Άλλο ένα μέτωπο έχει ανοίξει στο χώρο του πολιτισμού. Αυτή τη φορά το επίδικο είναι το καθεστώς πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας: του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού (επίσης στη Θεσσαλονίκη) και του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου.

Με σχέδιο νόμου που κατέθεσε η αρμόδια υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, τα μουσεία αυτά παύουν να είναι ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και γίνονται πλέον αυτόνομα ΝΠΔΔ.

Το νομοσχέδιο αυτό θα συζητηθεί και θα ψηφιστεί στη Βουλή τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023 όπως αποφάσισε η Διάσκεψη των Προέδρων.

Πώς δικαιολογεί το υπουργείο την ανάγκη αλλαγής του καθεστώτος

Στη σχετική «Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης» που συνοδεύει το νομοσχέδιο, το υπουργείο εξηγεί τους λόγους που κάνει αυτή την επιλογή. Εκεί, μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι «λειτουργώντας εντός αυτού του πλαισίου, οι εν λόγω υπηρεσίες δεν έχουν δυνατότητα να αναπτύξουν καμία διοικητική ή διαχειριστική πρωτοβουλία, καθώς η κάθε τους δράση πρέπει να διέλθει μέσα από την έγκριση των άλλων υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ τόσο για να αποφασιστεί αρχικά όσο και για να υλοποιηθεί στη συνέχεια».

Επιπλέον, επιμένει το υπουργείο ότι η μουσειακή λειτουργία και η διοικητική λειτουργία είναι διαφέρουν ουσιωδώς και ότι πλέον το μουσείο αποτελεί «έναν σύνθετο και πολυδύναμο θεσμό με εξωστρέφεια και δυνατότητα επικοινωνίας τόσο του γενικού πολιτιστικού μηνύματος όσο και της ειδικότερης μαρτυρίας που απορρέει από τις συλλογές του κάθε μουσείου ξεχωριστά». Για το υπουργείο πλέον τα μουσεία θα μπορούν να «επιτύχουν τους επιστημονικούς και εκπαιδευτικούς τους σκοπούς απαλλαγμένα από τις αναπόφευκτες γραφειοκρατικές διαδικασίες».

Διοίκηση και από μη αρχαιολόγους

Βασική καινοτομία είναι ότι πλέον τα Μουσεία δεν θα διοικούνται υποχρεωτικά από αρχαιολόγους, αλλά από τα ΔΣ που θα διορίζει ο/η εκάστοτε υπουργός. Μάλιστα, για τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο το μόνο κριτήριο είναι σύμφωνα με το άρθρο 8 να αποτελούν προσωπικότητες με συμβολή στον αντίστοιχο επαγγελματικό ή κοινωνικό τους. Τρία μέλη του ΔΣ θα είναι προσωπικότητες αναγνωρισμένου κύρους στον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και σε αυτά θα προστίθενται δύο μέλη προερχόμενα από το δυναμικό του υπουργείου Πολιτισμού.

Στα ΝΠΔΔ αυτά συστήνονται οργανικές θέσεις προσωπικού που αντίστοιχα καταργούνται από τις οργανικές θέσεις του ΥΠΠΟΑ. Σε πρώτη φάση θα δοθεί η δυνατότητα σε ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους να συνεχίσουν να εργάζονται ως αποσπασμένοι από το υπουργείο.

Νέο στοιχείο και η δυνατότητα των μουσείων αυτών να ιδρύουν παραρτήματα στο εσωτερικό και εξωτερικό.

Από εκεί και πέρα ως αυτοτελή ΝΠΔΔ τα μουσεία αυτά θα διαχειρίζονται τα ίδια τους πόρους που θα έχουν από τα αντίτιμα επίσκεψης, τα πωλητήρια, τα αντίγραφα κλπ.

Αρχαιολόγοι: υπονόμευση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – μετατροπή των μουσείων σε κυβερνητικά υποχείρια

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έχει αντιδράσει με ιδιαίτερα έντονο τρόπο σε αυτό το νομοσχέδιο. Ειδικότερα, οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι το νομοσχέδιο «υπονομεύει τον ενιαίο χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και οδηγεί στη διάλυσή της, αποκόπτοντας τα πέντε μεγαλύτερα αρχαιολογικά Μουσεία από την ΓΔΑΠΚ και την Διεύθυνση Μουσείων».

Ακόμη επιμένουν ότι τα δημόσια μουσεία μετατρέπονται σε «κυβερνητικά υποχείρια», αφού όπως αναφέρουν «η Υπουργός θα επιλέξει και θα διορίσει τα Διοικητικά Συμβούλια και τους Γενικούς Διευθυντές. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν τίθενται ούτε οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να διοριστεί κάποιος/α μέλος στο Δ.Σ. μεγάλου αρχαιολογικού Μουσείου της χώρας. Τα διορισμένα μέλη του Δ.Σ. θα διαχειρίζονται το μουσειακό απόθεμα της χώρας, την εθνική κληρονομιά, πρακτικά ανέλεγκτοι, και ακολουθώντας τις «οδηγίες» της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας».

Υποστηρίζουν ακόμη ότι το νομοσχέδιο «υπονομεύει τον δημόσιο χαρακτήρα των Μουσείων, ανοίγοντας το δρόμο για την άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών τους: για την ανάθεση κρίσιμων τομέων λειτουργίας τους, που σήμερα εκτελούνται από το προσωπικό των Μουσείων, σε ιδιωτικές εταιρείες, με άμεσα αποτελέσματα τόσο στην ασφάλεια των αρχαιοτήτων όσο και στους εργαζόμενους (λ.χ. τη φύλαξη, την καθαριότητα, την οργάνωση εκθέσεων, την επικοινωνία)».

Υπογραμμίζουν ταυτόχρονα ότι «η υπαγωγή των δημόσιων Μουσείων στην απαράδεκτη διάταξη που επιτρέπει την εξαγωγή αρχαιοτήτων στο εξωτερικό για 25+25 χρόνια, καθώς και η ίδρυση παραρτημάτων στο εξωτερικό, ανοίγει τον δρόμο για νέες επαίσχυντες συμφωνίες τύπου Συλλογής Στερν και ανταλλαγές “ένα προς ένα” εκθεμάτων από τα ελληνικά Μουσεία με αρχαιοκαπηλικά ευρήματα Μουσείων του εξωτερικού».

Το γεγονός ότι πλέον τους πόρους των Μουσείων θα τα διαχειρίζονται τα ΝΠΔΔ (πέραν ενός ποσοστού που θα πάει στον ΟΠΑΔ), επίσης δέχεται τα βέλη των αρχαιολόγων που επισημαίνουν ότι έτσι υπονομεύεται ο «αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος» (το γεγονός, δηλαδή, ότι μέχρι τώρα τα μεγάλα έσοδα των μουσείων υψηλής επισκεψιμότητας αξιοποιούνται συνολικά για την ανάδειξη, προβολή και προστασία των αρχαιοτήτων σε όλη τη χώρα).

Οι αρχαιολόγοι διαμαρτύρονται ακόμη γιατί με ένα άρθρο του νομοσχεδίου καταργούνται 735 κενές οργανικές, συμπεριλαμβανομένων 75 θέσεων αρχαιολόγων και 279 θέσεων φυλακτικού προσωπικού. Υποστηρίζουν ότι πρόκειται «για πρωτοφανή ενέργεια, που αποστερεί από το Υπουργείο Πολιτισμού την δυνατότητα να προχωρήσει σε προσλήψεις για την κάλυψη των χιλιάδων πραγματικών κενών, τη στιγμή που υπάρχουν Εφορείες Αρχαιοτήτων με ελάχιστο προσωπικό, ενώ το φυλακτικό προσωπικό δεν επαρκεί για να κρατηθούν ανοιχτές καν όλες οι αίθουσες των κεντρικών Μουσείων».

Η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης

Σε εκδήλωση που πραγματοποίησαν πέντε σωματεία εργαζομένων του Υπουργείου Πολιτισμού εκφράστηκε, όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, η «ομόθυμη βούληση των εργαζομένων του ΥΠΠΟΑ να αποτραπεί η αποκοπή των πέντε μεγάλων δημόσιων αρχαιολογικών Μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας».

Στην εκδήλωση αποτυπώθηκε και η ρητή και σαφής αντίθεση των κομμάτων της Αντιπολίτευσης στο Σχέδιο Νόμου.

Η βουλευτής Αχαΐας και τομεάρχης πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου τόνισε ότι «Ήδη από την πρώτη στιγμή που η κυβέρνηση κατέθεσε στις προγραμματικές της δηλώσεις την πρόθεση της μετατροπής των 10 μουσείων αρχικά και στη συνέχεια των 5 μεγαλύτερων αρχαιολογικών Μουσείων σε ΝΠΔΔ, είχαμε δηλώσει ως ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο είμαστε αντίθετοι, αλλά και τη δέσμευσή μας με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι αυτό το νομοσχέδιο ακόμα κι αν γίνει νόμος του κράτους θα καταργηθεί με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ό, τι αποφασίσει ο ελληνικός λαός. Η δέσμευση λοιπόν είναι ρητή και κατηγορηματική».

Εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ο αναπληρωτής τομεάρχης πολιτισμού και υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας Σπύρος Πώρος, τόνισε ότι «το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ είναι αντίθετο στην μετατροπή σε ΝΠΔΔ πέντε εμβληματικών μουσείων που μέχρι σήμερα λειτουργούν ως ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ. Το νομοσχέδιο πρόχειρα, χωρίς καμία μελέτη σκοπιμότητας που να οδηγεί στην εν λόγω ενέργεια, αλλάζει το διοικητικό καθεστώς ως προς τη λειτουργία των μόνιμων συλλογών των πέντε δημοφιλέστερων αρχαιολογικών μουσείων».

Εκ μέρους του ΚΚΕ, η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και υπεύθυνη πολιτιστικού, υπογράμμισε ότι «συμπαρατασσόμαστε στον δίκαιο αγώνα σας ενάντια στην απαράδεκτη κυβερνητική απόφαση να μετατρέψει τις ναυαρχίδες των μουσείων μας σε ΝΠΔΔ. Συμπαρατασσόμαστε ακόμα στον αγώνα σας για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων σας, σε ένα Υπουργείο Πολιτισμού που οι σχέσεις εργασίας είναι ήδη κατακερματισμένες και οι ελλείψεις σε επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό εκρηκτικές»

Εκ μέρους του ΜέΡΑ25, η Εύη Γάτου, μέλος της ΚΕ και του πολιτισμού σχεδιασμού τόνισε ότι: «Το ΜέΡΑ25 καταγγέλλει την ιδιωτικοποίηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, την εκχώρηση του αγαθού του Πολιτισμού στα συμφέροντα της ελίτ των ολιγαρχών και την υπονόμευση της ασφάλειας των αρχαιοτήτων. Το σχέδιο νόμου υπονομεύει τη δομική και λειτουργική ενότητα του υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και την προστασία και διαχείριση της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς ως ενιαίου συνόλου».

Το επίδικο της σύγκρουσης

Γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα είναι προφανές ότι έχουν μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λογικές για τα Μουσεία. Η κυβέρνηση θέλει να μεταφέρει και στο χώρο των Μουσείων την αντίληψη που υποστηρίζει ότι το δημόσιο χρειάζεται να αποκτήσει αυτόνομες μονάδες που να λειτουργούν με την ευελιξία που χαρακτηρίζει τον ιδιωτικό τομέα, τόσο ως προς τη διοίκηση, όσο και ως προς τις εργασιακές σχέσεις, ενώ προφανώς και θέλει να τα δει να προχωρούν σε πρακτικές που θα αυξάνουν τα εισοδήματά τους από την προσφορά διαφόρων υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, προωθεί το υπουργείο και μια ορισμένη αντίληψη για τη «διεθνοποίηση» των Μουσείων, γύρω από το μοντέλο των παραρτημάτων και των «ειδικών συμφωνιών» για την αντιμετώπιση του ζητήματος με τις κλεμμένες αρχαιότητες, όπως αυτή για τη «Συλλογή Στερν».

Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε και τον αντίλογο ο οποίος δεν αφορά μόνο τον δημόσιο χαρακτήρα των Μουσείων. Και αυτό γιατί τα αρχαιολογικά μουσεία στη χώρα μας δεν είναι απλά «εκθετήρια». Δεν είναι απλώς κάποιες συλλογές αρχαιοτήτων που χρειάζεται μια «φρέσκια» ματιά για να προβληθούν καλύτερα. Δεν είναι απλώς «πολιτιστικοί φορείς».

Τα αρχαιολογικά μουσεία είναι ταυτόχρονα φορείς επιστημονικής έρευνας και μελέτης, συντήρησης και προστασίας και συνδέονται άρρηκτα με όλο το πλέγμα των δραστηριοτήτων της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Το γεγονός ότι τα μεγάλα μουσεία ανήκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία σήμαινε ότι οι αρχαιολόγοι που τα στελέχωναν είχαν πλήρη εικόνα της  αρχαιολογικής έρευνας, συντήρησης και ανάδειξης. Ένα αρχαιολογικό εύρημα, ας μην το ξεχνάμε, δεν είναι ποτέ απλώς ένα «έκθεμα». Είναι ένα υλικό χνάρι του παρελθόντος που διαρκώς μας προκαλεί να το αποκρυπτογραφήσουμε. Από το σκάμμα της ανασκαφής, στη μελέτη, στη συντήρηση και τελικά στην έκθεση, η διαδικασία έρευνας είναι αδιάκοπη και το κυριότερο αποτελεί μια συνέχεια. Το να διακοπεί η συνέχεια με την απόσπαση των Μουσείων από την υπόλοιπη Αρχαιολογική Υπηρεσία, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.

Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν είναι απλώς μια διοικητική υπηρεσία και ας περιλαμβάνει πολλά διοικητικά καθήκοντα. Είναι μια δημόσια ερευνητική υπηρεσία επιφορτισμένη με την προστασία αλλά και τη μελέτη και την ανάδειξη των υλικών ιχνών του παρελθόντος. Τα Μουσεία ήταν εξαρχής οργανικό τμήμα της ίδιας της υπόστασής της.

Επιπλέον, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το τεράστιο έργο που έχουν κάνει τα πέντε Μουσεία με το σημερινό τους καθεστώς. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το σημαντικότερο μουσείο παγκοσμίως για την ελληνική αρχαιότητα. Το Μουσείο Ηρακλείου, ανακαινισμένο πρόσφατα, με το σημερινό του καθεστώς είναι ένα εκπληκτικό πανόραμα της κρητικής αρχαιότητας και του Μινωικού πολιτισμού. Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο υπήρξε, με το σημερινό του καθεστώς, πρωτοπόρο στην ανανέωση της ίδιας της μουσειακής πολιτικής και πρακτικής. Και αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα για τη δουλειά που έχει γίνει στα μουσεία με το σημερινό τους καθεστώς.

Ούτε είναι χωρίς σημασία ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ο κλάδος του δημοσίου που έχει σχεδόν μηδαμινό ποσοστό κρουσμάτων διαφθοράς, στοιχείο ενδεικτικό και αυτό μιας Υπηρεσίες που καλλιέργησε στη μακρά διαδρομή της ένα συγκεκριμένο ήθος. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι όποιες παραδοσιακές «ενστάσεις» για την «Αρχαιολογία», που ενίοτε διατυπώνονται και από χείλη πολιτικών, στην πραγματικότητα αποδεικνύουν ότι μάλλον η Αρχαιολογική Υπηρεσία «κάνει τη δουλειά της», δηλαδή προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά απέναντι σε όλες τις παραλλαγές αυθαιρεσίας και ασυδοσίας. Ποιος ο λόγος επομένως να αποδυναμωθεί;