Η σάλτσα για τα ζυμαρικά που επέζησε από τον «εμφύλιο» της Ιταλίας
Το κίνημα των φουτουριστών του 1909 προσπάθησε να καταργήσει τα ζυμαρικά και το μόνο που κέρδισε ήταν αυτό το νόστιμο πιάτο.
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Στέλεχος της ΑΑΔΕ σε κύκλωμα που διακινούσε ποτά «μπόμπες» – Δώδεκα συλλήψεις
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
- Ζελένσκι: Είχαμε πολλές συναντήσεις με τον διευθυντή της CIA και είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά του
Το 1932, το ιταλικό περιοδικό μαγειρικής La Cucina Italiana απένειμε το βραβείο της καλύτερης σάλτσας ζυμαρικών στην Sugo Marinetti ή σάλτσα Marinetti ενός σεφ. Η εν λόγω σάλτσα ξεχώριζε όχι μόνο για τον μοναδικό συνδυασμό ψιλοκομμένων φιστικιών και αγκινάρας σωταρισμένων σε βούτυρο, αλλά και για τον ειρωνικό τίτλο της μιας και ο φλογερός ποιητής Filippo Marinetti, από τον οποίο πήρε το όνομά της η σάλτσα ζυμαρικών, αγωνιζόταν εκείνη τη στιγμή για την εξορία των ζυμαρικών από την Ιταλία.
Το La Cucina Italiana, ένα περιοδικό που είχε ιδρύσει ο πλούσιος, φασίστας εκδότης Umberto Notari και η σύζυγός του Delia Pavoni Notari, είχε συμβάλει στην έναρξη του πολέμου του Marinetti κατά των ζυμαρικών μόλις ένα χρόνο νωρίτερα. Στο τεύχος του Δεκεμβρίου 1930, ο Marinetti δημοσίευσε το «Μανιφέστο της Φουτουριστικής Μαγειρικής», όπου δήλωνε ότι τα ζυμαρικά είναι «μια παράλογη ιταλική γαστρονομική θρησκεία» και ζητούσε την κατάργησή τους.
Σαλάμι μαγειρεμένο σε καφέ και κολόνια…
Το δοκίμιο ήταν ένα από τα πολλά φασιστικής κατεύθυνσης φουτουριστικά μανιφέστα που δημοσιεύτηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα και ζητούσαν την καταστροφή του παλιού υπέρ του νέου σε τομείς όπως η ποίηση, η ζωγραφική και ο κινηματογράφος. Μαζί με τους υποστηρικτές του, ο Μαρινέτι, ο οποίος ίδρυσε το φουτουριστικό κίνημα το 1909, κατηγόρησε την παράδοση για την πτώση του παγκόσμιου κύρους της Ιταλίας. Οι φουτουριστές αγκάλιασαν την τεχνολογία, τον πόλεμο και την αρρενωπότητα, ενώ αποδοκίμαζαν τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες και πολλούς άλλους μακροχρόνιους ιταλικούς θησαυρούς – ανάμεσά τους και τα ζυμαρικά.
Στο «Μανιφέστο της Φουτουριστικής Μαγειρικής» και στο «Φουτουριστικό Βιβλίο Μαγειρικής» του 1932, ο Μαρινέτι φαντάστηκε έναν κόσμο στον οποίο οι Ιταλοί απορροφούσαν θρεπτικά συστατικά μέσω χαπιών, απελευθερώνοντας την ώρα του γεύματος «ώστε να γίνει μια μορφή παραστατικής τέχνης που ενισχύεται από την τεχνολογία, τα αρώματα και τη μουσική».
Τάχθηκε υπέρ των πειραματικών, συχνά παράλογων πιάτων -για παράδειγμα, σαλάμι μαγειρεμένο σε καφέ και κολόνια- και της κατάργησης του πιρουνιού και του μαχαιριού.
Και, το πιο σημαντικό, ο Μαρινέτι έθεσε τα ζυμαρικά ως πρωταρχική αιτία της οπισθοδρόμησης της Ιταλίας. «Τα ζυμαρικά δεν κάνουν καλό στους Ιταλούς» έγραψε, επικαλούμενος έναν «πολύ έξυπνο Ναπολιτάνο καθηγητή» που είπε ότι τα ζυμαρικά προκαλούν διαταραχές στο πάγκρεας και το συκώτι, οδηγώντας σε «τεμπελιά, απαισιοδοξία, νοσταλγική αδράνεια και ουδετερότητα».
Ναι, ναι, τα ζυμαρικά φταίνε…
Πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι έσπευσαν στο πλευρό του Μαρινέτι. «Τα ζυμαρικά είναι σαν τη ρητορική μας» αναφώνησε ο φασίστας κριτικός θεάτρου Marco Ramperti. «Είναι καλή μόνο για να γεμίζει το στόμα μας».
Ο Γάλλος ποιητής Gabriel Audisio αποκάλεσε τα ζυμαρικά μια «δικτατορία του στομάχου» που απαιτεί μια «ύπουλη, αργή διαδικασία μηρυκασμού… τον αλάδωτο συμφιλιωτικό ρυθμό της νωθρότητας». Στη Γένοβα, δημιουργήθηκε μια ομάδα υπεράσπισης κατά των ζυμαρικών με το ακρωνύμιο PIPA, ή αλλιώς «Διεθνής Ένωση κατά των Ζυμαρικών» στα ελληνικά.
Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, πολλοί Ιταλοί δεν είδαν με καλό μάτι τη σταυροφορία του Μαρινέτι κατά των ζυμαρικών. Στην πόλη Aquila, οι γυναίκες ενώθηκαν για να υπογράψουν μια επιστολή διαμαρτυρίας υπερασπιζόμενες την τιμή των ζυμαρικών.
Ο δήμαρχος της Νάπολης μίλησε υπέρ του αγαπημένου αμύλου της πόλης του, λέγοντας «οι άγγελοι στον παράδεισο δεν τρώνε τίποτα άλλο παρά vermicelli al pomodoro». Ο Μαρινέτι, σφοδρός επικριτής του καθολικισμού, αντέτεινε ότι ο ισχυρισμός του δημάρχου «καθαγιάζει την αηδιαστική μονοτονία του παραδείσου και τη ζωή των αγγέλων».
Αυτός ο σάλος σήμαινε ότι το μανιφέστο του Μαρινέτι συγκέντρωσε την προσοχή των εφημερίδων από το Λονδίνο μέχρι το Σικάγο, με τίτλους όπως «Η Ιταλία μπορεί να αποχαιρετήσει τα μακαρόνια».
Ρύζι αντί για μακαρόνια
Η εκστρατεία του Μαρινέτι κατά των ζυμαρικών μπορεί να είχε και μια άλλη έμπνευση: Ο πρωθυπουργός και φασίστας δικτάτορας, Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τους Ιταλούς να εγκαταλείψουν τα ζυμαρικά υπέρ του ρυζιού. Ήθελε να απεξαρτήσει την Ιταλία από τις εισαγωγές ξένου σιταριού, το οποίο γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αποκτηθεί εν μέσω διεθνών κυρώσεων και μιας ταλαιπωρημένης εγχώριας οικονομίας. Το ρύζι καλλιεργείτο καλά στη Βόρεια Ιταλία, οπότε ο Μουσολίνι έστειλε δωρεάν δείγματα ρυζιού σε όλη τη χώρα και βομβάρδιζε τους Ιταλούς με προπαγάνδα υπέρ του ρυζιού.
Το 1931, η La Cucina Italiana μπήκε στη μέση αυτής της διαμάχης όταν διοργάνωσε έναν διαγωνισμό, με χορηγό την ιταλική εταιρεία ζυμαρικών Puritas, για να διαπιστωθεί ποιος θα μπορούσε να φτιάξει την καλύτερη σάλτσα που θα σερβιριζόταν με ένα κιλό maccheroni Puritas.
Ο Notari της La Cucina Italiana «ήταν αρκετά ικανός επιχειρηματίας … για να καταλάβει ότι η διαμάχη θα προσέλκυε σίγουρα αναγνώστες», γράφει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η Samanta Cornaviera, ειδική στην ιταλική ιστορία της μαγειρικής στις αρχές του 20ού αιώνα.
Στο δράμα πρόσθεσε το γεγονός ότι στην κριτική επιτροπή, ένα who’s who της πολιτιστικής ελίτ της Ιταλίας, περιλαμβανόταν ο φίλος του Notari και σταυροφόρος κατά των ζυμαρικών, ο ίδιος ο Marinetti. Όπως αφηγείται η Cornaviera στην ιστοσελίδα της, όταν ήρθε η ώρα να κριθούν οι μυριάδες σάλτσες, ο Marinetti απάιτησε να δοκιμάσει τις σάλτσες πάνω σε ρύζι αντί για ζυμαρικά –άργησε σκοπίμως να φτάσει στην ώρα του και φυσικά τα ζυμαρικά είχαν κρυώσει.
Ο νικηφόρος, ειρωνικός τίτλος
Αν και ο διαγωνισμός προσέλκυσε χιλιάδες συμμετέχοντες, ο Marinetti και οι άλλοι κριτές επέλεξαν έναν προβλέψιμο νικητή: Ο Amedeo Pettini, πρώην βασιλικός σεφ, κορυφαίος κριτικός τροφίμων και εκδότης του La Cucina. Ο Pettini παρουσίασε μια σάλτσα από ντομάτα, γαύρο, σοταρισμένες αγκινάρες, ζαμπόν και ψιλοκομμένα φιστίκια. Την ονόμασε, κάπως αναπάντεχα «σάλτσα Μαρινέτι».
Ο ειρωνικός τίτλος «δεν ήταν ούτε προσβολή ούτε αστείο» γράφει η Cornaviera «αλλά ένας πραγματικός φόρος τιμής».
Ο Pettini ήταν έξυπνος έμπορος και στην Ιταλία της δεκαετίας του 1930 «ήταν της μόδας να ονομάζονται συνταγές με ονόματα εθνικών χαρακτήρων και ηρώων». Το όνομα του Μαρινέτι προσέδωσε μια σαρκαστική, πολιτιστική «γεύση» στη σάλτσα, αν και είναι ασφαλές να πούμε ότι ο Μαρινέτι δεν απολάμβανε το ομώνυμο πιάτο του πάνω σε ζυμαρικά Puritas – τουλάχιστον όχι δημοσίως.
Με τον καιρό, η σάλτσα Μαρινέτι ξεθώριασε από τη δημόσια συνείδηση, γράφει η Cornaviera, όπως και ο αγώνας του Μαρινέτι κατά των ζυμαρικών. Τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Μαρινέτι πέθαναν τη δεκαετία του 1940, και κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης της Ιταλίας, τα ζυμαρικά έγιναν ακόμη πιο δημοφιλή από ποτέ.
Σήμερα, η Cornaviera συνιστά στους ανθρώπους να δοκιμάσουν τη Sugo Marinetti, πρώτα απ’ όλα επειδή είναι νόστιμη. «Αυτή η βουτυράτη και νόστιμη σάλτσα, η τραγανότητα των φιστικιών και η τραγανότητα των τηγανητών αγκινάρων» γράφει.
Και παρόλο που μπορεί να κάνει τον Marinetti να τρέμει στον τάφο του, η Cornaviera υποστηρίζει ότι η σάλτσα έχει υπέροχη γεύση πάνω από μακαρόνια.
Δείτε ένα βίντεο με τη ζωή του Μαρινέτι και το Φουτουριστικό κίνημα
*Με στοιχεία από atlasobscura.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις