος ήταν ο Ιωάννης Ζηζιούλας
Ο Ιωάννης Ζηζιούλας γεννήθηκε στο Καταφύγιο Κοζάνης και σπούδασε στις Θεολογικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Στο πανεπιστήμιο του Harvard μαθήτευσε στον υπαρξιστή στοχαστή Paul Tillich και στον Ρώσο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ που είχε επανερμηνεύσει την πατερική βυζαντινή θεολογία εν όψει των προκλήσεων του 20ου αιώνα, καθώς και στον κλασικό φιλόλογο Werner Jaeger. Εργάστηκε ως εταίρος στο Ίδρυμα Βυζαντινών Μελετών του Harvard, το Dumbarton Oaks.
Στη Θεολογική Αθηνών υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή «Η Ενότητα της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνες» (1966), η οποία υπήρξε σταθμός, καθώς επανεισήγαγε την κεντρική σημασία του συμβάντος της Θείας Λειτουργίας για τη σύσταση της Εκκλησίας, ανατρέποντας μια υπερβολικά ιδρυματική ή ιδεολογική κατανόηση του εκκλησιαστικού θεσμού.
Από το 1967 εργάστηκε ως Γραμματέας του Τμήματος «Πίστις και Τάξις» του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών, δραστηριοποιούμενος στον διάλογο των διαφορετικών ομολογιακών Εκκλησιών. Από το 1970 δίδαξε δογματική θεολογία στα πανεπιστήμια Εδιμβούργου και Γλασκόβης, από το 1984 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1989 στο King’s College στο Λονδίνο. Το 1986 χειροτονήθηκε «αθρόον» Μητροπολίτης Περγάμου, και υπήρξε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο διαχριστιανικό διάλογο, ενώ από το 1993 ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Έργο του υπήρξε εν πολλοίς η Σύνοδος της Κρήτης το 2016, η οποία ανανέωσε τη συνοδική συνείδηση και πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ύστερα από πολλούς αιώνες. Δικής του εμπνεύσεως ήταν επίσης η στροφή του ενδιαφέροντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς το οικολογικό πρόβλημα ήδη κατά τη δεκαετία του 1980, η οποία σήμανε μία μεταξίωση των αξιών κατά την οποία μπορεί να θεωρείται ως «αμαρτία» του ανθρώπου η βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος και των άλλων ζώων και φυτών. Ο Ιωάννης Περγάμου, όμως, τόνισε κυρίως την ανάγκη υπερβάσεως του οικολογικού όχι μέσα από νέο παγανισμό, αλλά μία θεώρηση του ανθρώπου ως ιερέα της φύσεως που την αναφέρει στον Θεό.
Η σκέψη του Ιωάννη Ζηζιούλα για το πρόσωπο επικεντρώνει στο πώς το πρόσωπο είναι μία μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα που προκύπτει από την επίσης μοναδική και ανεπανάληπτη σχέση με τους άλλους, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε φυσικές ιδιότητες.
Και το ίδιο ισχύει και για αυτήν τη μοναδική προσωπικότητα, η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί, με το εταστικό του βλέμμα που κοίταζε στο βάθος των πραγμάτων και των προσώπων, με τη λαχτάρα του για αγάπη που υπήρξε η αφετηρία του στοχασμού του, με το δέος του ενώπιον του μυστηρίου του θανάτου, με την πίστη του στην ανάσταση του Χριστού την οποία κατέστησε προκείμενη του στοχασμού του.
Χαρακτηριστικός ήταν ο σωκρατικός και μαιευτικός τρόπος διαλόγου, καθώς τα γραπτά του ήταν απότοκα συζητήσεων που έκανε επί πολλές ώρες και όπου προσπαθούσε να εξετάσει πολλές διαφορετικές αντιρρήσεις και ενστάσεις προς οποιαδήποτε θέση, προτού την καταθέσει στο χαρτί, ενώ η σκέψη του είχε συχνά έναν προκλητικό χαρακτήρα, προκειμένου να αναζωογονηθεί η θεολογική σκέψη που συχνά είναι απολιθωμένη επί αιώνες.
Σίγουρα η εκδημία του προκαλεί μία πνευματική ορφάνια, αλλά η παρακαταθήκη του λόγου του για τη σημασία του μέλλοντος και των αναστάσιμων εκπλήξεων που επιφυλάσσει θα είναι μια πηγή αισιοδοξίας για τη δύναμη της ανθρωπότητας να υπερβαίνει τον θάνατο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις