Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα…
Μου κάνει τεράστια εντύπωση το ότι, όσο μεγαλώνουμε, ξεχνάμε εντελώς πώς νιώθαμε όταν ήμασταν νέοι
«…Οποιος τούς θέλει αντάμα / πληρώνει ακριβά / Πρόστιμο μια ζωή / στην κλεψύδρα και στα εφετεία / Είναι μια κοροϊδία / σειρά του δικαστή». Είναι στίχοι από την «Παράβαση» που έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τους «Αχαρνής». Και τους ανακαλώ πολύ συχνά. Οπως τον τελευταίο καιρό που στον πολιτικό λόγο – και μάλιστα σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών – γίνεται χρήση λέξεων από τη γλώσσα των σημερινών νέων με προφανή στόχο την προσέγγιση των νεότερων, ηλικιακά, ψηφοφόρων. Φαινόμενο που κατέγραψε εξαιρετικά στο προχθεσινό φύλλο των «ΝΕΩΝ» η συνάδελφος Μαρία Μουρελάτου. Και που εμένα – δεν αντέχω, θα το πω – μου θυμίζει τα πάλαι ποτέ «καμάκια» του ελληνικού καλοκαιριού, τύπου «Ντου γιου λάικ μαμαζέλ δε γκρις».
Μου κάνει τεράστια εντύπωση το ότι, όσο μεγαλώνουμε, ξεχνάμε εντελώς πώς νιώθαμε όταν ήμασταν νέοι. Ή, μάλλον, κοιτάζουμε τα νιάτα μας με τα πρεσβυωπικά γυαλιά της μέσης ηλικίας. Ξεχνάμε πώς κοροϊδεύαμε τους μεγαλύτερους που υιοθετούσαν δικές μας συμπεριφορές και εκφράσεις μας με την ψευδαίσθηση ότι έτσι καλύπτουν το ηλικιακό χάσμα. Και, στην ουσία, το κάνουν να φαίνεται μεγαλύτερο. Το ανέκδοτο του «θείου που θέλει να κάτσει με τη νεολαία» δεν είναι τυχαίο. Είναι μια άλλη εκδοχή του 60φεύγα που φοράει ξεβαμμένο και ξεσκισμένο τζιν με κολεγιακό φούτερ ή του φαλακρού που μακραίνει τις δέκα τρίχες που του έμειναν και τις πιάνει κοτσιδάκι. Δεν έχουν κάτι κακό αυτοί οι τύποι. Ετσι γουστάρουν, έτσι κάνουν και, όπως έλεγε ένας παλιός θεατρικός συγγραφέας, «το αρεσάμενον του ανθρώπου το καλυότερον». Απλώς, δεν πείθουν. (Πώς μεθυσμένος ολλανδός τουρίστας προσπαθεί να χορέψει τσιφτετέλι σε ταβέρνα της Πάρου; Ε, αυτό ακριβώς.)
Και δεν πείθουν διότι είναι πολύ έκδηλη η αγωνία τους περί αυτού. Προσπαθούν να φαίνονται ότι είναι κοντά στους νέους υιοθετώντας τις εκφράσεις τους και τα σουσούμια τους – όπως τα έλεγε η γιαγιά μου – και είναι σαν ο λύκος να φοράει προβιά για να ξεγελάσει τα πρόβατα και να μπει στο κοπάδι. Βεβαίως και οι προθέσεις δεν είναι, τις περισσότερες φορές, κακές. Θυμάμαι όμως πως, όταν ήμουν κι εγώ νέα, με πρόσβαλλαν αυτοί που, ως ταυτότητα της ηλικίας μου, εξελάμβαναν μόνο τις εικονίτσες που, α λα Μαντόνα, κρεμούσαμε στα αφτιά μας ή την αργκό των, τότε, εικοσιπεντάρηδων. Δηλαδή μόνο αυτό καταλάβαιναν; Την καταγραφή ενός φαινομένου και όχι το τι μπορεί να το προκαλεί;
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οπου υπάρχει σχέδιο προσέγγισης των νέων μέσω, μάλιστα, λεκτικών σχημάτων, δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτούς. (Και είμαι απολύτως σίγουρη ότι όσοι χρησιμοποιούν τη λέξη «νεολαία» ούτε νοιάζονται ούτε έχουν ιδέα για τους νέους.) Εξάλλου, οι λέξεις που θεωρούν οι μεγαλύτεροι ότι χρησιμοποιούν σήμερα τα νέα παιδιά είναι ήδη πασέ. Για παράδειγμα, το «τρέντι» του Μητσοτάκη και το «χάου του» του Τσίπρα, τα λέγαμε και τα γράφαμε τη δεκαετία του 1990 όταν κι εμείς είχαμε καβατζάρει προ πολλού τα 30. Δεν ξέρω πώς τα ξέθαψαν αυτά ως μοντερνιές.
Εμένα μου αρέσει κάτι άλλο. Το ότι στο, ας το πούμε, νεανικό λεξιλόγιο έχει μπει η λέξη «γκριντζάρω». Δηλαδή ντρέπομαι για λογαριασμό κάποιου άλλου. Είναι η περίφημη «ετεροντροπή». Στα δικά μας νιάτα πάντως ούτε την έννοια καλογνωρίζαμε ούτε τη λέξη χρησιμοποιούσαμε. Μπράβο λοιπόν στα νέα παιδιά.
Πένθος
Διάβασα κάτι ξινίλες για τον τρόπο που μίλησαν για το παλικάρι τους οι γονείς του υποσμηναγού Μάριου-Μιχαήλ Τουρούτσικα. Ελεος όμως. Δεν υπάρχει πιο προσωπική υπόθεση από το πένθος. Και ο τρόπος που το διαχειρίζεται κάποιος είναι σαν το δαχτυλικό του αποτύπωμα. Ούτε συγκρίνεται ούτε αξιολογείται. Ο,τι ηρεμεί την ψυχή του θα κάνει λοιπόν κάποιος. Ο,τι γουστάρει. Και ναι, δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν γονιό που θα προτιμούσε το παιδί του ήρωα αλλά νεκρό από το να το έχει ζωντανό στο πλάι του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις