Στέλλα Βλαχογιάννη: Η πιο βραχνή των εαρτζιανών μέσα από τα δικά της λόγια
Η Στέλλα Βλαχογιάννη είχε σπουδαία πορεία στην δημοσιογραφία
- Νέα καταγγελία για πλαστά χαρτονομίσματα - «Επέμεναν ότι στη δική τους τράπεζα αποκλείεται»
- Ο καιρός μέχρι την Κυριακή - Πότε έρχονται βροχές, καταιγίδες και «μπόλικα» χιόνια
- Κώστας Χαρδαβέλλας: Η σύζυγός του αποκαλύπτει ότι δεν έφυγε από τη ζωή από καρκίνο
- Νεκροί από σφαίρες οι γονείς και τρία παιδιά μέσα στο σπίτι τους, τραυματισμένο το τέταρτο
Η Στέλλα Βλαχογιάννη έφυγε από τη ζωή σκορπίζοντας θλίψη σε όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Η αξία και η επιρροή ενός ανθρώπου στις ζωές μας κρίνεται -μεταξύ άλλων- και από τον τρόπο που επιλέγουμε να τον αποχαιρετίσουμε.
Τα social medial, κομμάτι κάθε αποχαιρετισμού τα τελευταία χρόνια, γέμισαν από το νωρίς το βράδυ με λόγια και συγκινητικά ευχαριστώ για την Στέλλα Βλαχογιάννη.
Είναι γνωστό ότι σε κάθε θάνατο καλλιτέχνη το facebook κατακλύζεται από τραγούδια του και άνθρωποι που μπορεί και να μην τον ήξερα καν επιλέγουν να μην διαφέρουν από τη μάζα.
Στην περίπτωση της Στέλλας όμως μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Μιλάμε για ανθρώπους που μπορεί να μην την ήξεραν αλλά είχαν για χρόνια ταυτιστεί με τη φωνή ή τα κείμενά της.
Ραδιοφωνικοί παραγωγοί που την θεωρούσαν δασκάλα, καλλιτέχνες που τους στάθηκε όσο κανείς στα πρώτα τους βήματα, απλοί ακροατές που έπιναν νερό στο όνομά της. Όλοι έχουν ένα καλό λόγο να που και κυρίως όλοι έχουν ένα δικό της πλούσιο λόγο να παραθέσουν.
Η Στέλλα Βλαχογιάννη δεν ήταν από τους «διάσημους» δημοσιογράφους. Επέλεξε να μείνει στα μετόπισθεν κάνοντας την δουλειά της με ευλάβεια.
Αρχισυντάκτρια σε πολλά περιοδικά, με λαμπρή καριέρα τη χρυσή εποχή του Διφώνου, με σημαντικά κείμενα στο Βήμα, με πολλές πετυχημένες ραδιοφωνικές παραγωγές, με βιβλία και ποιητικές συλλογές, η Στέλλα Βλαχογιάννη τα έκανε όλα.
Αυτό όμως που την έβαλε βαθιά στην καρδιά μας ήταν το «Ιατρείο Ασμάτων». Μια ραδιοφωνική εκπομπή που δεν έμοιαζε με καμία.
Γιατί η Στέλλα Βλαχογιάννη έπαιρνε ένα τραγούδι και το έκανε ιστορία. Δεν αγαπούσε τα σουξέ και τις μεγάλες επιτυχίες. Αγαπούσε όμως τους νέους καλλιτέχνες και τα κομμάτια που μιλούσαν στην καρδιά της.
Σε κάθε εκπομπή έπαιρνε αφορμή από ένα στίχο και έκανε μια προσωπική εξομολόγηση. Με ειλικρίνεια και πολύ χιούμορ.
Η πιο βραχνή -και αντιραδιοφωνική- φωνή δεν θα ηχήσει ξανά. Αλλά ευτυχώς τα βιβλία και τα κείμενα της θα μας θυμίζουν πάντα όπως πρέπει να στέκεται ένας δημοσιογράφος απέναντι στη μουσική.
Μερικά αποσπάσματα από τις εκπομπές κυκλοφόρησαν στο ομώνυμο βιβλίο
-Πώς ξημέρωνε η αγάπη στα χρόνια των γονιών μας; Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης… Κάπως έτσι αγαπήθηκαν και έζησαν οι γονείς μας. Με καρδιά καμένη από την πυρκαγιά του Εμφυλίου, τη φτώχεια των μεταπολεμικών χρόνων, τον τρόμο για την επιβίωση. Ο καπετάν Πάνος από την Τρίπολη ήρθε και κρύφτηκε σε μια θεία του στα Πετράλωνα – νομίζω. Κρυβόταν, κι έβγαινε τα βράδια στα στέκια των πατριωτών του μήπως και βρει κανένα μεροκάματο, γιατί είχε γυναίκα και μωρό παιδί. Ζήτησε άδεια για μαγαζί στην αγορά, δεν του τη δίνανε λόγω φρονημάτων. Ζήτησε άδεια για ταξί που είχε μάθει οδηγός στο στρατό, δεν του έδωσαν πάλι λόγω φρονημάτων. Στο παραπέντε της αυτοχειρίας του ένας μεγαλοπιασμένος Τριπολιτσιώτης τον πήρε στη δούλεψή του. Είχε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική και τον ήθελε κάτι σαν παιδί για τις εξωτερικές δουλειές. Να κάνει τα ψώνια, να τακτοποιεί την τροφοδοσία, τέτοια πράγματα. Του έδωσε κι ένα χαμόσπιτο στην είσοδο της κλινικής να μένουν και να κάνει κι η γυναίκα του την πορτιέρισσα, να πουλάει και καμιά πορτοκαλάδα να βγάζουν τον επιούσιο. Εδώ δεν ήθελε φρονήματα. Ήθελε να κάνεις πως δε βλέπεις και, το κυριότερο, πως δεν ακούς. Κι ο καπετάν Πάνος, που έγινε σκέτος Πάνος, ησύχασε πως είχε πια να μεγαλώσει το παιδί του. Και μάλιστα στον Παράδεισο. Αμαρουσίου!
-Τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες; Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση, μπορείτε να την επαναλάβετε; Γιατί; Με τους αιώνες θα αναμετρηθούμε εμείς; Βρέθηκε το αθάνατο νερό και δεν το μάθαμε; Καθεμιά νύχτα έχει την ψυχή που της δίνουμε: μεγάλη, μικρή, διπλή μερίδα, με απ’ όλα, κενόν αέρος, ό,τι έχει κανείς τέλος πάντων. Υπάρχει μια παρεξήγηση με αυτή τη λέξη – νύχτα. Πολλοί μετρούν τις νύχτες τους με κραιπάλες και ξίδια και γενικώς με καταπάτηση των απαγορευμένων. Νομίζω δεν είναι έτσι. Νύχτα είναι μια κατάσταση δύσκολη, είναι ένας χρόνος με τον εαυτό σου γυμνό και τις δικαιολογίες σου στα σκουπίδια, είναι ένα ταξίδι στα μακριά από το οποίο δεν ξέρεις ποτέ αν, πότε και πώς θα επιστρέψεις. Θέλει προσοχή και αποφασιστικότητα. Διότι η νύχτα δεν είναι κάτι. Είναι κάποια.
-Μια Κυριακή απόγευμα είχε τα δάχτυλά της στα μαλλιά μου ν’ ανακατεύουν τα χρόνια, να σημειώνουν ανορθόγραφα την αγάπη, να προετοιμάζουν τον οριστικό χωρισμό. Είχαμε χωρίσει τόσες φορές, που ποτέ δεν πιστέψαμε ότι αυτό κάποτε θα τελειώσει. Δικό μου το άχτι παλιό, πράγματι, αλλά και δικό της. Ίσως ήταν και το μόνο που μοιραστήκαμε. Τώρα, όπως έγραψε κι ο μικρός μου αδελφός, η Άννα γυρίζει πάντα αλλά πια δεν επιστρέφει. Τώρα, η ζωή μου δεν έχει πια Κυριακές. Μαμά πιάνει καλά το Δεύτερο Πρόγραμμα στα χώματα;
-Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου; Ένα παράπονο σαν θεία λειτουργία από τη φωνή της Αρλέτας. Τι θέλω απ’ τα νιάτα σου; Τα νιάτα σου! Ήθελα να ήμουν εκεί. Όταν γελούσες, όταν ερωτευόσουν, όταν πόναγες. Ήθελα να σε βλέπω να χορεύεις, να πίνεις, να τραγουδάς. Ήθελα να σε παρατηρώ να ωριμάζεις χωρίς σκιές στα μάτια, με κλεισμένα τα βιβλία σου στην Εφορία των Πεπερασμένων Ερώτων. Ήθελα να ήμουν εκεί. Παρατηρητής και δικαιούχος του μέλλοντός σου.
-Άλκης Αλκαίος. Μια πόλη χτίσαμε μαζί και ακόμα ζω στο νοίκι. Μεγάλη κουβέντα. Και ακόμα μεγαλύτερη εκείνο το πάντα γελαστοί και γελασμένοι οι φίλοι του Χάρου. Αυτός είναι ο ορισμός του ωραίου θανάτου. Γελασμένοι να φύγουμε. Τα έξυπνα πουλιά ας μείνουν να πετούν πάνω από τα χαλάσματα, ας φτιάξουν πάλι εξάδυμους πύργους και σιδερένια χαμόγελα. Εμείς θέλουμε να πεθάνουμε στον ίσκιο ενός ονείρου, στην άκρη μιας ιδέας, στην αγκαλιά μιας λυτρωτικής ψευδαίσθησης. Γελασμένοι, κοροϊδεμένοι, γοητευτικοί από ένα θαύμα που δεν καταφέραμε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις