Το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» 50 χρόνια μετά
Τα πρώτα αφιερώματα στον διεθνή κινηματογραφικό Τύπο κάνουν λόγο για το αριστούργημα του Μπερτολούτσι, από την προβολή του οποίου συμπληρώνεται μισός αιώνας, αλλά και για τις σκηνές σεξουαλικής βίας που αναλύονται πλέον διαφορετικά υπό το πρίσμα των σύγχρονων καταγγελιών. Τη δική τους οπτική καταθέτουν οι κινηματογραφιστές Αρίσταρχος Παπαδανιήλ και Στέλλα Θεοδωράκη
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ταινία που στην εποχή της είχε κάνει τρομερή αίσθηση και σήμερα, στα 50ά γενέθλιά της, εξακολουθεί να ανήκει στις κλασικές της Ιστορίας του σινεμά, ο Μάρλον Μπράντο παραδίδει μια από τις πιο χαρακτηριστικές και ιδιότυπες ερμηνείες του στον ρόλο του Πολ, ενός μεσήλικου Αμερικανού σε «συναισθηματική εξορία» που έρχεται στο Παρίσι όταν η εν διαστάσει γυναίκα του αυτοκτονεί. Γνωρίζοντας τυχαία τη Ζαν (Μαρία Σνάιντερ), μια νεαρή, ολιγομίλητη Γαλλίδα που θα μπορούσε να είναι κόρη του, ο Πολ συνάπτει μαζί της μια σαδομαζοχιστική και (αρχικά) πέρα για πέρα σαρκική σχέση και μέσω της ωμής, εξωφρενικής σεξουαλικής συμπεριφοράς του επιτίθεται έμμεσα στην υποκρισία που τον περιστοιχίζει. Ελπίζει, ίσως, να απαλλαγεί από τα δικά του αισθήματα ενοχής, τα οποία διατυπώνονται με απαράμιλλο τρόπο (και βέβηλα) σε έναν μονόλογο πάνω από το φέρετρο της συζύγου του. Αν και το πολυσυζητημένο σεξουαλικό περιεχόμενο στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» σήμερα (όπως ίσως και τότε) σε κάνει να νιώθεις – τουλάχιστον – άβολα (στην πραγματικότητα μιλάμε για μια πιο ωμή εκδοχή της «Λολίτας», που ήταν μια πιο ωμή εκδοχή του «Γαλάζιου Αγγελου», που ήταν μια πιο ωμή εκδοχή του «Πυγμαλίωνα»), η ταινία δεν παύει να στηρίζεται από ένα σύνολο πραγμάτων που πραγματικά γοητεύουν. Η «αλλόκοτη» υποκριτική του Μπράντο, η νανουριστική μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, η συναισθηματική μα συγχρόνως «από την κλειδαρότρυπα» σκηνοθετική ματιά του Μπερτολούτσι, οι φωτισμοί του Βιτόριο Στοράρα (ποτέ δεν θυμάμαι το Παρίσι τόσο μελαγχολικό και… άδειο στο σινεμά) δημιουργούν μια απαράμιλλη ατμόσφαιρα που κυριολεκτικά θαμπώνει. Είναι σαν να παρακολουθείς κάτι το εξωπραγματικό. Αλλά ό,τι και να πούμε για τις αληθινές αρετές της ταινίας, η αλήθεια είναι (και φυσικό αφού είμαστε άνθρωποι) ότι όλα αυτά τα καλύπτει το… βούτυρο, και μάλιστα σε μια στάση πρωκτικού έρωτα που πρακτικά είναι αδύνατον να γίνει με τον τρόπο που ο Μπερτολούτσι την αποτυπώνει. Και πολύ φοβάμαι ότι χωρίς αυτή τη σκηνή η ταινία δεν θα είχε τον αντίκτυπο που είχε.
Αρίσταρχος Παπαδανιήλ
σκηνοθέτης, animator
«Κατάθεση ψυχής ενώπιον νεκρής φύσης»
«Είμαστε σε ένα φιλμ. Αν σε φιλήσω μπορεί να είναι σινεμά», μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ρεαλισμού και ριάλιτι, ο κινηματογραφιστής Τομ (Ζαν-Πιερ Λεό) – το άλτερ έγκο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, εμπνευστή της ιστορίας και σκηνοθέτη της ταινίας «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» – καθησυχάζει την αρραβωνιαστικιά του και πρωταγωνίστρια, Ζαν (Μαρία Σνάιντερ), για ό,τι πρόκειται να συμβεί και καταγραφεί. «-Βιάζομαι. Ξεκινάμε». «-Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε λίγο πρώτα;». «-Σήμερα αυτοσχεδιάζουμε. Ακολούθησέ με», θα του απαντήσει η ίδια κάποιες σκηνές αργότερα σε μια αντιστροφή ρόλων. Η Ζαν πρωταγωνίστρια σε ρυθμό πρωτεύουσας αναζητά το δικό της μερίδιο στην πόλη. Ο Πολ (Μάρλον Μπράντο) συντονίζει τον βηματισμό του στον δρόμο της και οι δυο τους συναντιούνται βρίσκοντας έναν κενό, κοινό, καινό τόπο. Κλειδί και αντικλείδι σε ένα διαμέρισμα, παράδεισο ψυχών που έχουν στεγνώσει. Οι τοίχοι του φωτίζουν δύο σκιές που ζητάνε ηδονή κόντρα στην οδύνη. Πληγωμένα αγρίμια, τρωκτικά της ζωής. Ο άνδρας και η γυναίκα του τέταρτου ορόφου. Αριθμοί που ορίζουν τη διαφορά. «Happiness/happenis» θα μετονομάσει σκωπτικά ο Πολ την ευτυχία, αποφεύγοντας ο ίδιος να μοιραστεί το όνομά του. Ιστορίες άνευ ονομάτων, που μοιράζονται μεταξύ τους δύο μουγκρητά. Ζωώδης και ζωτικός σαν βούτυρο ο έρωτάς τους, κάνει το σώμα της Ζαν καρβέλι και ο Πολ ξεφουρνίζει «οικογενειακά μυστικά» επιτάσσοντας από το αντικλείδι την επανάληψή τους σε μια ανεπανάληπτη σκηνή της ταινίας. Ανείπωτος ο έρωτας γίνεται οδηγία σκηνοθετική. Ελλειψη πίστης και απιστία.
Πένθος και συντριβή. Ξέπνοο υβρεολόγιο, κατάθεση ψυχής ενώπιον νεκρής φύσης. Γυναικείας φύσης· τόσο φυσικά άγνωστης για τον πρωταγωνιστή, όπως μας εξομολογείται. Η Τέχνη σε ανοικτό διάλογο με τον σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές σε ένα έργο μέσα στο έργο. Ρόλοι σε αντιστροφή. Δύο ίδιες ρόμπες κουβεντιάζουν πίνοντας ένα ποτό που δεν ήθελαν να πιουν. Στον τοίχο πορτρέτο του Αλμπέρ Καμί. Στο φόντο η Αλγερία του ’58. Οι τοίχοι πέφτουν, οι διάλογοι εκφέρονται από χαρακτήρες που υποδύονται και είναι· κλείνοντας το μάτι στο κοινό. Σκηνές βιώνονται και καταγράφονται· κλείνοντας ερμητικά και βίαια το στόμα των πρωταγωνιστών. «Να μεγαλώνεις είναι έγκλημα» λέει η Ζαν στην ταινία. «Εχασα την αθωότητά μου» λέει η Μαρία στη ζωή. Η Ζαν με όπλο πατρώο σωριάζει σε στάση εμβρύου τον Πολ. «Αν σε κόψω, θα ήταν σαν να γράφω το όνομά μου στο πρόσωπό σου» της είχε – σκηνές νωρίτερα – πει. Και ένας «Τελευταίος Αυτοκράτορας» της Τέχνης, για ένα «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που χωρίς συγκατάθεση, πρέπει για πάντα να μείνει τέτοιο.
Στέλλα Θεοδωράκη
σκηνοθέτρια – παραγωγός
It’s over but it begins again
Από τις πρώτες εικόνες της ταινίας αισθάνθηκα να βλέπω σινεμά. Ακόμη κι οι πίνακες του Φράνσις Μπέικον που πλαισιώνουν τους τίτλους θέλουν να σου πουν κάτι για τον ανθρώπινο πόνο. Πενήντα χρόνων η ταινία κι ένιωσα να τη βλέπω με διπλό ενδιαφέρον. Από τη μια, της τόλμης να μιλάς για τον άνθρωπο με τόση αμεσότητα, μέσα από σχεδόν υπερβατικές ερμηνείες, φωτογραφία του Στοράρο, μουσική του γνωστού τζαζίστα Γκάτο Μπαρμπιέρι, που σου κόβει την ανάσα. Από την άλλη, αναρωτιέσαι πώς όλ’ αυτά αφομοιώνονται σ’ αυτό το «εξελιγμένο», αν και συντηρητικό, παρόν της «γρήγορης» και ενίοτε «αμάσητης» αφήγησης των ημερών μας, που δεν έχει ακόμη κάνει τη δική της ειλικρινή επανάσταση.
Τα περάσματα πάνω και κάτω από τις γέφυρες του Παρισιού, ο εκκωφαντικός ήχος του μετρό που ταράζει τον Μάρλον Μπράντο, δίνοντας το στίγμα της εύθραυστης ψυχολογίας του, πώς να σ’ αφήσουν ανεπηρέαστο. Πώς να περάσει απαρατήρητη η μοιραία διασταύρωσή του με τη Μαρία Σνάιντερ που αντανακλάται ακόμη και σ’ ένα τζάμι κάπου στο Παρίσι, κάπου χωρίς ταυτότητα.
Δεν είναι μόνο ο Ερωτας, είναι ο Ερωτας και ο Θάνατος που δίνουν στην ταινία την ουσιαστική της υπόσταση. Δεν είναι μόνο η αυτοκτονία της γυναίκας του Μάρλον που αυτός προσπαθεί να ξεπεράσει μέσα σε μια σχέση σεξουαλικής γυάλας με τη Μαρία Σνάιντερ και να «ξεφύγει» δίχως όνομα, δίχως ταυτότητα. Είναι που και σε αυτόν τον άχρονο έρωτα παραμονεύει ο θάνατος στο διαμέρισμα της οδού Ιουλίου Βερν, που έχουν νοικιάσει γι’ αυτό το φανταστικό ταξίδι, χωρίς όμως το αισιόδοξο τέλος της «Μυστηριώδους νήσου» του ομώνυμου συγγραφέα.
Τι φοβερό ν’ ανοίγεις τα παντζούρια σου και να βγαίνεις σ’ ένα παραμυθένιο magic hour που το σκίζει ο απότομος ήχος του μετρό. Σ’ αυτήν τη μαγική ώρα προσπαθούν να στηρίξουν την ύπαρξή τους οι πρωταγωνιστές της ιστορίας. Δεν τους βγαίνει όμως, γιατί η ζωή που ήδη ζουν τους ανατρέπει τα σχέδια. Δεν φτάνει το σεξ να τους καλύψει. Προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά κάθε φορά που λένε… it’s over, it begins again. Ο έρωτας περνάει συνέχεια μέσα από το φως και το σκοτάδι, το θερμό και το ψυχρό.
«Βρες άλλη, μ’ εκμεταλλεύεσαι», του ουρλιάζει η Σνάιντερ από την απέναντι προβλήτα στο άδειο μετρό της Νασιόν. Ναι, είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι πως κι ο «μελλοντικός» σύζυγος σκηνοθέτης Ζαν-Πιερ Λεό την εκμεταλλεύεται όταν βάζει την κάμερα στα μούτρα της για να κινηματογραφήσει τη ζωή της, χωρίς να τη ρωτήσει. Πολλοί γνωρίζουν επίσης, ίσως πιο πολύ και από την ταινία, το σκάνδαλο της ερωτικής σκηνής με το βούτυρο, ιδέα του Μπράντο, όπου δεν είχαν προειδοποιήσει τη Σνάιντερ, όπως και ο Μπερτολούτσι παραδέχτηκε στη Γαλλική Σινεματέκ πολύ αργότερα. Σκοπός, να πετύχουν μια διαφορετική, «αληθινή» ερμηνεία. Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, ούτως ή άλλως δεν γίνεται σεξ, είναι φανερό από την εικόνα.
Στο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, ενώ βλέπεις το πέρασμα του χρόνου, το προσπερνάς. Οι ερωτικές της σκηνές δεν θα σόκαραν πια τον θεατή, αλλά κι από την άλλη δεν θα γινόταν αποδεκτή η βίαιη συμπεριφορά που καταγγέλλει η Σνάιντερ στο γύρισμα σαν στάση ζωής κι όχι σαν σωματική βία. Γιατί ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Γιατί αυτό κάποια στιγμή οφείλουμε να το κατανοήσουμε και να ψάχνουμε άλλα μέσα επικοινωνίας. Πάνω απ’ όλα όμως νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο που έρχεται σε κόντρα με την εποχή μας, με τον σημερινό θεατή, με τον σημερινό δημιουργό ίσως…. Κάτι περίεργα αντιφατικό, δεδομένης της «ηθικής» των ημερών. Θα προσεγγίζαμε βαθιά και ουσιαστικά τον ανθρώπινο πόνο μέσα από ένα έργο; Θα ασχολιόμασταν με κάποιον που δεν βρίσκει νόημα στη ζωή, ακόμη κι αν αυτός είναι ο υπέροχος ερωτικός Μάρλον Μπράντο; Ή απλώς το διαμορφωμένο γούστο μας θα προτιμούσε μια πιο βατή ανθρωποφαγική, επιφανειακή ανάγνωση του κινηματογραφικού φακού, που να θωπεύει το μάτι μας ακόμη και με ένα άλλο είδος βίας;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις