Κώστας Κουτσουρέλης στο in: «Μεταφραστικά, είμαστε συμπλεγματικοί επαρχιώτες»
Η παρουσίαση του βιβλίου του θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 8/2 στις 19:00 στο βιβλιοπωλείο Fata Libelli στον Πειραιά
- Τι συμβαίνει στο αριστερό «ημισφαίριο» της πολιτικής ζωής;
- Νέο θρίλερ με την υγεία του Χαμενεΐ - Αναφορές ότι έχει πέσει σε κώμα
- «Θα μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα κόμμα χρήσιμο για την κοινωνία» - Πώς σχολιάζει ο Φάμελλος τις εξελίξεις στη ΝΔ
- Το Υπουργείο Εξωτερικών βάζει στόχο την «Ισότητα» – Τι περιλαμβάνει το Σχέδιο Δράσης
Mετά το πολυσυζητημένο πρώτο βιβλίο του, «Η τέχνη που αυτοκτονεί- Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (Μικρή Άρκτος, α΄ έκδοση 2019), και τη δεύτερη συλλογή ομόκεντρων δοκιμίων του με τίτλο «Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση» (Μικρή Άρκτος, α΄ έκδοση 2020), ο Κώστας Κουτσουρέλης επανέρχεται.
Αυτή με το βιβλίο του «Η Πλάνη του Γκαίτε: Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου», προσεγγίζοντας το θέμα της πολιτικής του μεταφρασμένου λόγου και των ιδεολογικών παραμέτρων της.
Η παρουσίαση του βιβλίου του θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 8/2 στις 19:00 στο βιβλιοπωλείο Fata Libelli στον Πειραιά
Η ιδέα του ισότιμου διαλόγου των γλωσσών, η υπόθεση λ.χ. ότι ο Έλληνας και ο Αμερικανός συγγραφέας ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, δεν είναι απλώς εξωπραγματική – είναι ανόητη.
Όπως μεταξύ κρατών το ισχυρότερο προελαύνει και το ασθενέστερο υποχωρεί, έτσι και οι εθνικές λογοτεχνίες και γλώσσες μόνο στα ευχολόγια συνυπάρχουν αρμονικά.
Ο Γκέορκ Μπράντες μας το έχει πει από τον 19ο αιώνα. «Είναι κατάρα για έναν συγγραφέα να είναι γεννημένος σε μικρή χώρα. Πιο εύκολα κερδίζει την καθολικά αναγνώριση το τριτοκλασάτο ταλέντο που γράφει σε παγκόσμια γλώσσα, παρά το ανώτερο πνεύμα που εξαρτάται από τις μεταφράσεις».
Ο συγγραφέας του δεν επιθυμεί να προσθέσει μιαν ακόμη στις πολλές, ερεθιστικές ή αδιάφορες, θεωρίες που εκπονούνται διαρκώς για το αντικείμενο, ούτε να διεκδικήσει εύσημα ειδήμονος.
Πρόθεσή του είναι να συμβάλει στην κριτική του τρέχοντος μεταφραστικού λόγου, να υποδείξει τα, συχνά, άδηλα ιδεολογήματα που τον τρέφουν και τις δοξασίες που, εμμέσως ή αμέσως, καλλιεργεί.
Ο Κώστας Κουτσουρέλης μίλησε στο in για το νέο του μυθιστόρημα.
Μιλήστε μας για το νέο σας βιβλίο «Η Πλάνη του Γκαίτε: Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου».
Πρόκειται για έναν κύκλο δοκιμίων γύρω από τη μετάφραση, αλλά υπό πρίσμα διαφορετικό όσων συνήθως λέγονται και γράφονται για το ζήτημα. Από τις ακαδημαϊκές μελέτες λ.χ. ή τις ιδεαλιστικές μεγαληγορίες ότι η μετάφραση είναι τάχα «γέφυρα των πολιτισμών». Το βιβλίο μου στέκεται στην πολιτική πλευρά της μετάφρασης. Δείχνει ότι είναι ένα ακόμη πεδίο μάχης στη διηνεκή πάλη των γλωσσών και των πολιτισμών για αυτοσυντήρηση και επικράτηση – πάει να πει των πολιτικών και εθνικών κοινοτήτων που στοιχίζονται πίσω τους. Η μετάφραση είναι ένα είδος πολιτισμικού εμπορίου βαρύτατα άνισου.
Ο ισχυρός εξάγει και ο ανίσχυρος εισάγει: στάσεις, ιδέες, μορφές, νοοτροπίες, την ίδια του την αυτοκατανόηση. Από αυτή την άποψη, η σημερινή Ελλάδα, όπως και στην οικονομία της, είναι καθαρός εισαγωγέας. Το μεταφραστικό μας ισοζύγιο είναι χρονίως παθητικό, το ένα στο δύο βιβλία που τυπώνουμε σήμερα είναι μετάφραση ενώ ελάχιστα ελληνικά έργα βρίσκουν τον δρόμο τους προς το εξωτερικό. Αντίθετα, στις ηγεμονεύουσες πολιτισμικά χώρες, όπως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, το ποσοστό των μεταφράσεων είναι ασήμαντο, μεταξύ 2 και 4% της συνολικής τους βιβλιοπαραγωγής.
Ποιο ήταν το κίνητρο για αυτήν την έκδοση;
Έναυσμά μου ήταν η προσωπική μου τριβή με τη μετάφραση εδώ και τρεις σχεδόν δεκαετίες. Αλλά και η αλγεινή διαπίστωση στην οποία κατέληξα. Ότι ενώ στην Ελλάδα υπερμεταφράζουμε, όπως προείπα, δεν έχουμε κατορθώσει ακόμη, δύο αιώνες τώρα, να δεξιωθούμε στη γλώσσα μας πάμπολλα κεφαλαιώδη έργα της παγκόσμιας γραμματείας.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης έλεγε ότι αν ανοίξει κανείς μια ιστορία της παγκόσμιας φιλοσοφίας θα πέσει πάνω σε αμετάφραστους τίτλους σε κάθε σχεδόν σελίδα. Την ίδια στιγμή, εισάγουμε μαζικά τα πιο φρέσκα μπεστσέλλερ του εξωτερικού. Μεταφραστικά, όπως και πολιτικά και οικονομικά άλλωστε, είμαστε συμπλεγματικοί επαρχιώτες. Κριτήρια δικά μας, προσαρμοσμένα στις ανάγκες μας δεν έχουμε. Μιμούμαστε τις μόδες των άλλων.
Ασκείτε κριτική σε κάποιες στερεότυπες απόψεις για την μετάφραση, όπως λ.χ. ότι μεταφράσεις είναι είτε ωραίες και άπιστες ή άσχημες και πιστές. Θα μπορούσατε να μας το εξηγήσετε;
Ο τρέχων μεταφραστικός λόγος βρίθει από κλισέ, από βαρύγδουπες κοινοτοπίες που αναπαράγονται ανεξέταστα. Η παραπάνω φράση είναι μια από αυτές. Πώς είναι δυνατόν μια μετάφραση να θεωρείται «πιστή», αν παραμορφώνει το πιο ουσιώδες, το πιο πολύτιμο γνώρισμα της λογοτεχνίας, που είναι το αισθητικό κάλλος; Μόνο μια ωραία μετάφραση είναι πράγματι πιστή, δηλαδή ακριβής και αντάξια μεταφορά του πρωτοτύπου.
Οι κατά λέξεις αποδόσεις που διαβάζουμε, ιδίως ποιημάτων, όχι μόνο δεν είναι πιστές, αλλά δεν είναι καν λογοτεχνία. Έχουν τόση σχέση με το πρωτότυπο, όσο έχει σχέση το πτώμα που ανατέμνει ο ανατόμος με τον ζωντανό άνθρωπο από τον οποίο προήλθε.
Πιστεύετε ότι η δουλειά του μεταφραστή θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται το ίδιο καλλιτεχνικά με αυτή του συγγραφέα;
Το αντίθετο. Η δουλειά του μεταφραστή μοιάζει περισσότερο με εκείνη του ερμηνευτή ενός μουσικού ή θεατρικού έργου, συγγενεύει με το έργο του σκηνοθέτη ή του μαέστρου: αποδίδει το πρωτότυπο, το ζωντανεύει στη σκηνή ή στην ορχήστρα ώστε να το χαρούν και όσοι δεν μπορούν να το διαβάσουν το ξένο χειρόγραφο ή την παρτιτούρα.
Με αυτή την έννοια ο μεταφραστής είναι όντως καλλιτέχνης, λογοτέχνης για την ακρίβεια. Δεν είναι όμως δημιουργός, του λείπει το κύριο προαπαιτούμενο κάθε αυτόνομης δημιουργίας, η αυτοδιάθεση της βούλησης.
Ποιο είναι το τοπίο της μεταφραστικής κριτικής στην Ελλάδα; Υπάρχει; Και γιατί;
Μεταφραστική κριτική στην Ελλάδα δεν έχουμε. Έχουμε δωρεάν και αθρόους επαίνους (κάθε μετάφραση είναι ρέουσα ή γλαφυρή) ή, σπανιότερα, μια καζουϊστική λαθολογία, όπου ο κρίνων πιάνεται από μια ανθυποπερίπτωση για να αρνηθεί στο μετάφρασμα την όποια αξία, ή για να μας πείσει ότι ο ίδιος κατέχει το μυστικό της «ορθής» απόδοσης.
Γενικά μικρολογούμε. Οι συνολικές θεωρήσεις ενός μεταφραστικού έργου είναι ό,τι πιο σπάνιο. Πόσο έχουν μελετηθεί οι μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου ή του Κοσμά Πολίτη, λ.χ.; Από την άλλη, όταν δεν έχουμε το μείζον, που είναι η λογοτεχνική κριτική, πώς να έχουμε μεταφραστική κριτική που συγκριτικά είναι υπόθεση ελάσσονος σημασίας.
Και τελικά τι προσφέρει η μετάφραση στον ίδιο τον μεταφραστή;
Για σπουδαίους μεταφραστές του παρελθόντος, τον Πολυλά ή τον Καζαντζάκη ας πούμε, η μετάφραση ήταν μέσο για τον πλουτισμό της κοινής μας παιδείας, ο μεταφραστής εργαζόταν για την άρση της «φιλολογικής απορίας», της γραμματειακής φτώχειας του έθνους. Για μεταφραστές που τύχαινε να είναι και οι ίδιοι συγγραφείς ή ποιητές, για τον Γιώργο Σεφέρη πρωτίστως, η μετάφραση ήταν επιπροσθέτως μαθητεία προσωπική, τρόπος για να εμπεδώσουν και να διευρύνουν τα εκφραστικά τους μέσα.
Τέλος, για μεταφραστές όπως ο Παπαδιαμάντης, η μετάφραση ήταν κατά κύριο λόγο μεροκάματο, μέσο βιοπορισμού. Όμως το τι προσφέρει η μετάφραση στον ίδιο τον μεταφραστή, το πώς την εκλαμβάνει εκείνος, σε τελική ανάλυση δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πώς το έργο του γίνεται δεκτό, τι ίχνη αφήνει στον κοινό μας λόγο. Εκ του αποτελέσματος, και στους τρεις αυτούς «τύπους» μεταφραστών ο κοινός μας λόγος οφείλει πολλά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις